Στις 24 Απριλίου 1915, περί τα 235 σημαίνοντα μέλη της αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης συλλαμβάνονται με την κατηγορία ότι ενέχονται σε εξέγερση ομοεθνών τους στην πόλη Βαν της Ανατολίας. Ακολουθεί η σύλληψη άλλων 600. Στις 24 Μαΐου η οθωμανική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι στην Κωνσταντινούπολη έχουν ήδη συλληφθεί 2.345 Αρμένιοι. Σε πολλές από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας οι συλλήψεις είχαν αρχίσει ήδη από τις 19 Απριλίου και συνεχίστηκαν με συστηματικό τρόπο ως τις 19 Μαΐου. Κάποιοι πέθαναν από βασανιστήρια στη διάρκεια της κράτησής τους. Μεγάλο μέρος των συλληφθέντων εκτελέστηκε δημόσια για εκφοβισμό των Αρμενίων. Μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου 1915, ο αρμενικός πληθυσμός των ανατολικών επαρχιών υπέστη μαζικές εκτοπίσεις και δολοφονίες. Ακολούθησαν εκτοπίσεις από τη δυτική Ανατολία και τη Θράκη. Στις αρχές του 1917 το αρμενικό πρόβλημα είχε διά παντός «επιλυθεί». Απολογισμός: 800.000 – 1 εκατομμύριο νεκροί, κατά δηλώσεις του ίδιου του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Τώρα οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα πίεζαν πια την Τουρκία να δεχθεί την αυτονομία των Αρμενίων και να τους παραχωρήσει εδάφη. Αλλωστε, διεκήρυττε η τουρκική προπαγάνδα, τι άλλη τύχη θα μπορούσε να περιμένει τους προδότες Αρμενίους που είχαν ενωθεί με τον εχθρό, προετοίμαζαν επανάσταση και δολοφονίες κορυφαίων αξιωματούχων του κράτους και επρόκειτο να ανοίξουν με τη βία τα Στενά των Δαρδανελλίων, παραδίνοντας τη χώρα στους ξένους;


Πεθαίνοντας από το κρύο και την πείνα


Οπως αποκαλύπτει με αδιάσειστα στοιχεία ο τούρκος κοινωνιολόγος και ιστορικός Τανέρ Ακτσάμ, η απόφαση για τη γενοκτονία των Αρμενίων πάρθηκε στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια της οθωμανικής Τουρκίας και μεθοδεύτηκε από παρακρατικές οργανώσεις των Νεότουρκων που καθοδηγήθηκαν από τις αρχές και τον τακτικό στρατό για να φέρουν εις πέρας τη «βρώμικη δουλειά».


Τα περισσότερα πρωτογενή στοιχεία ο Ακτσάμ τα άντλησε από χιλιάδες επίσημα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια στα περίπου 63 έκτακτα στρατοδικεία και δικαστήρια τα οποία, με πρωτοβουλία των Συμμάχων, συνήλθαν στην Κωνσταντινούπολη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να δικάσουν τους υπευθύνους των γενοκτόνων σφαγών. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, είχαν προειδοποιήσει την Υψηλή Πύλη τον Μάιο του 1915, όταν οι αποτροπιαστικές ειδήσεις για το αιματοκύλισμα έκαναν τον γύρο του κόσμου, ότι θα θεωρήσουν προσωπικά υπεύθυνα όλα τα μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης για τις σφαγές τις οποίες χαρακτήρισαν «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».


Το παράδοξο είναι ότι και οι ίδιοι οι Τούρκοι παραδέχονταν τότε τις σφαγές, και μάλιστα ο Ατατούρκ είχε ζητήσει την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. Πολύ γρήγορα όμως το θέμα έγινε ένα από τα ταμπού της τουρκικής ιστοριογραφίας, καθώς ο Κεμάλ προσεταιρίστηκε σχεδόν όλους τους πρωτεργάτες της σφαγής και μαζί τους οικοδόμησε το ξεκαθαρισμένο πλέον από χριστιανούς κεμαλικό κράτος. Οι διωγμοί εναντίον του ελληνικού στοιχείου που προηγήθηκαν της γενοκτονίας των Αρμενίων, εντάσσονταν και αυτοί στον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό των τουρκικών αρχών, μετά την τραυματική για αυτούς ήττα στον Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913), να εκτουρκίσουν ό,τι απόμεινε από την οθωμανική αυτοκρατορία. Σε πρώτη φάση οι Ελληνες, όπως άλλωστε και οι Αρμένιοι, παρενοχλούνταν με διάφορους τρόπους και λόγω των πιέσεων που υφίσταντο υποχρεώνονταν να μεταναστεύσουν. Ενοπλες συμμορίες πραγματοποιούσαν επιδρομές σε ελληνικά χωριά, οι νεαροί Ελληνες συγκεντρώνονταν σε «σώματα εργασίας» στα οποία εξαναγκάζονταν να εργαστούν στην οδοποιία, σε δάση και σε οικοδομές, συχνά κάτω από απάνθρωπες συνθήκες – οι περισσότεροι πέθαναν από το κρύο, την πείνα και τις στερήσεις. Μόνο η αξία των ελληνικών περιουσιών, που δημεύτηκαν τότε από τους Τούρκους, υπολογίζεται στο αστρονομικό ποσό των 5 δισεκατομμυρίων γαλλικών φράγκων!


