Τα επετειακά έτη Ξενόπουλου παρήλθαν. Και οι εορτασμοί για τα πενηντάχρονα από τον θάνατό του, το 2001, και η περυσινή συμπλήρωση 140 ετών από τη γέννησή του. Παρ’ όλα αυτά ο Ζακύνθιος φαίνεται να απολαμβάνει μια διαρκή επικαιρότητα, με δύο έργα του να παίζονται σε κεντρικές αθηναϊκές σκηνές και δύο καινούργια βιβλία γύρω από αυτόν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Ισως γιατί υπήρξε μια πληθωρική φυσιογνωμία, που κινήθηκε σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Ενας πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας και δη πολυγραφότατος, τουλάχιστον από ένα σημείο και ύστερα όταν άρχισε να εφαρμόζει το nulla dies sine linea, όπερ μεθερμηνευόμενο ούτε μία ημέρα χωρίς να γράψει έστω και μία γραμμή. Επί μισό και πλέον αιώνα διέπρεψε ως θεατρικός συγγραφέας, τροφοδοτώντας την αποκαλούμενη σήμερα βιομηχανία του θεάματος. Θεματικά ανεξάντλητος με τα έργα του να καλύπτουν σχεδόν όλα τα είδη δεν είναι παράξενο που οι σημερινοί θίασοι βρίσκουν σε αυτόν ό,τι και αν ζητούν. Από κάτι αθώο και ανάλαφρο όπως Το φιόρο του Λεβάντε, έργο του 1914, έως ένα δράμα για το εβραϊκό ζήτημα, που γνωρίζει στις ημέρες μας μια ακόμη φορά μεγάλη έξαρση, όπως η Ραχήλ, γραμμένη πριν από περίπου έναν αιώνα, για να περιοριστούμε στα δύο έργα που ανεβάστηκαν πρόσφατα.


Φρέσκια γλώσσα


Ωστόσο η απορία που είχε διατυπώσει νεκρολογώντας τον ο Βάσος Βαρίκας, δηλαδή σε τι οφείλεται η γοητεία που ασκεί το έργο του, παραμένει και οι 31 συγγραφείς οι οποίοι συμμετέχουν στον πρόσφατο μνημειώδη τόμο, πολιορκώντας πανταχόθεν το έργο του, προτείνουν εμμέσως ποικίλες ερμηνείες. Αν και ο ίδιος ο Ξενόπουλος το 1935, στον κολοφώνα της δόξας του όντας πλέον ακαδημαϊκός και άρα στο απυρόβλητο, είχε δώσει μιαν εξήγηση, υποστηρίζοντας πως η τέχνη μεγάλη ή μικρή πρέπει να είναι διασκεδαστική και παράλληλα, ει δυνατόν, να φρονηματίζει. Και πράγματι ο Ξενόπουλος φρόντιζε πρωτίστως για το κοινό του, μόνο που η τέχνη του αποδείχθηκε διασκεδαστική εις το διηνεκές. Παρ’ όλο που τα λογοτεχνικά έργα πόσο μάλλον τα θεατρικά υφίστανται τη φθορά του χρόνου, καθώς τα θέματα πολυκαιρίζουν και οι μορφές απαρχαιώνονται. Αν και κάποτε κάνουν κύκλους, επανερχόμενα στη μόδα. Πλην μιας μοναδικής και καθοριστικής συνιστώσας – που γηράσκει ανεπιστρεπτί – της γλώσσας. Ισως λοιπόν «η φρέσκια, χειροκροτημένη τόσο απ’ τον Παλαμά όσο κι απ’ τον Ψυχάρη, δημοτική γλώσσα» του Ξενόπουλου κατά την εύστοχη διατύπωση του Γιάννη Βαρβέρη να στάθηκε το ελιξίριο που τον διέσωσε ενώ άλλοι συγγραφείς ακόμη και μεταγενέστεροι του Μεσοπολέμου καταποντίστηκαν στις συμπληγάδες καθαρεύουσας και μαλλιαρής.


Μεγάλος κριτικός


Πάντως λιγότερο μνημονεύεται η γλώσσα του και περισσότερο οι πρωτιές που κατέκτησε καθώς φέρεται ως δημιουργός, κατά άλλους εισηγητής ή και θεμελιωτής, του αστικού μυθιστορήματος, αλλά και πατέρας του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού μυθιστορήματος κατά παλαιότερη απόφανση του Γιώργου Βελουδή. Ενώ οι ίδιοι χαρακτηρισμοί τού αποδίδονται και στον χώρο του θεάτρου, όπου ο Θόδωρος Γραμματάς αφιερώνει αρκετές σελίδες του κειμένου του για να δείξει πως ο χαρακτηρισμός «πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου» είναι πλεοναστικός, μια και το έργο του Ξενόπουλου του οποίου την αξία ουδόλως αμφισβητεί δεν στάθηκε μπούσουλας ούτε για τους συγχρόνους του συγγραφείς ούτε για τους κατοπινούς. Τέλος τα αυτά τιμητικά τού αποδίδονται στον χώρο της κριτικής, λογοτεχνικής και θεατρικής. Μάλιστα η Βαρβάρα Γεωργοπούλου θυμίζει την άποψη του Κ. Θ. Δημαρά πως αν ο Ξενόπουλος αφοσιωνόταν αποκλειστικά στην κριτική η Ελλάδα θα εξασφάλιζε έναν μεγάλο κριτικό.


