Τα τρομερά παιδιά της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας τώρα που πλησιάζουν τα πενήντα επιστρέφουν στην Ελλάδα. Ανασταίνουν τους ποιητές της με τους δικούς τους όρους, αναμοχλεύουν τους μύθους της. Ο Ραούλ Σροτ, ένας πλάνητας της λογοτεχνίας που ζει σε αναχωρητήριο μόνος κάπου στην Ιρλανδία, επαναδιαπραγματεύεται τη μορφή του Ομήρου και στο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε μας τον παρουσιάζει σαν ευνούχο έλληνα γραφέα στην ασσυριακή διοίκηση της κατεχόμενης Κιλικίας τον 7ο αιώνα π.Χ. Και ο Μίχαελ Ρος σκανάρει τον μύθο της Φαίδρας και του Ιππόλυτου σε μια αποπνικτική πολίχνη της γερμανικής επαρχίας στο νέο του μυθιστόρημα, που φέρει ως τίτλο τον στίχο του Ελύτη «Δεν ξέρω πια τη νύχτα». Και ο Ρος ήταν μέχρι σήμερα ένας πλάνητας, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μόνιμο θέμα της λογοτεχνίας του είναι η συναναστροφή με το ανοίκειο και ξένο. Εζησε στην Υεμένη και έγραψε από την έρημο το πιο πολυσυζητημένο βιβλίο του, το 1996, «Ρουμπ αλ Χάλι. Αδεια γειτονιά», γύρισε την Αλγερία και έγραψε το 2006 τη γοητευτική περιπέτεια «Ο δρόμος για το Τιμιμούν», επιστροφή ενός νέου με τη συνοδεία του επιστήθιου φίλου του στη γενέτειρά του, στην παιδική ηλικία, σε ένα παλιό δράμα της αραβικής οικογένειας. Τώρα έφθασε η ώρα για την επιστροφή του ίδιου του συγγραφέα στο σημείο εκκίνησης.


Από το γυμναστήριο στο μπαρ


Ο Στέφανος, ελληνόπουλο τρίτης γενιάς σε κάποια μικρή γερμανική πόλη κοντά στα ολλανδικά σύνορα, περνά την εφηβεία του ανάμεσα στο γυμναστήριο του Τίμωνα τα πρωινά και σε ένα κέντρο, όπου δουλεύει ως μπάρμαν, τις νύχτες. Το σπίτι, μισερό. Οχι μόνο επειδή η μητέρα του Αντιόπη έχει πεθάνει. Επειδή δεν υπάρχει επικοινωνία. Ο πατέρας του Χρήστος είναι έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, η μητριά του, η Γερμανίδα Αννα έχει μία μπουτίκ. Παραπαίει στη δίνη της κατάθλιψής της και μισεί το σώμα της που γερνάει μέρα με τη μέρα. Ο αδερφός της Ντέρεκ είναι από αυτούς που φορούν χρυσές αλυσιδίτσες και κινείται ανάμεσα σε νόμιμες και παράνομες δραστηριότητες. Το φόντο για την εξέλιξη του μύθου είναι στημένο. Η ασφυκτική ζωή της επαρχίας, η μοναξιά των πρωταγωνιστών, η έλλειψη προοπτικής, η στενότητα. Η Αννα ποθεί τον Στέφανο, η Αννα αγγίζει τον Στέφανο, ο Στέφανος τη σπρώχνει αηδιασμένος, η Αννα αυτοκτονεί με ένα ψαλίδι.


«Επέστρεψα στο παρελθόν μου»


Εχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που ο Μίχαελ Ρος γνώρισε τον μύθο της Φαίδρας και του Ιππόλυτου. Ηταν στο Βερολίνο, όταν τον έτρωγε η δική του σχέση με τον πατέρα του, έγραφε τη διδακτορική διατριβή του για τη θυσία του Αβραάμ και δούλευε βοηθός στο θέατρο του Πέτερ Στάιν Schaubϋhne, όταν ο περίφημος σκηνοθέτης ανέβαζε τη Φαίδρα του Ρακίνα. «Εν αρχή ην ο μύθος της Φαίδρας που με ερέθισε» μας είπε ο συγγραφέας. «Και η αρχική μου ιδέα ήταν η υπόθεση του δικού μου πια μυθιστορήματος να εκτυλίσσεται στην Ελλάδα. Οσο όμως συνειδητοποιούσα τι με ενδιέφερε πραγματικά τόσο επέστρεφα στο δικό μου παρελθόν. Τελικά αποφάσισα η ιστορία να παιχτεί στη γενέτειρά μου, το μικρό Μπόχολτ κοντά στα ολλανδικά σύνορα, και να σχετίζεται με τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια. Θυμήθηκα μάλιστα ότι είχα μια στενή φίλη στο γυμνάσιο, παιδί δεύτερης γενιάς ελλήνων μεταναστών, οπότε ξεκαθάρισε μέσα μου και η καταγωγή του φιλελληνισμού μου. Δεν χρειαζόταν να πάω στην Ελλάδα, αρκούσε να επιστρέψω στο ίδιο μου το παρελθόν».


