«Ο εκπληκτικός πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), ως φανταστική επινόηση, ξεπερνά οποιοδήποτε δημιούργημα του Μπόρχες». Τα παραπάνω λέγονται από τον Χάρολντ Μπλουμ στο βιβλίο του Ο Δυτικός Κανόνας. Δύσκολα θα έβρισκε κανείς παρόμοιο έπαινο για έναν συγγραφέα που όσο ζούσε εξέδωσε μόνο ένα βιβλίο με ποιήματα, το Μήνυμα.


Κατά την προσφιλή θεωρία του Μπλουμ περί προγόνων και απογόνων, ο Πεσσόα, όπως και ο Νερούδα, ανήκει σε αυτούς που διάβασαν βιωματικά, θα λέγαμε, τον γενάρχη της αμερικανικής ποίησης Γουόλτ Γουίτμαν και μας συνδέουν μαζί του. Τα θεωρητικά σχήματα του Μπλουμ παρουσιάζονται βεβαίως πολύ πιο περίπλοκα, όμως αυτή είναι η ουσία της ανάλυσής του, που φυσικά εξυπηρετεί πρωτίστως τις μπλούμειες θεωρίες. Ο Πεσσόα δεν έγραψε μόνο ποιήματα αλλά και εξαίσια πεζογραφήματα, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση κατέχει το ογκώδες Βιβλίο της ανησυχίας, που το έγραφε επί 22 χρόνια, από το 1913 ως το 1935, όταν πέθανε από κίρρωση του ήπατος.


Ενας μετα-Ρεμπό


Το Βιβλίο της ανησυχίας, μικρά αποσπάσματα από το οποίο είχε δημοσιεύσει σε περιοδικά όσο ζούσε ο συγγραφέας, είχε σκοπό να το εκδώσει με την υπογραφή Μπερνάρντο Σοάρες. Ηταν ένα από τα ετερώνυμα που χρησιμοποιούσε αυτή η μυστηριώδης μορφή της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο Πεσσόα πεθαίνοντας άφησε πίσω του ένα μπαούλο με ανέκδοτα χειρόγραφα γραμμένα από τους διάφορους ετερώνυμους που είχε δημιουργήσει: τον Αλβαρο ντε Κάμπος, τον Αλμπέρτο Καρέιρο, τον Ρικάρντο Ρέις – και πάει λέγοντας…


Η ετερωνυμία (καμία σχέση με την ψευδωνυμία), παραπέμποντας στα πολλά πρόσωπα του ίδιου ανθρώπου, ήταν σαν να έκανε πράξη την πασίγνωστη φράση του Ρεμπό «(το) εγώ είναι ένας άλλος», μολονότι η απάντηση-παραλλαγή του Πεσσόα με τα λόγια του Μπερνάρντο Σοάρες, όπως το επισημαίνει στον εμπεριστατωμένο πρόλογό της και η μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα, διαφοροποιεί τον Πορτογάλο από τον Γάλλο: «Ζω είναι ένας άλλος». Ο Πεσσόα λοιπόν είναι το γοητευτικό φάντασμα ενός μετα-Ρεμπό που δεν εγκαταλείπει ούτε την πόλη ούτε τη χώρα του.


Αναπόφευκτα, αυτό μας οδηγεί αλλού: στη διαπίστωση ότι η σχέση του Πεσσόα με τη λογοτεχνία της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι απείρως σημαντικότερη από την όποια σχέση του με τον Γουίτμαν όπου επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ο Χάρολντ Μπλουμ. Εξάλλου, αν σημειώσει κανείς τα ονόματα συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, από τον Ομηρο και τον Βιργίλιο ως τον Ουγκό, τον Ρουσό και τον Λεοπάρντι που απασχολούν τον Πεσσόα, τη σχέση αυτή εύλογα θα τη θεωρούσε αυτονόητη.


