γιώργος λιόλιος
Σκιές της πόλης.
Αναπαράσταση του διωγμού των Εβραίων της Βέροιας

Εκδόσεις Ευρασία, 2008, σελ. 513, τιμή 35 ευρώ

Μέλη της διασωθείσης βεροιώτικης οικογένειας Σαμουέλ Δανιέλ στο Τελ Αβίβ μετά τον πόλεμο (αρχείο Πέπο Αρών)

Μπενρουμπή Μαζαλτόβ, του Σάμπηκαι της Τζεντίλ. Αφανίστηκε στο Αουσβιτς-Μπιρκενά ου το 1943 σε ηλικία ενός έτους. Ασσέρ Μπέλλα, του Οβαδιά και της Ματθίλδης. Αφανίστηκε στο Αουσβιτς-Μπιρκενάου το 1943 σε ηλικία 26 ετών. Σαμουέλ Πέρλα, του Μεντές και της Ματθίλδης. Αφανίστηκε στο Αουσβιτς-Μπιρκενάου το 1943 σε ηλικία οκτώ ετών. Στρούμσα Ιακό, του Ασσέρ και της Ντουντού. Αφανίστηκε στο Αουσβιτς -Μπιρκενάου το 1943 σε ηλικία τριών ετών. Χανανιά Σολομών, του Αζαριά. Αφανίστηκε στο Αουσβιτς -Μπιρκενάου το 1943 σε ηλικία 55 ετών. Το προσκλητήριο των νεκρών είναι μακρύ. Οικογένειες ολόκληρες εβραίων της Βέροιας εξοντώθηκαν από τους ναζί το 1943, ακολουθώντας τη μοίρα έξι εκατομμυρίων ομοθρήσκων τους οι οποίοι μαρτύρησαν στα κρεματόρια μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκαν σημίτες. Συνολικά 460 νεκρούς θρήνησε η εβραϊκή κοινότητα στην πόλη αυτή της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ 136 ακόμη είχαν την τύχη να γλιτώσουν από τα νύχια της Γκεστάπο και να διασωθούν. Ο Λιόλιος στο πολυσέλιδο και άριστα τεκμηριωμένο βιβλίο του μας δίνει μια συγκλονιστική εικόνα του πογκρόμ που εξαπέλυσαν οι αρχές κατοχής εναντίον των 150 εβραϊκών οικογενειών της πόλης, συμπληρώνοντάς το με πλήθος φωτογραφίες, χάρτες, πίνακες, χρονολόγιο γεγονότων και βιβλιογραφία. Ετσι η υποδειγματική αυτή προσέγγιση ζωντανεύει στα μάτια μας με τρόπο μοναδικό έναν τυπικό διωγμό μιας εβραϊκής κοινότητας σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Πάντως, όπως υπογραμμίζει στην εισαγωγή του ο συγγραφέας, η ομιλία του στον Δικηγορικό Σύλλογο της Βέροιας, μέσα από την οποία ξεπήδησε το βιβλίο του, έγινε δεκτή μάλλον αμήχανα. Κάποιοι συνάδελφοί του νομικοί δεν δέχτηκαν να παρευρεθούν, ενώ άλλοι έστειλαν επιστολή στον πρόεδρο του συλλόγου, διαμαρτυρόμενοι για την επιλογή του παραδείγματος των εβραίων και όχι των Ποντίων, όπως είπαν, που «είναι δικό μας αίμα», ή έστω των Αρμενίων ή των ρώσων θυμάτων των ναζί.

