Ουδέποτε η ιστορική επιστήμη υπήρξε αθώα, ανεξάρτητη δηλαδή από επίκαιρα κίνητρα και ενδιαφέροντα. Αντίθετα μάλιστα: συνιστούσε πάντοτε μια εισβολή του σήμερα στο χθες, ίσως όχι πάντοτε στις επί μέρους έρευνες και στα πορίσματά της, αλλά σίγουρα στις υποσυνείδητες επιλογές και στις αναδρομικές προβολές της. Στη Γερμανία του 19ου αιώνα, για παράδειγμα, την εποχή όπου θεμελιώνονταν με πάθος οι αρχαιογνωστικές επιστήμες με άρρητο αλλά πασίδηλο στόχο την ανεύρεση ένδοξων προγόνων του ανερχόμενου τότε γερμανικού έθνους, η ιστορική έρευνα της αρχαίας Ελλάδας προσδιορίστηκε και από τα πολιτικά καθέκαστα της εποχής. Ο Γιόχαν Γκούσταβ Ντρόιζεν ανακάλυψε τον Μέγα Αλέξανδρο ως πρότυπο για τον αυτοκράτορα της Πρωσίας, που καλούνταν την εποχή εκείνη να ενώσει τα γερμανικά φύλα, όπως ο αρχαίος Μακεδόνας τα ελληνικά. Ηταν επόμενο στη συγκεκριμένη συγκυρία οι γερμανοί ιστορικοί να μην έλκονται ιδιαίτερα από μια άλλη μεγάλη μορφή της ελληνικής αρχαιότητας, τον Περικλή. Ο θεμελιωτής της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν έθελγε τις γερμανικές χώρες με τις αυστηρές ιεραρχίες τους, τον μιλιταρισμό και την αποστροφή προς υπερβολικές λαϊκές εξουσίες. Γι’ αυτό και ο Περικλής παρέμεινε κατ’ αρχήν αντικείμενο μελέτης των βρετανών και γάλλων ιστορικών, που είχαν και διαφορετικές δημοκρατικές παραδόσεις να υπερασπίσουν με τη σάλπιγγα της Κλειούς.


Είχαν δυσκολίες


Οι γερμανοί ιστορικοί είχαν δυσκολίες με τον Περικλή. Ο Μπάρτολντ Γκέοργκ Νίμπουρ, θεμελιωτής της ιστορικής μελέτης της αρχαίας Ρώμης, υπενθύμιζε στους πολλούς φοιτητές του που συγκινούνταν από τα δημοκρατικά ιδεώδη να μην παίρνουν και πολύν αέρα, αφού η λεγόμενη «χρυσή εποχή του Περικλέους» ήταν εφεύρημα των νεότερων χρόνων και όχι επιβράβευση των ίδιων των αρχαίων για τις αθηναϊκές επιδόσεις στη δημοκρατία. Ο Ερνστ Κούρτιους, στυλοβάτης της ιστορικής μελέτης της αρχαίας Ελλάδας, τιμούσε στα βιβλία του τον Περικλή χωρίς να υπεισέρχεται σε πολλές λεπτομέρειες, αλλά τονίζοντας πάντα για να μην ταράσσονται τα φιλομοναρχικά ώτα τη ρήση του Θουκυδίδη ότι η Αθήνα του Περικλή ήταν κατ’ όνομα δημοκρατία και στην πραγματικότητα ενός ανδρός αρχή. Εντελώς σταράτα μιλούσε για τον Περικλή ο δεινός για την εποχή του ιστορικός Καρλ Γιούλιους Μπέλοχ, ούτως ή άλλως αμφισβητίας των πηγών και θιασώτης μιας υποκειμενικής ανασύνθεσης της ιστορίας. Θεωρούσε τον Περικλή εγωπαθή δημαγωγό, που είχε υποκινήσει τον ελληνικό εμφύλιο και διασπαθίσει τις ευκαιρίες για εθνική ενότητα που είχαν παρουσιαστεί μετά τους περσικούς πολέμους. Ηταν σαφές ότι ο αθηναίος πολιτικός φαινόταν με τις διόπτρες του 19ου αιώνα σαν εμπόδιο στη γερμανική ενοποίηση…


Η πίκα των λογιοτάτων


Η πίκα των γερμανών λογιοτάτων για τον Περικλή και τη δημοκρατική Αθήνα ακούγεται σήμερα κάπως αφελής, στην πραγματικότητα όμως προσδιόρισε και χρωμάτισε και την εικόνα που μετέδιδε το γερμανικό σχολείο για μία από τις ομολογουμένως κοσμογονικές περιόδους της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η στάση αυτή συμποσούται στο εξής: ο σύντομος επιβεβλημένος έπαινος για τον Περικλή και στα γρήγορα αλλαγή σελίδας για να περάσει ο μαθητής σε πιο συναρπαστικές και κυρίως χρήσιμες προσωπικότητες. Ο 20ός αιώνας μάλιστα είχε και χειρότερα. Ο εξαίρετος κατά τα άλλα, αλλά προσβεβλημένος από τον ιό του εθνικοσοσιαλισμού, ιστορικός Χέλμουτ Μπέρβε στην πρυτανική ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας το 1940 εξυμνούσε με τρέμουλο στα χείλη «τη θηριώδη ισχύ των Αθηνών και τη σκληρά θέληση του ηγέτη των, διά της οποίας ανηγέρθησαν τα θαυμαστά κτίσματα του Παρθενώνος και των Προπυλαίων». Είναι προφανές ότι για τον Μπέρβε πίσω από τη μορφή του Περικλή διαφαίνεται κιόλας ο Χίτλερ, πίσω από μια απάνθρωπη, αλλά αισθητικά υποδειγματική κλασική Αθήνα ήδη η ναζιστική Γερμανία. Οι δειλές προσπάθειες ορισμένων ιστορικών να προσγειώσουν μετά τον πόλεμο την πρόσληψη του Περικλή στη Γερμανία και να την εναρμονίσουν με τις ψύχραιμες προσεγγίσεις της αγγλικής βιβλιογραφίας δεν εδραιώθηκαν πραγματικά, δεν δημιούργησαν ένα νέο ρεύμα.