Μια ιστορία άνδρωσης


Το μυθιστόρημα του Ρος είναι η ιστορία μιας άνδρωσης, η επώδυνη αποκοπή του ομφάλιου λώρου. Τα εξωτερικά και εσωτερικά σκηνικά του έργου είναι ένας μόνιμα μουντός ουρανός, ένας κόμπος στον λαιμό, λασπόνερα στους δρόμους, απόνερα στις καρδιές, γκρίζα κτίρια, μαραγκιασμένες ψυχές. Και όμως κάθε τόσο ένας ιριδισμός, μια περαστική εικόνα, μια φρέσκια ανάσα δηλώνουν τη θέληση για χειραφέτηση, τη θέληση για ζωή. Μια τέτοια ευφρόσυνη ανάσα είναι και το επεισόδιο της τυχαίας συνάντησης του Στέφανου με μια παρέα παιδιών που καπνίζουν και πίνουν στην όχθη του ποταμού. Ο Στέφανος δεν έχει να πει πολλά σε αυτούς τους άγνωστους κουρσάρους που έχουν κυριεύσει το αγαπημένο του ορμητήριο. Τους διαβάζει λοιπόν στίχους του Ελύτη: «Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου…». «Αυτό είναι το κλειδί» λέει ο συγγραφέας «γιατί οι ποιητές είναι οι ευγενέστεροι εκπρόσωποι μιας κουλτούρας και ταυτόχρονα σαν ξένα σώματα μέσα στους κόλπους της. Γι’ αυτό και μπορούν να παίξουν τον ρόλο της γέφυρας προς τη χειραφέτηση, προσφέρουν σε ένα νέο τη δυνατότητα να διατηρεί την υπερηφάνεια για την ιδιαιτερότητα της παράδοσής του, αλλά ταυτόχρονα να μην ταυτίζεται με όλους τους ανασταλτικούς παράγοντες για την εξέλιξή του. Εχω και Σεφέρη και Καβάφη στη βιβλιοθήκη μου σε δίγλωσσες εκδόσεις, αλλά ο Ελύτης είναι ο πιο αισθησιακός και άρα ο πιο κοντινός στην ηλικία των 17, 18 χρονών, όταν το σώμα αφυπνίζεται».


Στα παιδιά της όχθης αρέσουν αυτοί οι στίχοι του Ελύτη, η μουσική τους τα συναρπάζει. Και αυτή τη νύχτα ο Στέφανος θα κοιμηθεί αγκαλιά με το κορίτσι που το λένε Γκολντμαρί και το αγόρι που το λένε Τριστάνο. Κολλημένους και τους τρεις θα τους βρει η αυγή. Ετσι το μυθιστόρημα του Ρος εξελίσσεται μεταξύ άλλων και σε μια ύστερη υπεράσπιση του Ιππόλυτου. «Με επηρέασε έντονα ο αρχαίος μύθος, αλλά και η ερμηνεία του Ρακίνα, όπου υπάρχουν διαρκώς υπαινιγμοί ότι ο καημένος ο Ιππόλυτος είναι ομοφυλόφιλος, επειδή αντιστέκεται στην πολιορκία της Φαίδρας. Σαν η αποστροφή του να μην εξηγείται επαρκώς από το ότι επρόκειτο για τη μητέρα του. Δεν ήθελα να διαγράψω έτσι τη μορφή του Στέφανου. Αρνείται την αιμομιξία, αλλά έχει και ενδιαφέρον για συνομήλικους συντρόφους του και αρκετή σεξουαλική περιέργεια». Το βιβλίο τελειώνει με τον Στέφανο να λέει απλά: «Θέλω…».


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Deutsche Welle.