Ενας ραβίνος θυμάται
Οι μαρτυρίες τις οποίες συγκέντρωσε ο Λιόλιος ανασυνθέτουν γλαφυρά την ατμόσφαιρα της εποχής. Οπως θυμάται ο ραβίνος στη συναγωγή της Βέροιας Αζαρία Χανανία Σαμπετάι, την άνοιξη του 1941 οι αρχές κατοχής έκλεισαν όλους τους εβραίους σε γκέτο, σε μερικούς παλιούς και άθλιους δρόμους. Είναι υποχρεωμένοι να φορούν ένα ειδικό σήμα. Το σχολείο τους σφραγίζεται. «Πρέπει να φύγουμε- είπα στη γυναίκα μου- και προτρέπω και άλλους να κάνουν το ίδιο. Πώς όμως ν΄ αφήσουμε μονομιάς όλα όσα με τόσο κόπο και τόσα χρόνια είχαμε συγκεντρώσει; Η αδελφή μου Εσμεράλδα και ο σύζυγός της μας ακολουθούν. Περπατούμε όλη τη νύχτα για να φθάσουμε στο χωριό Σφηκιά. Ο αδελφός μου και η γυναίκα του, εξαντλημένοι, μένουν στο χωριό. Θα σκοτωθούν σε μια γερμανική επιδρομή. Σκοτώνουν αδιακρίτως Ελληνες και Εβραίους. Μόνο το 1951 μπορώ να βρω τα πτώματά τους και να τα μεταφέρω στη Θεσσαλονίκη». Οπως λέει ο ραβίνος, κρύβονταν ανάμεσα στους χωρικούς. Τη νύχτα λαγοκοιμούνταν. Με τον παραμικρό ψίθυρο «έρχονται», έφευγαν στα βουνά. «Οι χωρικοί ήταν καλοί, αλλά φτωχοί. Επρεπε επίσης να δώσουν τη συνεισφορά τους στους παρτιζάνους. Η είδηση των εκτοπίσεων έφθασε και σε μας. Είχαμε μεγάλη έγνοια για την τύχη των ομοθρήσκων μας. Υποθέταμε πως μια σκληρή μοίρα τους περίμενε στην Πολωνία, αλλά κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν ο φρικτός θάνατος στους θαλάμους των αερίων. Δεν το μάθαμε παρά μετά τον πόλεμο. Παλαιά, κατά είκοσι αιώνες, η κοινότητά μας χάθηκε μέσα σε λίγες μέρες».

Το φουστάνι της χωρικής
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που Ελληνες με κίνδυνο της ζωής τους έκρυψαν εβραίους. Η οικογένεια του Σαρφατή-Αζαρία που ήταν τραπεζίτης δεν πήρε τον δρόμο για την Κεντρική Ευρώπη, ύστερα από επιμονή της συζύγου του Σαρίνας. Εβαλαν λίγα ρούχα σε σάκους και το έσκασαν στα χωριά των Πιερίων. «Καθώς φθάσαμε στο σημείο να ζητιανεύουμε- λέει η Σαρίνα-, εγώ πήγαινα κι έραβα με το μεροκάματο σε οικογένειες διαφόρων χωρικών. Τα παιδιά μου δουλεύανε στα χωράφια για λίγο ψωμί. Ο σύζυγός μου, ανήσυχος για την τύχη των ομοθρήσκων μας, έπεσε άρρωστος βαριά. Τον έβλεπα να λιώνει κάθε μέρα. Αποφάσισα λοιπόν να πάω στη Βέροια να φέρω φάρμακα. Δανείσθηκα το φουστάνι μιας χωρικής κι έφθασα μπροστά στο σπίτι μου. Είναι νύχτα. Χτυπώ στη γειτόνισσα. “Α!- είπε- Κυρία Σαρίνα, εσείς είσθε ξυπόλητη. Πήραν όλους τους εβραίους κι έχουν επιτάξει το σπίτι σας οι Γερμανοί”. Την παρακάλεσα να πάει να μου βρει κάτι ρούχα που είχα αφήσει σ΄ ένα μπαούλο. Πήγε. Υστερα πήγα στο γιατρό μας. Δεν θέλουν να μ΄ ανοίξουν. Αρχισα να παρακαλάω. Επιτέλους με αναγνωρίζουν και μου δίνουν φάρμακα. Γύρισα στο χωριό κι έτσι χάρις στους έλληνες φίλους της Βέροιας και στους καλούς χωρικούς, που όλοι τους ξέρανε πως είμαστε εβραίοι, κατορθώσαμε να γλιτώσουμε. Οταν επιστρέψαμε στη Βέροια, που είχε αδειάσει από τον εβραϊκό πληθυσμό, τότε κατάλαβα καλά πόσο δίκιο είχα που δεν πίστεψα τις διαβεβαιώσεις του αρχηγού της Κομαντατούρ. Στην Πολωνία πηγαίναμε για να πεθάνουμε…».