Η προειδοποίηση από τους παλιούς στο κολαστήριο της Μακρονήσου για τους νεοφερμένους ήταν σαφής: «Μην αντισταθείς. Εδώ, οι ανάπηροι, οι ψυχοπαθείς, αμέσως μετά την άφιξή τους και την πρώτη υποδοχή, είναι αμέτρητοι. Και δεν μιλάμε για τις δολοφονίες. Εχουμε όμως και μονόφθαλμους ή κατευθείαν τυφλούς. Πρόσεχε, Ρίτσο. Τα μάτια σου. Θα σου βγάλουν τα μάτια». Ηταν η εποχή της αντικομμουνιστικής υστερίας μετά τον Εμφύλιο. Και όμως, πουθενά σε αυτό το βιβλίο δεν διακρίνεται ίχνος τρόμου από τον άνθρωπο που γράφει τις επιστολές. Θαλογοκρινόταν, βέβαια, αλλά οι επιλογές του μοιάζουν συνειδητές. Πρόθεση του Γιάννη Ρίτσου ήταν πάντα να εμψυχώνει. Σαν να πρόκειται για κατάκτηση του ανθρώπινου νου ή για νέο λογοτεχνικό ύφος, η ίδια ισορροπία μεταξύ φρίκης και μεγαλείου διαπερνάει όλη την παρούσα έκδοση, τον πρόλογο της 86χρονης σήμερα Καίτης Δρόσου, τις πυκνές, διαφωτιστικές σημειώσεις κατά μήκος του βιβλίου από την καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Λίζυ Τσιριμώκου, την αισθητικά άρτια φωτογραφική ανατύπωση των προσωπικών εξομολογήσεων με τη σφραγίδα της λογοκρισίας πάνω τους. Ισως, αυτό το πολυφωνικό έργο στο ξεκίνημα του 2009, εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, να είναι ο καλύτερος τρόπος για να αναδυθεί το πνεύμα ενός συγγραφέα, μιας γενιάς, μιας εποχής.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε μια τριάδα, αλλά και μια μεγάλη μεταπολεμική παρέα, και πολλές μοναχικές πορείες στα δύσκολα χρόνια, από το 1948 ως το 1978. «Επειδή γράφεις ή θες να γράψεις ποιήματα, χρωστάς και είναι μέσα στον ρόλο σου να απαλύνεις, να αλείφεις λάδι, να κλείνεις πληγές» ήταν η αξίωση του ήδη καταξιωμένου 29χρονου ποιητή Γιάννη Ρίτσου από τους καλούς φίλους του, τη 16χρονη Καίτη και αργότερα τον συνομήλικό της Αρη. Επί μεταξικής δικτατορίας είχε γίνει ο μέντοράς τους. Και εξακολούθησε να δίνει το παράδειγμα θετικής ενέργειας με τα επιστολικά δελτάρια από την εκάστοτε εξορία στις δέκα αράδες που ήταν το όριο σύνταξης για κάθε γράμμα: «Σήμερα κρύο κι αγέρας- τι αγέρας- δεν μπορείς να βγεις ένα βήμα- ατέλειωτη βουήτο χιόνι στροβιλίζεται- δε στέκειμια τρομερή ζωντάνια και δύναμη […] κι από μέσα η καρδιά σου αποκρίνεται- βουή στη βουή- κάτι πρέπει να φτιάξουμε μεγάλο».

Ο θίασος πληθαίνει

Ο Γιάννης Ρίτσος (αριστερά), η Καίτη Δρόσου,η σοβιετική ηθοποιός Αλα Λαριόνοβνα και ο Δημήτρης Φωτιάδης στη σοβιετική πρεσβεία της Αθήνας την εποχή της προβολής της ταινίας «Πέτρινο λουλούδι»,όπου πρωταγωνιστούσε η Λαριόνοβνα

Οσο ελλειπτικές είναι οι πληροφορίες στις επιστολές του τόσο καταιγιστικά και περιεκτικά είναι τα σχόλια της επιμελήτριας του έργου. «Αρης και Καίτη πρωτοσυναντήθηκαν στα φοιτητικά συσσίτια» εμπλουτίζει την πληροφόρησή μας μέσα από βιβλιογραφικές αναφορές η κυρία Τσιριμώκου. «Ο Φραγκιάς είχε φέρει τον Αρη στον κύκλο του Γιάννη Ρίτσου. Η Αικατερίνη Δρόσου πάλι είχε, από μαθήτρια ακόμη, γνωριστεί με νεαρούς καλλιτέχνες, γιατί έπαιζε στον δραστήριο σχολικό θίασο του Γ Δ Γυμνασίου Θηλέων. […] Στη συντροφιά προστέθηκε ο Αρης, καθώς όλοι έπαιρναν το συσσίτιό τους στον Αγιο Νικόλα, στα Πευκάκια…» σύμφωνα με το βιβλίο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Αρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος», Εκδόσεις Σοκόλη, το 1996. «Ο Γιάννης Ρίτσος στάθηκε δάσκαλος μιας ομάδας υποψηφίων ποιητών και πεζογράφων, από την οποία αποσπάστηκε σιωπηρά μια παρέα, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Κώστας Κοτζιάς, ο Μιχάλης Κατσαρός και ο υποφαινόμενος» σημείωνε ο Αλ. Αργυρίου σε νεκρολογικό του σημείωμα στο περιοδικό Αντί τον Νοέμβριο του 1990. Λίγο λίγο τα πρόσωπα του έργου πολλαπλασιάζονται, ο θίασος πληθαίνει, η εικόνα διευρύνεται πολύ πιο πέρα από τις επιστολές.