Το κρόνιο αίσθημα


Τι είναι όμως το Βιβλίο της ανησυχίας; Ημερολόγιο του ετερώνυμου Μπερνάρντο Σοάρες ή «μυθιστόρημα» του Πεσσόα γι’ αυτόν τον ασήμαντο βοηθό λογιστή που ψάχνει τον κόσμο και τον εαυτό του στη Λισαβόνα των αρχών του 20ού αιώνα; Και πώς να αποφασίσει ο αναγνώστης για το ποια εκδοχή είναι η σωστότερη όταν ο ίδιος ο Πεσσόα χαρακτηρίζει τον Σοάρες όχι ως ετερώνυμο αλλά ως «ημι-ετερώνυμό του;». Ενα είναι βέβαιο, ούτως ή άλλως: ότι κι εδώ έχουμε τον Πεσσόα, τον ποιητή που εν πολλοίς αυτοβιογραφούμενος εκφράζεται σε πρόζα μιλώντας για τα πάντα και σχολιάζοντας τα πάντα: τι λένε άλλοι συγγραφείς, τι βλέπει και πώς το βλέπει, τι είναι το ένα και το άλλο: «Αναζητώ – δεν βρίσκω. Θέλω και δεν μπορώ» γράφει (σελ. 294 του πρώτου τόμου).


Αν αυτό θυμίζει το «Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω» του Μπέκετ, αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: η αδυναμία και η μάχη εναντίον της με την επίγνωση ότι εξ ορισμού πρόκειται για χαμένη μάχη αποτελούν μείζον χαρακτηριστικό του μοντερνισμού, και αποκορύφωμά του είναι το έργο εν προόδω, όπως συμβαίνει με όλα τα κείμενα του Πεσσόα, του Τζόις, του Μπέκετ και τόσων άλλων. Ολοι τους έγραφαν σε διάφορες παραλλαγές ένα και μοναδικό έργο. Ολοκληρωμένο, ημιτελές, αποσπασματικό – δεν έχει σημασία. Οπως δεν έχει σημασία και το γεγονός ότι ορισμένοι νεότεροι θεωρητικοί δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν τον Πεσσόα καταχρηστικά – για να μην πει κανείς: πρωθύστερα – ως μεταμοντέρνο, ή μεταμοντερνιστή αν προτιμάτε, πράγμα που θυμίζει το σαρκαστικό σχόλιο του Ουμπέρτο Εκο: ότι με λίγη καλή θέληση θα μπορούσαμε και τον Ομηρο να τον χαρακτηρίσουμε μεταμοντέρνο.


Η λέξη «ανησυχία» του τίτλου σηματοδοτεί και το κλίμα που κυριαρχεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Δεν είναι το φροϋδικό Angst, δεν είναι η ανησυχία για το ενδεχόμενο, αυτό που επικρέμαται και μας απειλεί ή εκείνο που φοβόμαστε ότι θα συμβεί, αλλά το σύνολο της πραγματικότητας που βαραίνει τις μύχιες σκέψεις και τις εκφάνσεις του βίου. Είναι, ακόμη, η δυσθυμία, η μελαγχολία, δηλαδή το κρόνιο αίσθημα το οποίο συναντά κανείς την ίδια εποχή – και σε άλλο επίπεδο – στα δοκίμια του Μπένγιαμιν, όπως με οξύτητα το περιγράφει στο έξοχο δοκίμιό της Under the Sign of Saturn η Σούζαν Σόντακ, που περιέχει πάμπολλα στοιχεία του μποντλερικού spleen, δηλαδή το βάρος μιας αίσθησης τόσο συντριπτικής ώστε η επίδρασή της στον ψυχισμό να είναι τέτοια που να σου δίνει την εντύπωση ότι οι συνέπειές της δεν μπορεί παρά αργά ή γρήγορα να αποβούν μοιραίες.


