«Είναι βαρετό να αναμασάς τις δικές σου ιστορίες…»


Την επίσημη γνωριμία του με το ευρύ κοινό την έκανε με τους Τέσσερις τοίχους, το πρώτο του μυθιστόρημα το 2000 από τις εκδόσεις Το Ροδακιό. Το βιβλίο του χαρακτηρίστηκε ευχάριστη έκπληξη από βιβλιοκριτικούς και αναγνωστικό κοινό και ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης συνέχισε την καλή σχέση που ανέπτυξε εξ αρχής με τους αναγνώστες, συγγράφοντας και άλλα έργα: Ο φιλοξενούμενος (2004), η συλλογή διηγημάτων Φυσικές Ιστορίες (2006, με εικονογράφηση Ευφροσύνης Δοξιάδη) από τις εκδόσεις Το Ροδακιό και το θεατρικό αφήγημα Μεταμφίεση (2005) στη σειρά Μικρός Ιανός.


Ο αρχικός προορισμός του σερραίου συγγραφέα ήταν το θέατρο. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Βεάκη, εργάστηκε ως ηθοποιός για λίγα χρόνια για να ακολουθήσει μετά το γράψιμο. Ωστόσο η νέα απασχόληση κατάφερε να βρει τον τρόπο να συνδυαστεί δημιουργικά με την προηγούμενη. «Είναι σαν να πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές τέχνες. Αλλες δυσκολίες, άλλες απαιτήσεις. Ακόμη και ένα προσόν, μια ευκολία που μπορεί να έχει κάποιος συγγραφέας στο ένα είδος μπορεί να καταλήξει μειονέκτημα για το άλλο. Η παραστατικότητα της αφήγησης, ας πούμε, μπορεί να αποδειχθεί αντιθεατρική σε ένα κείμενο που προορίζεται για τη σκηνή. Γι’ αυτό και συνήθως λέγεται ότι ποτέ ένας καλός πεζογράφος δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικός στο θέατρο – φυσικά και το αντίστροφο. Νομίζω το έχει αποδείξει και η ιστορία αυτό. Τώρα, μιλώντας για μένα, είναι άλλη η χαρά όταν «κατασκευάζω» ένα κείμενο που ξέρω ότι θα διαβαστεί και άλλη όταν ξέρω ότι θα παρασταθεί. Η πεζογραφία κρύβει τη συνενοχή που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο μόνο: συγγραφέα και αναγνώστη. Από την άλλη, η θεατρική γραφή οδηγεί σε ένα συλλογικό γλέντι, τα χνότα συγγραφέα, ηθοποιών και θεατών μπλέκονται στο ίδιο χαρμάνι, η εμπειρία είναι ομαδική».


Η εμπειρία από τη σκηνή αποτυπώνεται στις σελίδες. Δημιουργικά και ευχάριστα, νοσταλγικά δίχως ίχνος μεμψιμοιρίας. «Πώς θα μπορούσα να ξεπλυθώ από το παρελθόν μου; Δεν σημαίνει βέβαια ότι μου αρέσει να αυτοβιογραφούμαι. Χρησιμοποιώ τα βιώματά μου ως εργαλείο, αλλά δεν τα καταγράφω. Είναι βαρετό να αναμασάς τις δικές σου, πονεμένες ή μη, ιστορίες…».


Μια ιστορία διαφορετική, όχι δική του, και σίγουρα όχι πονεμένη, έρχεται να γίνει παράσταση στο θέατρο Σφενδόνη. Το έργο του «La poupée», το οποίο ερμηνεύει η Αννα Κοκκίνου. Η ηρωίδα του είναι παράξενη και ας τιτλοφορείται κούκλα. «Α, η ηρωίδα μου είναι ένα υπέροχο πλάσμα! Μια τρομερά ζωντανή, αν και μοναχική γυναίκα που ακούει φωνές από αόρατα πρόσωπα και ράβει τα εκπληκτικότερα φορέματα για κούκλες. Είναι πονόψυχη μα την ίδια ώρα ικανή για έγκλημα. Τρυφερή, πονηρή, λαίμαργη, ιδεολόγος, διεστραμμένη. Και σπουδαία καλλιτέχνις επίσης, βασικό κι αυτό. Μ’ άλλα λόγια, αξιαγάπητη και αξιομίσητη. Και οπωσδήποτε σπάνια, μέσα στην παράξενη ευθραυστότητά της».


Το ερέθισμα για την έμπνευση του συγγραφέα είναι κάθε φορά διαφορετικό. Τι μπορεί να εξάψει τη φαντασία του; Σίγουρα κάτι απλό, κάτι καθημερινό. «Μια τυχαία σκέψη τις πιο πολλές φορές. Μια εικόνα, ένα τοπίο, μια φάτσα. Συνήθως είναι κάτι ασήμαντο, μπορεί και αφελές. Θέλω να πω, δεν πιστεύω στις «μεγαλεπήβολες» εμπνεύσεις. «Μεγαλεπήβολο» γίνεται ένα έργο από τον τρόπο που χτίζεται και όχι από τον εντυπωσιασμό της αρχικής σύλληψης». Για το συγκεκριμένο όμως έργο ειδικότερα, πηγή έμπνευσης στάθηκε η ίδια η Αννα Κοκκίνου. «Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προσπάθησα να δημιουργήσω ένα πρόσωπο που να μοιάζει στην Αννα Κοκκίνου. Απλώς την είχα στο νου μου διαρκώς όσο γραφόταν το κείμενο, με σκοπό να βγει ένα πλάσμα ζουμερό που θα της έκανε χαρά να υποδυθεί και θα της έδινε χώρο, ψυχικό χώρο, για να «ξαμοληθεί»».


Τελικά, τι κερδίζει από το γράψιμο; «Με βοηθάει να βρω την καλύτερη – πιστεύω – εκδοχή του εαυτού μου. Καθένας μας έχει ένα δυνατό σημείο και μακάρι να μπορεί να το εντοπίζει».