Ηταν καλαίσθητοι και αυτόνομοι οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, σαν να βάδιζαν ενάντια στην εποχή τους. Και μόνο η αλληλογραφία με έναν άντρα στη Μακρόνησο, που δεν ήταν ο σύζυγός της, ήταν από πλευράς της Καίτης Δρόσουεν διαστάσει μητέρας ενός παιδιού – ύποπτη για τον σπιτονοικοκύρη της. Αλλά δεν ήταν το μόνο παράπτωμά της. Σύντομα θα εμφανίζονταν και άλλες κατηγορίες μαζί με τις παλιές, οι μιζέριες και ενοχές που τους πότιζαν δικοί τους άνθρωποι. «Κι εγώ είχα πετάξει τα φουστάνια μου και γύριζα μόνο με αλατζάδες, μη και με δει η καθοδήγηση με λινά ή μεταξωτά». Οτι έτρωγε μπαρμπούνια ενώ ήταν διεθνίστρια ήταν επίσης μεμπτό. Φυσικά, το ίδιο κλίμα ελέγχου είχε περάσει και στα στρατόπεδα των εξορίστων. «Τι είναι αυτά που φοράς, βρε Ιων, εκεί στον Αη Στράτη, με τα εμπριμέ τελευταία μόδα πουκαμισάκια σας, εσύ και ο Μάνος Κατράκης. Τα κουτσομπολιά για τους νεωτερισμούς και τις παραξενιές σας τα μετέφερε το κόμμα, να μάθουν οι συναγωνιστές να συμπεριφέρονται». Τράβηξε χρόνια αυτό το βιολί, όπως θυμάται η κυρία Καίτη Δρόσου: «Ως και η Φαλίτσα: “Βρε Καίτη, βρε Αρη, βρε παιδιά, μη του τα φέρνετε αυτά τα ωραία κιμονό γιατί ο Γιάννης τα φοράει”. “Μα για να τα φοράει τα φέραμε, Φαλίτσα”. Ο ίδιος άλλωστε ήταν εξασκημένος στην αυτοπαρατήρηση: “Χοντραίνω ασυστόλως” είχε γράψει στην Καίτη από την καλοκαιρινή Σάμο το 1963.

Το διπλό πένθος
Οι ιδεολογικές επιταγές ήταν ακόμη πιο στενόχωρες. Στον Ρίτσο έβαλαν τις φωνές ως «μη ποιητή του λαού» για το ακαταλαβίστικο «ο ήλιος έβαλε φωτιά στις στέγες». Η συνειδητή στροφή του ποιητή προς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ήδη από την εποχή της Μακρονήσου δεν βρήκε σύμφωνο τον Αρη Αλεξάνδρου, ο οποίος μια ακόμη φορά πήρε τις αποστάσεις του. Εμφύλιος, στην παρέα. Στη δεύτερη εξορία, στον Αη Στράτη, ο τελευταίος απομονώθηκε τελείως. «Ο Αρης, με το διπλό του πένθος, τη θεληματική του ρήξη με τον Ρίτσο και τη δική μου σιωπή, ζει στη μοναξιά, χωρίς κανένα ψυχικό αποκούμπι. Ξύρισε το κεφάλι του, δεν ξανάραψε τα κουμπιά στο παλτό του, στη θέση τους έβαλε μια παραμάνα». Θα περάσουν πολλά χρόνια για να τον δούμε να έχει ανανήψει δίπλα στην Καίτη Δρόσου, παντρεμένοι οι δυο τους πια, στη θεληματική εξορία τους στο Παρίσι. Με την ευεργετική μεσολάβηση της Καίτης γεφυρώθηκε το χάσμα με τον Ρίτσο, ο οποίος είναι πλέον στην Αθήνα και μετέχει ενεργά με την επική ποίησή του στη διαδικασία ανάκαμψης του ΚΚΕ. Ευφορία και πολλή δουλειά τον κάνουν να αισθάνεται ξανά νέος. Τα γράμματα που τους στέλνει στο Παρίσι είναι, όπως πάντα, διαχυτικά, τρυφερά, συμβουλευτικά. Τον απασχολεί η τύχη του «Κιβωτίου» στην αλληλογραφία του με τον Αλεξάνδρου. «Σπάνια, τα τελευταία χρόνια, ένα πεζό κείμενο μου έδωσε το πραγματικό ρίγος της ποίησης (όχι της καλλιλογίας και της φτηνής εξωτερικής δεξιότητας), το ρίγος της ουσιαστικής και “ακατάδεκτης” ποίησης που μου ΄δωσαν τα αποσπάσματα του έργου σου». Δεν ενοχλήθηκε στο ελάχιστο από την «ανορθόδοξη γραμμή» του, παρά το γεγονός ότι ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από ορισμένους αριστερούς κύκλους μόλις εκδόθηκε στην Ελλάδα. Είναι σαφές ότι πανηγυρίζει γιατί ξαναβρήκε έναν ενεργό ομότεχνο: «Γιατί, το ξέρεις, μόνον οι ισόπαλοι γίνονται φίλοι».

Για τον Γιάννη Ρίτσο το αιτούμενο δεν ήταν μόνο η συνεχής, αδιάκοπη γραφή, αλλά και μια αρετή που διέκρινε στους φίλους του και φαίνεται να διαπερνάει εξίσου τους συντελεστές της τωρινής έκδοσης: «Την απλότητα και κάτι πιότερο: την ανεξικακία. Καταλαβαίνεις με ποια έννοια το λέω. Με την έννοια της πνευματικής αταραξίας που επιτρέπει να βλέπουμε βαθιά, σωστά, καθάρια, απροκατάληπτα το μυστήριο της ζωής μας».