Αξιοποίηση πηγών


Από αυτή την άποψη η βιογραφία του Περικλή που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μπεκ συνιστά τομή για τον γερμανόφωνο χώρο. Φέρει την υπογραφή του ομότιμου καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης Γκούσταβ Αντολφ Λέμαν, που έχει γράψει ήδη και μια σημαντική βιογραφία του Δημοσθένη, και δείχνει να θέτει τέρμα στην έως σήμερα ειδική μεταχείριση του φακέλου Περικλής από τη γερμανική ιστορική επιστήμη. Οι αρετές της: πλήρης αξιοποίηση και συζήτηση των πηγών, μεταξύ αυτών και του νεότερου επιγραφικού υλικού που έχει βρεθεί, απροκατάληπτη προσέγγιση του ιστορικού αντικειμένου, γλαφυρή διήγηση. Ο Λέμαν πρωτίστως επανατοποθετεί τον Περικλή στην εποχή του και προσπαθεί να αποτιμήσει την προσωπικότητά του με τα δεδομένα της δικής του εποχής. Ενα δείγμα. Ενα από τα κυρίαρχα ερωτήματα της ιστορικής έρευνας είναι κατά πόσον η πολιτική του Περικλή οδήγησε νομοτελειακά στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η απάντηση του Λέμαν είναι εξαιρετικά διαφοροποιημένη: Ο Περικλής θεωρούσε στη συγκεκριμένη συγκυρία του 432-431 π.Χ. αναπόφευκτη τη σύγκρουση με τη Σπάρτη, αλλά η νίκη των Αθηναίων στην Πύλο το 425-424 π.Χ. δεν αξιοποιήθηκε από τους διαδόχους του που απέρριψαν τις ειρηνευτικές προτάσεις της Σπάρτης. Αντ’ αυτού ο Κλέων και οι συν αυτώ προτίμησαν τη συνέχιση της αντιπαράθεσης και έθεσαν δυναμίτιδα στις βάσεις της αθηναϊκής συμμαχίας αυξάνοντας τους φόρους. Ανεκμετάλλευτες από τους διαδόχους παρέμειναν και οι ευνοϊκές προϋποθέσεις που δημιούργησε η Νικίειος ειρήνη του 421, όταν στη συνέχεια το αίτημα της Σπάρτης για συμμαχία με την Αθήνα δεν εισακούστηκε. Τα υπόλοιπα ανέλαβε ο φρικτός Αλκιβιάδης. Στο τέλος ήρθε η καταστροφή του στόλου στον Ελλήσποντο το 405 και η κατάλυση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Η πολιτική του Περικλή επιδίωκε την εδραίωση της ναυτικής δύναμης της Αθήνας και όχι κατ’ ανάγκη τη συντριβή της πελοποννησιακής συμμαχίας, μια εμμονή κυρίως της πολιτικής των διαδόχων του.


Τα περικαλλή μνημεία, με τα οποία κόσμησε ο Περικλής την Αθήνα, δεν εκτιμώνται από τον Λέμαν μόνο αυτά καθεαυτά για την καλλιτεχνική τους αξία, αλλά σε συνάρτηση με το ότι το πλειοψηφικό σύστημα της δημοκρατικής Αθήνας δεν εγγυόταν από μόνο του την απόφαση για την κατασκευή και την περάτωσή τους. Η κοσμογονική σημασία της κοινωνικής αλληλεγγύης στην Αθήνα του Περικλή αποδεικνύεται περίτρανα τον 4ο αιώνα, μετά δηλαδή την κατάλυση και αποκατάσταση της δημοκρατίας, τότε που οι λειτουργίες και τα θεωρικά επεκτάθηκαν και ας μην υπήρχε πλέον το ταμείο της ναυτικής συμμαχίας για τη χρηματοδότησή τους. Αλλά και η «γραφή παρανόμων», άλλη μια καινοτομία της εποχής του Περικλή, επεκτάθηκε τον 4ο αιώνα όχι ως μέτρο αντίστασης του ατόμου στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, αλλά ως μοχλός υπεράσπισης της έννομης τάξης από τις αυθαιρεσίες. Ισως έπειτα από εκατό, εκατόν πενήντα χρόνια η μέθοδος αυτή της αποτίμησης ιστορικών προσωπικοτήτων με τα μέτρα της δικής τους εποχής να γίνει αντικείμενο κριτικής νέων μελετητών και η δική μας εποχή να θεωρηθεί απ’ αυτούς ελάχιστα φιλόδοξη και παγερή απέναντι στο ιστορικό υλικό. Αλλά ως τότε η βιογραφία του Περικλή από τον Λέμαν θα είναι κέρδος για τον αναγνώστη.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.