Κάποιες φορές η πολιτική υποκρισία είναι τόσο καταφανής ώστε οι αντιδράσεις απέναντί της μοιάζουν αυθόρμητες. Ορισμένοι σύγχρονοι αμερικανοί ιεροκήρυκες – σίγουρα όχι όλοι – προκαλούν αυτό το έκδηλο συναίσθημα όταν οι πολιτικές τους ιερεμιάδες γίνονται απροκάλυπτες και τα ηθικά τους κηρύγματα ανακόλουθα. Αλλά η σημασία της υποκρισίας στην πολιτική βρίσκεται κυρίως στις περισσότερο εκλεπτυσμένες εκφάνσεις της. Με αφοπλιστική ευθύτητα ο συγγραφέας του προκλητικού δοκιμίου εξηγεί ότι το ζήτημα της πολιτικής υποκρισίας δεν ταυτίζεται με εκείνο του πολιτικού ψεύδους. Παρ’ ότι όλες οι εκφάνσεις της υποκρισίας εμπεριέχουν λίγα ή πολλά στοιχεία αναλήθειας δεν είναι όλα τα ψέματα υποκριτικά. Η υποκρισία προϋποθέτει μια πράξη με τη θεατρική έννοια, εφόσον το κύριο ζητούμενο εν προκειμένω δεν είναι τόσο η σχέση με την αλήθεια όσο η επιτυχής παρουσίαση μιας μερικής ή απόλυτης αναλήθειας.


Το βιβλίο κινείται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι αυτό της πολιτικής θεωρίας, ακολουθώντας μια μακρά παράδοση πολιτικής σκέψης, για την οποία κάθε σοβαρή διαπραγμάτευση ενός προβλήματος δεν μπορεί παρά να ανατρέχει και στους θεωρητικούς εκείνους που εξέτασαν πτυχές του. Θα ανέμενε κανείς, ίσως, να περιλαμβάνονται άλλα ονόματα στους θεωρητικούς στους οποίους ο συγγραφέας αναζητεί έμπνευση και στήριξη. Ενα δοκίμιο για την πολιτική υποκρισία θα μπορούσε να στραφεί κατ’ αρχήν στους «συνήθεις υπόπτους», όσους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο φρόντισαν να «πέσουν οι μάσκες» και να αποκαλυφθεί η θεωρούμενη από αυτούς ως πραγματική διάσταση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Από τον Machiavelli στο ένα άκρο μέχρι τον Nietzsche στο άλλο. Και όμως, εξηγεί ο Runciman, το ζητούμενο είναι να εξετάσουμε το πρόβλημα της υποκρισίας υποβοηθούμενοι από θεωρητικούς που, καθώς ήταν οι ίδιοι σχετικά ευθείς στις απόψεις και στις στοχεύσεις τους, αντιμετώπισαν με γνήσιο προβληματισμό τα ζητήματα της παραπλάνησης, της υπεκφυγής, της ανακολουθίας και – γενικότερα – την ανάδυση μιας πολιτικής ηθικής sui generis. Το βιβλίο εστιάζεται, έτσι, σε θεωρητικούς και συγγραφείς όπως οι Hobbes, Mandeville, Franklin, Jefferson, Bentham, Sidgwick και Orwell. Σε αντίθεση με κάποιες άλλες προσεγγίσεις της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας, όπως π.χ. την περισσότερο ανεκτική ματιά της Judith Shklar (Ordinary Vices, 1984), ο Runciman – καθηγητής ο ίδιος της πολιτικής θεωρίας στο Κέιμπριτζ – επιμένει ότι η πολιτική υποκρισία θέτει σοβαρά ζητήματα για τη λειτουργία μιας φιλελεύθερης πολιτείας.


Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το βιβλίο αντλεί παραδείγματα από τη σύγχρονη πολιτική ζωή. Αφορά τους πολιτικούς, τον πολιτικό λόγο και τις κατασκευασμένες εικόνες. Λεονταρισμοί και πυροτεχνήματα συχνά καλύπτουν μηδενική δράση. Εξίσου υποκριτική είναι η πολιτική συμβολή όσων πασχίζουν να παραμείνουν ανώδυνοι. Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού εκλέγονται για να καταθέσουν νέες προτάσεις και (κυρίως) για να λάβουν αποφάσεις. Οχι για να αποφύγουν κατά το δυνατόν κάθε επικίνδυνη ατραπό ώστε να κάνουν τη ζωή τους εύκολη μέχρι την επόμενη εκλογική αναβάπτιση. Ισως, τελικά, η πλέον ενδιαφέρουσα πτυχή του βιβλίου είναι η απόπειρα του συγγραφέα να κατασκευάσει μια τυπολογία της πολιτικής υποκρισίας, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την πολιτική γραμματεία, στην οποία εντρυφεί με οξυδέρκεια, όσο και τη σύγχρονη πολιτική ζωή.


Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι καθηγητής στην έδρα «Κωνσταντίνος Καραμανλής» της Fletcher School of Law and Diplomacy της Βοστώνης.