Ο «οίστρος του θανάτου»


Οι τρεις παρακάτω φράσεις είναι απολύτως μποντλερικές: «Η ιδέα του ταξιδιού μού φέρνει ναυτία. / Εχω δει όλα όσα ποτέ μου δεν είχα δει. / Εχω ήδη δει όλα όσα δεν είδα ακόμα» (σελ. 174 του πρώτου τόμου). Και ξεκινώντας έτσι, ο Πεσσόα αρχίζει στη συνέχεια να μιλάει για το θέμα της πλήξης, επίσης με μποντλερικό τρόπο αλλά ενσωματώνοντας ταυτοχρόνως στοιχεία μιας κατατονικής ομολογίας της αποτυχίας, ομολογίας που εύκολα θα την υιοθετούσαν οι υπαρξιστές, όπως για παράδειγμα όταν γράφει: «Νιώθω για τη ζωή μια αόριστη ναυτία και η κίνησή μου την επιτείνει», ή «Η ζωή για μένα είναι μια υπνηλία που δεν φτάνει στον εγκέφαλο». Εχει κάποιος την εντύπωση ότι αυτά δεν τα λέει ο Μπερνάρντο Σοάρες (Πεσσόα) αλλά ο Ροκαντέν της σαρτρικής Ναυτίας. Ο ίδιος, πολλές σελίδες αργότερα, θα γράψει: «Με πονάει το κεφάλι μου και το Σύμπαν». Κι άλλοτε, μέσα σε μια σκοτεινή έξαρση, θα πει με το πάθος και την απελπισία του δύσθυμου, του επιζώντος, του κατατρεγμένου και του καταραμένου, θα απευθύνει τη σκοτεινή και ταραγμένη του επίκληση στον Λουδοβίκο Β´ της Βαυαρίας: «Δέσποτα Βασιλιά της Αποστασιοποίησης και της Παραίτησης, Αυτοκράτορα του Θανάτου και του Ναυαγίου, όνειρο ζωντανό που περιπλανιέται μεγαλοπρεπές, ανάμεσα στα ερείπια και τους δρόμους του κόσμου». Και λίγο πιο κάτω θα τον δει σε ένα αλλόκοσμο τοπίο θανάτου: «Πηγαίνει ο Βασιλιάς να δειπνήσει με τον Θάνατο, στο αρχαίο παλάτι του, στην όχθη της λίμνης, ανάμεσα στα βουνά, μακριά από τη ζωή, ξένος στον κόσμο». Τα παραπάνω είναι από το «κεφάλαιο» – αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει κεφάλαια τα τμήματα αυτού του βιβλίου – Πένθιμο εμβατήριο για τον βασιλιά Λουδοβίκο Β´ της Βαυαρίας, όπου βέβαια δεν πρόκειται για κανέναν Λουδοβίκο καμιάς Βαυαρίας, αλλά για την παράφορη και παραληρηματική σχεδόν έξαρση κάποιου που έχει καταληφθεί από τον κατά τον Εμπειρίκο «οίστρο του θανάτου».


Παραβιάζει κανείς ανοιχτές πόρτες λέγοντας ότι ο Πεσσόα ανήκει στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα που τον ανακαλύψαμε μισόν αιώνα σχεδόν μετά τον θάνατό του (υποψιάζεται όμως ότι ως έναν βαθμό αυτό ήταν και δική του επιθυμία). Τίποτε δεν χάνεται τελικά. Το Βιβλίο της ανησυχίας κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Πορτογαλία το 1982. Στο διάστημα των δέκα επόμενων χρόνων εκδόθηκε και στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ηταν καιρός να δει το φως της δημοσιότητας και στη χώρα μας, όπου το έργο του Πεσσόα αρχίζει να αποκτά ένα διόλου ευκαταφρόνητο – και φανατικό – κοινό. Και είναι ευτύχημα που μεταφράστηκε σε ωραία ελληνικά από τη Μαρία Παπαδήμα, η οποία συνοδεύει τη δίτομη έκδοση με έναν καλογραμμένο και κατατοπιστικό πρόλογο.