«Προτιμώ να μην έχω φόβους»




«Σαν ένα φιλί είναι. Ερχεται ο άλλος, ο μεγάλος, σου δίνει ένα φιλάκι στο μάγουλο και σου λέει «μπράβο για σήμερα». Αλλά για αύριο σου την έχει στημένη» είχε δηλώσει ο Χρήστος Λούλης, σε ηλικία 24 ετών, όταν του απένειμαν το βραβείο Χορν. Μια δήλωση που φανέρωνε ίσως αμυντική και φιλύποπτη στάση απέναντι στους άλλους. «Τότε με θεωρούσα πολύ σημαντικό άνθρωπο και οι πολύ σημαντικοί άνθρωποι δεν κάνουν φίλους με όποιον κι όποιον» λέει σήμερα αυτοσαρκαζόμενος ο σχεδόν 32χρονος ηθοποιός. «Συνειδητοποίησα ότι, όταν ανοίγεσαι, ο άλλος σού ανοίγεται ακόμη περισσότερο. Οχι, είμαι καλόπιστος άνθρωπος. Και εννοούσα τότε ότι το βραβείο δεν θα μπορούσε να με κάνει να σταματήσω να προσπαθώ».


Οπερ εγένετο. Και εφέτος είναι, όπως πάντα, πλήρως απασχολημένος. Μόλις τελείωσαν τα γυρίσματα της ταινίας «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» του Τώνη Λυκουρέση, βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, όπου υποδύεται τον Γιώργη Οφιομάχο, γιο μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας στην Κέρκυρα των αρχών του 20ούαιώνα. Ερωτεύεται μια νεαρή γυναίκα που πρόκειται να χηρέψει και να κληρονομήσει μεγάλη περιουσία. Αν ωστόσο ο Γιώργης την παντρευτεί, θα σπιλώσει την τιμή της οικογένειάς του: όλοι θα πουν ότι ο ξεπεσμένος αριστοκράτης έγινε προικοθήρας… Συγκρούσεις και ηθικά διλήμματα. Στην αληθινή ζωή όμως ο Λούλης δρα αλλιώς: «Μ’ ενδιαφέρει τι θα πουν οι άλλοι μόνο όταν μπαίνω σε πειρασμό να κάνω κάτι το οποίο ούτε εγώ θεωρώ τίμιο. Οταν στον αντίποδα στέκεται ο έρωτας, δεν με ενδιαφέρει τίποτε».


Στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ θα τον παρακολουθήσουμε σε δύο παραστάσεις. Στον «Φιλοκτήτη» του Χ. Μίλερ (έργο που μεταφράζεται τώρα για πρώτη φορά στα ελληνικά) υποδύεται τον νεαρό Νεοπτόλεμο, πλάι στον Λευτέρη Βογιατζή (Οδυσσέα) και με τον Μηνά Χατζησάββα στον ομώνυμο ρόλο. Και ύστερα στις «Βάκχες», που σκηνοθετεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος με την ομάδα του θεάτρου Αμόρε.


«Ονειρευόμουν μια κατάσταση εξερεύνησης από μικρός. Δεν ήξερα πού θα τη βρω, αλλά ήξερα ότι μια μέρα θα ζήσω την περιπέτεια» θυμάται ο Χρήστος Λούλης για τα παιδικά του χρόνια στον Κορυδαλλό, όπου μεγάλωνε χωρίς τα σχετικά καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Αυτό που αναζητούσε βρέθηκε όταν ως φοιτητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Πειραιά έγινε μέλος ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Παράτησε τα Οικονομικά, μπήκε στο Θέατρο Τέχνης. Η ανέλιξή του υπήρξε ραγδαία. Ως φοιτητής υποδύθηκε τον Εντμοντ στον «Βασιλιά Ληρ» και εν συνεχεία ακολούθησαν διαδοχικές συνεργασίες με τους πιο διακεκριμένους έλληνες σκηνοθέτες σε περίφημα έργα: «Καθαροί πια» με τον Λ. Βογιατζή (ενόσω ήταν φοιτητής), «Ιων» με τη Λυδία Κονιόρδου, «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», «Πέρσες» και «Ανδρομάχη» για το Εθνικό, «Υψηλή τάση», «Clavigo», «Ο Ορφανός του Ζάο» και «Μεταμορφώσεις» στο Αμόρε.


