Οταν στις 4 Ιουνίου 1941 ο αξιωματικός της ειδικής μονάδας των SS άνοιξε την πόρτα του βρετανικού υποπροξενείου στο Ηράκλειο της Κρήτης αντίκρισε στον τοίχο απέναντί του τις φωτογραφίες του βασιλέως Γεωργίου Στ´ και της βασίλισσας Ελισάβετ, της βασιλομήτορος. Ηταν τα συνηθισμένα βασιλικά πορτρέτα που βρίσκονταν σε κάθε πρεσβεία ή προξενείο της Βρετανίας. Αυτή τη φορά όμως ανάμεσά τους υπήρχε και μια άλλη φωτογραφία, ενός όμορφου άντρα γύρω στα 35 του χρόνια, ψηλού, με έντονα αγγλικά χαρακτηριστικά, που φορούσε την κρητική ενδυμασία: άσπρα στιβάνια, βράκα, μακρύ γιλέκι και κάπα και την απαραίτητη κρητική πασαλίδα (μαχαίρι) περασμένη στη μέση. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας;


Ο John Pendlebury (1904-1941) όσο ζούσε ήταν ένας μύθος στην Κρήτη. Ηταν αρχαιολόγος, διαδέχθηκε τον σερ Arthur Evans στην Κνωσό και, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, παρ’ όλο που δεν ήταν στρατιωτικός, του ανατέθηκε από το υπουργείο Πολέμου του Λονδίνου να οργανώσει την αντίσταση κατά των Γερμανών στο Ηράκλειο καθώς γνώριζε καλά τους Κρητικούς, ήταν αγαπητός, μιλούσε τη γλώσσα και ήξερε την κάθε πέτρα και το κάθε μονοπάτι στα βουνά της Κρήτης. Οι Γερμανοί τον είχαν ονομάσει «Λόρενς της Κρήτης» και τον έψαχναν. Τον σκότωσαν χωρίς να ξέρουν ποιος ήταν, όταν τον βρήκαν βαριά τραυματισμένο σε ένα δωμάτιο στο Ηράκλειο. Ηταν λίγες ημέρες μετά τη Μάχη της Κρήτης που «έβρεξε» γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Ο Πέντλμπερι ήταν εκεί, πολέμησε με τους Κρητικούς και τραυματίστηκε. Γερμανοί στρατιώτες τον βρήκαν αργότερα βαριά τραυματισμένο στο σπίτι της Αριστέας Δροσουλάκη, που ήταν γυναίκα ενός από τους άντρες του. Τον σήκωσαν και τον έστησαν στον τοίχο και, όταν εκείνος δεν απάντησε στις ερωτήσεις τους, τον εκτέλεσαν. Αυτή είναι η ιστορία του θανάτου του.


Ρομαντικός και παράτολμος


Η ιστορία της ζωής του είναι πιο χαρούμενη και η Imogen Grundon, αρχαιολόγος που έχει εργαστεί στην Κρήτη, την αφηγείται έπειτα από έρευνα πολλών χρόνων στα ημερολόγια που κρατούσε ο ίδιος, στα βρετανικά αρχεία και στην αλληλογραφία του με τον πατέρα του και αργότερα με τη γυναίκα του. Ηταν η εποχή που οι άνθρωποι έγραφαν γράμματα και κρατούσαν ημερολόγια, προτού εισβάλει στη ζωή μας το τηλέφωνο. Ετσι μέσα από αυτή τη βιογραφία, που είναι πλούσια σε περιγραφές, αποδίδεται εντυπωσιακά η ατμόσφαιρα της Ελλάδας του Μεσοπολέμου και αναδύεται η προσωπικότητα ενός ρομαντικού και παράτολμου νέου αρχαιολόγου που ήταν βαθύς γνώστης του αρχαίου κόσμου και είχε ένα μυαλό ανοικτό που ρουφούσε και επεξεργαζόταν με μοναδικό τρόπο καθετί καινούργιο γύρω του και… λόγω επαγγέλματος και καθετί παλιό· ενός άντρα που είχε τη χαρά της ζωής.


Κάπως έτσι τον θυμάται ακόμη ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο οποίος σημειώνει στον Πρόλογο του βιβλίου πως τον γνώρισε λίγο πριν από τη Μάχη της Κρήτης σε μια σπηλιά έξω από το Ηράκλειο, όπου ήταν το στρατηγείο των συμμαχικών δυνάμεων. Θυμάται έναν ψηλό άντρα που έσκυβε για να κατεβεί στη σπηλιά ακολουθούμενος από έναν κρητικό καπετάνιο ζωσμένο φισεκλίκια. Είχε τη φήμη πως ήξερε την Κρήτη και τους Κρητικούς και είχε μιαν απίστευτη αντοχή να σκαρφαλώνει στα πιο απόκρημνα βουνά και να πίνει το κρητικό κρασί χωρίς να σηκώνεται τρίχα της κεφαλής του προτού ξεκινήσει για την επόμενη βουνοκορφή. Ηταν ένα απίστευτο μείγμα ανθρώπου των γραμμάτων και της δράσης και η παρουσία του γέμιζε με κέφι και αισιοδοξία όσους ήταν στη σπηλιά.


