Ο χαρακτηρισμός «άγνωστη» για την ιστορία της αρχαίας πόλης του Ηρακλείου μπορεί ίσως να ακούγεται υπερβολικός για μια πόλη όπως το Ηράκλειο. Ωστόσο δεν απέχει και τόσο από την πραγματικότητα αν σκεφθεί κανείς πως στον 20ό αιώνα η μινωική αρχαιολογία μονοπώλησε το βάρος του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στην Κρήτη και απέσπασε τις περισσότερες συστηματικές ανασκαφές. Για τις περιόδους που ακολούθησαν οι πληροφορίες αντλούνται από ευρήματα σωστικών ανασκαφών σε διάφορα σημεία κατά το κτίσιμο της σύγχρονης πόλης του Ηρακλείου και από δωρεές ιδιωτών, χωρίς ωστόσο να αποδίδεται όλος ο χρονολογικός ορίζοντας της πόλης κατά την αρχαιότητα.


Επίνειο της Κνωσού


Ο τόμος «Ηράκλειο: Η άγνωστη ιστορία της αρχαίας πόλης» είναι αφιερωμένος στην αρχαιολογική έρευνα που έγινε σε ένα οικόπεδο 607 τ.μ. δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου για τη βόρεια επέκτασή του και τα ευρήματα που ήρθαν στο φως φανερώνουν τη συνέχεια της αστικής κατοίκησης σε ένα σημαντικό σημείο αυτής της πόλης που υπήρξε το επίνειο της Κνωσού κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η θέση πρέπει να είχε θαυμάσια θέα προς τη θάλασσα και στο επίπεδο της ρωμαϊκής περιόδου (1ος – 2ος αιώνας μ.Χ.) η έρευνα αποκάλυψε τα κατάλοιπα μιας μεγάλης ρωμαϊκής έπαυλης. Η κάτοψη της βίλας διατηρήθηκε αποσπασματικά, αλλά διασώθηκαν έξι ψηφιδωτά δάπεδα ίδιας τεχνοτροπίας με τα ψηφιδωτά της Βίλας του Διονύσου στην Κνωσό.


Η ανασκαφή έγινε υπό τη διεύθυνση της επιτίμου εφόρου Αρχαιοτήτων κυρίας Α. Ιωαννίδου-Καρέτσου το διάστημα 1993-1996 και το υλικό που αποκαλύφθηκε χρονολογείται από τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. ως τους οθωμανικούς χρόνους. Εκτός από τα ρωμαϊκά κατάλοιπα η ανασκαφή αποκάλυψε αλλεπάλληλα στρώματα κτισμάτων διαφόρων εποχών, μετάλλινα και οστέινα είδη καθημερινής χρήσεως, πολλά κεραμικά ντόπιας παραγωγής και άλλα εισηγμένα από Συρία, Μεσοποταμία, Βενετία κ.α., καθώς και μεγάλο αριθμό νομισμάτων όλων των εποχών. Η μελέτη των ψηφιδωτών έδειξε ότι είναι της ίδιας ποιότητας και τεχνοτροπίας με τα δάπεδα που είχαν βρεθεί έναν χρόνο νωρίτερα σε όμορο οικόπεδο με αυτό της προέκτασης του μουσείου και συμπεραίνεται ότι ανήκουν στην ίδια έπαυλη, που πρέπει να είχε εμβαδόν τουλάχιστον 1.000 τ.μ.


Αλλά και το οικόπεδο στο οποίο ανεγέρθηκε το μουσείο στα μέσα της δεκαετίας 1930 πρέπει να ήταν ένα σημαντικό σημείο της αρχαίας πόλης. Στην ίδια θέση είχε κτιστεί στις αρχές της Ενετοκρατίας η Μονή του Αγίου Φραγκίσκου που υπήρξε από τα πλουσιότερα λατινικά μοναστήρια της Κρήτης, με πολλά έργα τέχνης και ιερά κειμήλια. Στα μέσα του 17ου αιώνα οι χώροι του χρησιμοποιήθηκαν ως τζαμί και ιεροδιδασκαλείο, το οποίο όμως καταστράφηκε δύο αιώνες αργότερα από μεγάλο σεισμό.


Πλούσια εικονογράφηση


Ο τόμος είναι προδημοσίευση του επιστημονικού έργου που θα ακολουθήσει. Εχει πλούσια εικονογράφηση και αποτυπώσεις και απευθύνεται όχι μόνο στους ειδικούς αλλά και σε ένα αναγνωστικό κοινό με ενδιαφέροντα για τα ιστορικά και αρχαιολογικά θέματα του Ηρακλείου. Χωρίζεται σε πέντε μέρη: μια σύντομη αναδρομή στα παλαιά και νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα, στη μελέτη των ψηφιδωτών δαπέδων, στα συμπεράσματα που συνάγονται από τα αντικείμενα καθημερινής χρήσεως που βρέθηκαν, στην παρουσίαση των περίπου 230 νομισμάτων από τον 3ο αιώνα π.Χ. ως τον 19ο αιώνα μ.Χ. που μελέτησε η καθηγήτρια Β. Πέννα, ενώ ολοκληρώνεται με την ιστορία της Μονής του Αγίου Φραγκίσκου στην πέμπτη ενότητα. Στην έκδοση συμμετέχουν επίσης με εργασίες τους οι κυρίες Σ. Μαρκουλάκη της ΚΕ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κρήτης, Ν. Πούλου-Παπαδημητρίου, επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, και η νομισματολόγος Β. Πέννα, επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Ο τέως διευθυντής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής ακαδημαϊκός κ. Α. di Vita υπογράφει τον πρόλογο.