Μια ανοδική πορεία σταθερή, χωρίς σκαμπανεβάσματα. Παρ’ ότι έχει συμμετάσχει σε δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές («Κλείσε τα μάτια», «Η ζωή μας μια βόλτα», «Δυο μέρες μόνο»), ο κύριος όγκος της δουλειάς του καθώς και η παράμετρος που τον κατατάσσει ανάμεσα στους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της νέας γενιάς είναι το θέατρο. Είναι, τρόπον τινά, ο σταρ του θεάτρου. «Φοβάμαι ότι αν μιλήσω γι’ αυτό θα χαλάσω την περίεργη ισορροπία που επικρατεί μέσα μου. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η ιδέα διότι επιβεβαιώνει ότι εκπλήρωσα τις επιθυμίες μου. Δηλαδή, μ’ ενδιέφερε πάντα να κάνω θέατρο με τον τρόπο που το κάνω και στη σκηνή δίνομαι απόλυτα. Υπήρχε όμως και μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα μου που επιθυμούσε και την τηλεόραση. Νόμιζα ότι, αν τη στερούμουν, θα γινόμουν γκρινιάρης. Και το πέτυχα και αυτό. Τίποτε δεν έγινε από ανάγκη: Δεν έκανα τηλεόραση για να γίνω γνωστός, ούτε για να πάρω ρόλους στο θέατρο, και δεν έπαιξα θέατρο για να θεωρηθώ «ποιοτικός». Νομίζω λοιπόν ότι, αν υπήρξε κάποια αποδοχή, αυτή ήταν η αιτία».


Σε ηλικία 27 ετών τού πρότειναν να ενσαρκώσει τον Αμλετ, ρόλο τον οποίο αρνήθηκε δηλώνοντας «ανέτοιμος». Μια δήλωση που τότε προκάλεσε αίσθηση, σήμερα θα μπορούσε να εξηγηθεί και ως δειλία ή, αντίθετα, ως αίσθημα ευθύνης. «Μερικά πράγματα είναι ανεξήγητα: είτε βλέπεις τον εαυτό σου σε έναν ρόλο είτε όχι. Προσπαθώ να μη μετανιώνω πολύ για πράγματα – μόνο λίγο. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω μετανιώσει διότι λειτούργησα με την καρδιά και όχι με το μυαλό». Το ίδιο καλοκαίρι τού πρότειναν να παίξει τον Ιππόλυτο στην Επίδαυρο. Ηταν το δεύτερο «όχι».


Παραδέχεται ότι είχε την τύχη με το μέρος του: «Είναι περίεργο να σκέφτεσαι αυτές τις θεωρίες – αν εμείς προκαλούμε την τύχη μας. Αρχικά πρέπει κάποιος να σου δώσει την πάσα. Εγώ ήμουν πεπεισμένος ότι αυτό θα μου συνέβαινε». Αυτός όμως ο ούριος άνεμος τον οποίο είχε με το μέρος του από την αρχή τον έκανε ταπεινόφρονα ή αλαζόνα; «Στην αρχή την είχα ψωνίσει. Στα 21 έπαιξα στον «Βασιλιά Ληρ», στα 23 στο «Καθαροί πια». Ευτυχώς, μου συνέβη νωρίς και τώρα πια έχω ξεμπερδέψει. Αναγνωρίζω πλέον ότι μόνο η ομάδα κάνει θαύματα. Πιστεύω πάντως ότι ο ηθοποιός δεν μπορεί να είναι μόνο ταπεινός. Πρέπει να διακατέχεται από φιλοδοξία και να διεκδικεί τα όνειρά του». Αν ο ναρκισσισμός αποτελεί μέρος της φύσης κάθε ηθοποιού, η ειδοποιός διαφορά είναι το πώς αυτός τον αντιλαμβάνεται και τον διαχειρίζεται. «Μπορώ να πω ότι τον αισθάνομαι σε αρκετά μεγάλο βαθμό για να φρενάρω όποτε βλέπω ότι με βλάπτει και ταυτόχρονα σε αρκετά μικρό για να τον αφήνω να λειτουργεί προς όφελος της δουλειάς μου. Δεν είναι πια ναρκισσισμός, αλλά ένα είδος πείσματος σχεδόν μεταφυσικού».


Εχει υπερβεί λοιπόν τον έρωτα με το είδωλό του. Κατά πόσον όμως έχει καταφέρει να ξεφύγει από τα δεσμά της δημόσιας εικόνας του, να δημιουργήσει σχέσεις ειλικρίνειας, να εκτεθεί, να ερωτευθεί, να τσαλακωθεί; «Ολα αυτά δεν μπορούν να συμβούν αν παίρνεις τον εαυτό σου πολύ στα σοβαρά. Εγώ, σας είπα, ξεμπέρδεψα με αυτά από νωρίς. Και γενικά προτιμώ να μην έχω φόβους. Εχω την αίσθηση ότι τα πράγματα που φοβάμαι θα με πλακώσουν».