Από την εποχή που σπούδαζε στο Κέιμπριτζ, όπου αρίστευσε κερδίζοντας ταυτόχρονα και τη διάκριση «Blue» για τις αθλητικές του επιδόσεις, ο Πέντλμπερι ονειρευόταν να εργαστεί στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο και να μελετήσει τις σχέσεις των δύο πολιτισμών στην Εποχή του Χαλκού. Ηταν μικρός όταν σε κάποιο από τα άγρια αγορίστικα παιχνίδια είχε χάσει το ένα του μάτι, που αντικαταστάθηκε από ένα γυάλινο, το οποίο ωστόσο δεν τον εμπόδισε σε τίποτα. Είχε ένα δυνατό γέλιο και μια ακατάσχετη δίψα για γνώση. Επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1926 και ενάμιση χρόνο αργότερα επέστρεψε με υποτροφία στη Βρετανική Σχολή στην Αθήνα. Η περιπέτεια άρχισε.


Στην Αθήνα ο Alan Wace, ο τότε διευθυντής της Βρετανικής Σχολής, του ανέθεσε την κατάρτιση ενός καταλόγου με τα αιγυπτιακά ευρήματα στην Ελλάδα, πράγμα που θα βοηθούσε στη χρονολόγηση και των ελληνικών ευρημάτων. Το θέμα τού άρεσε καθώς ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να ταξιδέψει στη χώρα. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν ιδανική για περιηγήσεις. Ο τόπος ήταν γεμάτος ιστορία και αρχαία, οι άνθρωποι ήταν ανοιχτοί και, παρ’ όλο που οι συγκοινωνίες ήταν υποτυπώδεις, ο ψηλός αθλητικός Αγγλος και η παρέα των αρχαιολόγων που έφθαναν κατάκοποι έπειτα από πολλών ωρών οδοιπορία στα μοναστήρια και στα καπηλειά των ορεινών χωριών, ήταν καλοδεχούμενοι.


Κάθε πέτρα και κάθε μονοπάτι


Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η Βρετανική Σχολή τού ανέθεσε τη διεύθυνση των ανασκαφών της Κνωσού. Ο Πέντλμπερι βρέθηκε στο στοιχείο του. Δουλειά την ημέρα στην ανασκαφή και τα βράδια ατέλειωτες κουβέντες με τους Κρητικούς. Η αρχοντιά και οι διηγήσεις των παλιών καπεταναίων συνεπήραν τον νεαρό Αγγλο και μια στενή φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Με κάθε ευκαιρία ο Πέντλμπερι έφευγε σε αναζήτηση αρχαίων θέσεων στο νησί, πράγμα που σήμαινε πολύωρη πεζοπορία στα βουνά της Κρήτης και νέες φιλίες σε κάθε σταθμό. Μετά ήρθε ο πόλεμος και την άνοιξη του ’40 το Λονδίνο ετοιμαζόταν για την περίπτωση που οι δυνάμεις του Αξονα κατελάμβαναν την Ελλάδα. Οι Βρετανοί που ήξεραν τον τόπο και τη γλώσσα ήταν πολύτιμοι. Από τους πρώτους ήταν δύο αρχαιολόγοι: ο Πέντλμπερι και ο Νίκολας Χάμοντ, ο οποίος είχε εργαστεί σε ανασκαφές στη Μακεδονία και στην Ηπειρο. Και οι δύο ήξεραν την κάθε πέτρα και το κάθε μονοπάτι στην περιοχή τους. Η αποστολή ήταν μυστική και μετά τον πόλεμο ο Χάμοντ θυμόταν πως ακόμη και όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο στην Αγγλία, για λόγους ασφαλείας, ο Πέντλμπερι μιλούσε κρητικά και ο Χάμοντ με τη βαριά ηπειρώτικη προφορά. Πίσω στην Κρήτη ο Πέντλμπερι δεν δυσκολεύτηκε να οργανώσει τους άντρες καθώς οι Κρητικοί ήταν έτοιμοι να πάρουν το τουφέκι. Ανάμεσά τους ήταν και παλιοί έμπειροι καπεταναίοι, όπως ο Αντώνης Γρηγοράκης, γνωστός ως Καπετάν Σατανάς, ανεκτίμητος για το θάρρος του και πιστός συνεργάτης του.


Μετά τον πόλεμο εκδόθηκε το βιβλίο του The Archaeology of Crete, ενώ ο μύθος του έμεινε ζωντανός στην Κρήτη για πολλά χρόνια ακόμη. Σήμερα, πάνω από 65 χρόνια από τον θάνατό του, η Imogen Grundon αφηγείται μιαν ιστορία άλλων εποχών και ενός αρχαιολόγου παράτολμου, κυνηγού της περιπέτειας που λέγεται ζωή.