Η έκταση και η πολυμορφία του έργου του Ξενόπουλου προσφέρουν άφθονο υλικό στους μελετητές του τόμου έστω και αν περιορίζονται στο τρίπτυχο μυθιστοριογράφος-θεατρικός συγγραφέας-κριτικός, παρακάμπτοντας τον χρονογράφο, τον διηγηματογράφο, τον συγγραφέα εφηβικών αναγνωσμάτων και της θρυλικής «Διαπλάσεως των παίδων» και ακόμη τον Ξενόπουλο της ογδοντάχρονης σήμερα «Νέας Εστίας», την οποία όχι μόνο έστησε αλλά και φρόντισε στα πρώτα πάντοτε δύσκολα για ένα περιοδικό χρόνια. Αλλοι συνεργάτες σκιαγραφούν τις γενικές κατευθύνσεις της μυθιστοριογραφίας του από τον ρομαντισμό στην ηθογραφία και στον αστικό ρεαλισμό, κατά τον Βαγγέλη Αθανασόπουλο, ή τις βωντεβιλικές όψεις των θεατρικών του, τις οποίες επισημαίνει η Χαρά Μπακονικόλα, τονίζοντας εκ προοιμίου πως η ανάπτυξη της τεχνικής του γινόταν πάντοτε «ελληνοτρόπως». Και άλλοι εστιάζουν στα μείζονα έργα του. Αν και εξ όνυχος τον λέοντα, τουτέστιν από τα επί μέρους και ελάσσονα φαίνεται το μέγεθος του Ξενόπουλου, ανεξάρτητα από το αν οι μελετητές τον εγκωμιάζουν όπως η Χρ. Σταματοπούλου-Βασιλάκου που αξιολογεί τα μονόπρακτά του, ο Β. Χατζηβασιλείου, σχολιάζοντας το νεανικό του Νικόλας Σιγαλός και ο Ηλ. Τουμασάτος, παρουσιάζοντας τα της Ραχήλ, ή τον αμφισβητούν όπως ο Βάλτερ Πούχνερ στην παλαιότερη μελέτη του για τα πρώιμα θεατρικά του Ξενόπουλου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κείμενο του επιμελητή του τόμου Γ. Π. Πεφάνη, που σχολιάζει τις σκηνικές οδηγίες με τις οποίες ο Ξενόπουλος συνόδευε τα έργα του, τόσο αποκαλυπτικές για τη μεγάλη θεατρική εμπειρία του.


Μοναδική θέση


Τέλος ο Ξενόπουλος κατέχει μοναδική θέση στη νεοελληνική γραμματεία και ως απομνημονευματογράφος και επιστολογράφος. Αν και ατύχησε διττώς. Παρ’ όλο που έγραφε και ξανάγραφε τις αναμνήσεις του, τελικά η αυτοβιογραφία του βγήκε κουτσουρεμένη και μάλιστα με κομμένα τα καλύτερα. Ενώ ως αλληλογράφος απώλεσε το επιστολικό σώμα του μαζί με το Αρχείο του κατά την καταστροφή του σπιτιού του στα Δεκεμβριανά. Απομένουν σκόρπιες επιστολές σε ποικίλα αρχεία. Ορισμένες παρουσιάζονται στην τελευταία ενότητα του τόμου, με σημαντικότερη συμβολή την αλληλογραφία του Ξενόπουλου με τον πεζογράφο Εμμανουήλ Λυκούδη, που σχολιάζει ο Διονύσης Μουσμούτης. Ο ίδιος εξέδωσε πρόσφατα και το βιβλίο Ο Ξενόπουλος, ο Μαλάνος και η θεατρική Αλεξάνδρεια (Εκδόσεις Γαβριηλίδης) όπου συγκεντρώνει τρεις επιστολές του Ξενόπουλου προς τον κριτικό Τίμο Μαλάνο, μαζί με σχετικά δημοσιεύματα και αναφορές, στοχεύοντας στην ανασύνθεση της λογοτεχνικής σχέσης τους, στο πρότυπο της ανασύνθεσης από τον Γ. Π. Σαββίδη της σχέσης Καβάφη – Ξενόπουλου.


Πιθανώς μια ευκρινέστερη εικόνα για τη γοητεία που άσκησε ο Ξενόπουλος και εξακολουθεί να ασκεί κοντά εξήντα χρόνια μετά θάνατον να έδιναν η παραστασιογραφία και η βιβλιογραφία του, αν βεβαίως υπήρχαν. Ηταν υπόσχεση του Ετους Ξενόπουλου, που έμεινε ανεκπλήρωτη και ας υπάρχει η καλή μαγιά της βιβλιογραφίας Πέτρου Μαρκάκη την οποία νεότεροι μελετητές συμβουλεύονται, διαπιστώνουν ελλείψεις αλλά ουδείς ανασκουμπώνεται.