Ούτε ένας Αρμένιος δεν θα μείνει


Τον Ιούνιο του 1915 ένας από τους ιθύνοντες της γενοκτονίας των Αρμενίων, ο Ταλάτ Πασάς, είπε στο στέλεχος του γερμανικού προξενείου στο Χαλέπι Δρα Μόρντμαν, πως ήταν σαφές ότι «ο εκτοπισμός των Αρμενίων δεν εκτελείτο απλώς για στρατιωτικούς σκοπούς». Και ο γερμανός υποπρόξενος στο Ερζερούμ, Μαξ Ερβιν φον Ζόιμπνερ-Ρίχτερ, αποδίδει σε έναν υψηλόβαθμο τούρκο αξιωματούχο τον ισχυρισμό πως τα πράγματα έχουν έτσι μεθοδευτεί ώστε «μετά τον πόλεμο ούτε ένας Αρμένιος να μην έχει απομείνει στην Τουρκία». Οι ομάδες των ατάκτων που σε συνεργασία με τους τούρκους χωροφύλακες ανέλαβαν να εκτελέσουν τις σφαγές, συγκροτούνταν από νεαρούς εθνικιστές της νεοτουρκικής Επιτροπής Ενωση και Πρόοδος (ΕΕΠ), αποβράσματα από τις κατά τόπους φυλακές που αφήνονταν ελεύθεροι ειδικά για να συμμετάσχουν στο μακελειό και μετανάστες από την Ανατολία και τον Καύκασο. Στην περιοχή του Ερζερούμ, τη συγκρότηση των συμμοριών αυτών είχε αναλάβει ο Χιλμί, τοπικός γραμματέας του κόμματος των Νεότουρκων ΕΕΠ. Σε επιστολή του προς τον αρχηγό μιας κουρδικής φυλής, ο Χιλμί αναφέρει: «Εχει σχεδόν φτάσει η ώρα για το ζήτημα που συζητήσαμε στο Ερζιντζάν. Από εσένα θα χρειαστώ πενήντα νέους. Θα φροντίσω να έχουν εδώ κάθε άνεση. Βεβαιώσου απλώς ότι τα άτομα αυτά είναι σταθερά και αρκετά αποφασισμένα ώστε να θέλουν να πεθάνουν για την πατρίδα και το έθνος τους».


Τον Σεπτέμβριο του 1915, ιδιαίτερα κατά μήκος των οθωμανικών συνόρων στον Καύκασο, οι ένοπλες ομάδες άρχισαν να πραγματοποιούν επιθέσεις σε μεμονωμένα αρμενικά χωριά καθώς και εναντίον αρμένιων διανοουμένων, πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών. Με εντολές του Χασάν Ιζέτ Πασά οι καλύτεροι βαθμοφόροι και στρατιώτες του 9ου Σώματος Στρατού παραχωρήθηκαν στις συμμορίες του Μπαχετίν Σακίρ, που αν δεν έβρισκαν νέους στα χωριά, βίαζαν τις γυναίκες και τους έπαιρναν τα χρήματα και οτιδήποτε αντικείμενο αξίας κατείχαν. Ο Μπαχετίν δεν μασάει τα λόγια του σχετικά με την οικονομική παράμετρο των επιχειρήσεων: «Εως τώρα έχουμε αρπάξει περίπου 1.000 πρόβατα και 400 υποζύγια ως λάφυρα» λέει σε μια αναφορά προς τους ανωτέρους του. Ξένοι παρατηρητές, όπως ο γερμανός πάστορας και αυτόπτης μάρτυρας της γενοκτονίας Γιοχάνες Λέψιους, γράφουν ότι η κατάσταση στην επαρχία της Σεβάστειας πριν από τις γενικές εκτοπίσεις ήταν η ίδια όπως στην Τραπεζούντα και στο Ερζερούμ. Σε μια άλλη πηγή διαβάζουμε πως μια ομάδα από 300 αρμένιους γέροντες – ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί ανάπηροι και ανήλικα παιδάκια – στάλθηκε σε ταξίδι τριών εβδομάδων από το Μους ως το μέτωπο, στα σύνορα του Καυκάσου, κουβαλώντας πολεμοφόδια και τροφές. Καθώς οι περισσότεροι από αυτούς τους δύσμοιρους είχαν καταληστευθεί από όλα τα υπάρχοντά τους (και από τα ρούχα τους), πέθαναν μέσα σε λίγες ημέρες από τις κακουχίες. Οι ελάχιστοι – καμιά 30αριά – που κατάφεραν να γυρίσουν πίσω ξυλοκοπήθηκαν ανηλεώς μέχρι θανάτου.


Εσκαβαν τους ίδιους τους τούς τάφους


Και ο αμερικανός πρέσβης Χένρι Μόργκενταου μας δίνει δραματικά το ανατριχιαστικό modus operandi των τούρκων εκτελεστών: «Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, η διαδικασία ήταν η ίδια. Επαιρναν από διάφορα σημεία ομάδες των 50 ή των 100 ανδρών, που ήταν δεμένοι ανά τετράδες και τους οδηγούσαν σε ένα απομονωμένο σημείο, σε μικρή απόσταση από το χωριό. Ξαφνικά ακουγόταν ο ήχος από ντουφεκιές και οι τούρκοι στρατιώτες που τους είχαν συνοδεύσει επέστρεφαν κατηφείς στο στρατόπεδο. Οσοι στέλνονταν να θάψουν τα πτώματα, τα έβρισκαν σχεδόν πάντοτε τελείως γυμνά, διότι ως συνήθως οι Τούρκοι τούς είχαν κλέψει όλα τους τα ρούχα. Σε περιπτώσεις που υπέπεσαν στην αντίληψή μου, οι δολοφόνοι είχαν εκλεπτύνει το μαρτύριο των θυμάτων τους εξαναγκάζοντάς τα να ανοίξουν τους τάφους τους προτού τα πυροβολήσουν».