Τα αυτοβιογραφικά βιβλία τα οποία έχουν δημοσιεύσει πρώην πρέσβεις και υπουργοί Εξωτερικών, όπως οι Α. Βλάχος, Χ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς, Δ. Μπίτσιος και Β. Θεοδωρόπουλος, προσφέρουν μια ματιά στα άδυτα της λήψης αποφάσεων για την εξωτερική πολιτική. Το δίχως άλλο πρόκειται για μαρτυρίες αυτολογοκριμένες, οι οποίες ωστόσο αποτελούν ταυτόχρονα πηγές απόλαυσης και προβληματισμού. Για παράδειγμα, ο πρέσβης επί τιμή Στέφανος Σταθάτος, συγγραφέας του βιβλίου Σαράντα χρόνια στη διπλωματική αρένα, μάλλον κατέχει ένα ρεκόρ που είναι δύσκολο να καταρριφθεί. Ανακλήθηκε ραδιοφωνικά από τη θέση του δύο φορές και μάλιστα από κυβερνήσεις αντίθετης ιδεολογίας. Η πρώτη φορά ήταν το 1982, όταν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ανακοίνωσαν την ανάκλησή του από την πρώτη κυβέρνηση Α. Παπανδρέου από τη θέση που κατείχε ως πρεσβευτής της Ελλάδας στο Παρίσι. Δεν του είχε ανακοινωθεί τίποτε μέσω της υπηρεσιακής οδού. Εκείνος πάντως βεβαιώθηκε ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά όταν, όπως λέει στο βιβλίο του, τρίτοι πλαστογράφησαν και απέστειλαν σε προσωπικότητες της γαλλικής πρωτεύουσας προσκλήσεις στην αποχαιρετιστήρια δεξίωσή του την οποία ο ίδιος αγνοούσε! Η δεύτερη ανάκλησή του συνέβη το 1989, όταν τα μέσα ενημέρωσης ανακοίνωσαν την ανάκλησή του από την κυβέρνηση Τζ. Τζαννετάκη από τη θέση του πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο. Ο Σταθάτος δεν υπήρξε τυπικό θύμα διώξεων. Αποκαταστάθηκε σύντομα και η εμπειρία και οι ικανότητές του εκτιμήθηκαν αρκετά ώστε στη δεκαετία του 1980 να διατελέσει πολιτικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών και στη δεκαετία του 1990 να αναλάβει θέσεις ευθύνης σε διπλωματικές αποστολές.


Η τέχνη της μετακίνησης


Τα επεισόδια της καριέρας του, όπως παρουσιάζονται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, αναδεικνύουν το μοτίβο των σχέσεων μεταξύ της διπλωματικής υπηρεσίας και της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, ένα μοτίβο με δύο όψεις. Από τη μία μεριά είναι αρμοδιότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να διορίζει και να ανακαλεί διπλωμάτες, εφόσον έτσι κρίνει ότι εξυπηρετείται καλύτερα η εξωτερική πολιτική της, για την οποία, μεταξύ άλλων, κρίνεται στις εκλογές. Βέβαια ο «ραδιοφωνικός» τρόπος ανάκλησης είναι χαρακτηριστικός μιας εποχής κατά την οποία ο ριζοσπαστισμός κάποιων συμβολικών κινήσεων είχε πρυτανεύσει έναντι της συνέχειας της λειτουργίας του κράτους. Από την άλλη μεριά, η γνωστή και από άλλα υπουργεία αντίσταση ανωτέρων υπαλλήλων σε αποφάσεις για μετακίνησή τους έχει αναδειχθεί σε τέχνη στο υπουργείο Εξωτερικών. Ο τρόπος με τον οποίο τον χειμώνα του 1982-83 ο Σταθάτος απέφυγε την τοποθέτησή του στο Βουκουρέστι (όπου είχε μετατεθεί μετά την ανάκλησή του από το Παρίσι) είναι ενδεικτικός: ανοικτές αντιπαραθέσεις με τους πολιτικούς προϊσταμένους, προσφυγή σε παρακαμπτήριες οδούς με αιτήσεις προς αρμόδια όργανα, τυχαίες συναντήσεις σε δεξιώσεις. Ολα τα στοιχεία ενός «υπηρεσιακού θρίλερ» βρίσκονται στο βιβλίο. Τίποτε από αυτά δεν είναι καινοφανές. Και αν κάτι εντυπωσιάζει στη διήγηση είναι ο διαρκώς απρόβλεπτος χαρακτήρας των μεταβολών του υπηρεσιακού καθεστώτος, όχι βέβαια ειδικά του συγγραφέα αλλά γενικά των υπαλλήλων μιας από τις – κατά τεκμήριο – αποτελεσματικότερες δημόσιες υπηρεσίες. Η ειρωνεία του Σταθάτου σε αυτό το ζήτημα διακρίνεται και σε τίτλο υποκεφαλαίου του βιβλίου του που αναφέρεται στη δεκαετία του 1960: «Παρ’ ολίγον επιτετραμμένος στο Ναϊρόμπι, παρ’ ολίγον σύμβουλος στην πρεσβεία του Λονδίνου και τελικά σύμβουλος στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον».


Ευρωαμερικανικές σχέσεις


Εκτός από τις ενδοϋπηρεσιακές σχέσεις, άλλο, ίσως σημαντικότερο, μοτίβο του βιβλίου είναι η προσπάθεια για την υπεράσπιση των επίσημων ελληνικών θέσεων με πλήθος τρόπων: παρακίνηση της ελληνικής ομογένειας, επιστολές στον ξένο Τύπο, προβολή του αρχαίου ελληνικού και βυζαντινού πολιτισμού, προσωπικές παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής, μεταμεσονύκτιες συνεννοήσεις. Ολα αυτά απαιτούσαν λεπτομερή σχεδιασμό αλλά και γρήγορα ανακλαστικά. Εκ των υστέρων, και δεδομένων των αντιδράσεων που περιγράφει ο Σταθάτος, φαίνεται απίστευτο ότι η Ελλάδα πέτυχε να υπογράψει τη Συνθήκη Προσχώρησής της στην ΕΟΚ το 1979, μόλις πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, στην οικονομική κατάσταση που η χώρα βρισκόταν τότε και με οξυμμένες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.


Ενα τρίτο μοτίβο έχει αντιφατικό χαρακτήρα και συνίσταται αφενός στον ιδιαίτερα παραδοσιακό, σχεδόν δογματικό, τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τα εθνικά θέματα και αφετέρου στον πολύ μοντέρνο, σύνθετο τρόπο με τον οποίο ο ίδιος εξετάζει τις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Ως προς τα πρώτα ο συγγραφέας αναδεικνύεται άτεγκτος υπερασπιστής των εθνικών δικαίων ή – ανάλογα όπως το βλέπει κανείς – εκφραστής σκληρών απόψεων για την Τουρκία οι οποίες βρίσκονται μακριά από το «πνεύμα του Ελσίνκι». Ως προς τις ευρωαμερικανικές σχέσεις, στις οποίες αφιερώνει το τελευταίο μέρος του βιβλίου του, ο Σταθάτος, πεπεισμένος ευρωπαϊστής, προχωρεί σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση της επιθετικής αμερικανικής πολιτικής και της ελλειμματικής ευρωπαϊκής πολιτικής στη Μέση Ανατολή και στη Νότια Ασία. Αν τα ευτράπελα στιγμιότυπα των ανακλήσεων λίγο μετά την αρχή του βιβλίου προκαλούν το μειδίαμα του αναγνώστη, τα πολυσύνθετα ζητήματα στο τέλος του τον προβληματίζουν.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.