Ο «βασιλιάς» της ελληνικής δισκογραφίας


Ετος 1933. Ο νεαρός στιχουργός Μίνως Μάτσας που έχει την ευθύνη των επιλογών στις δισκογραφικές εταιρείες Odeon και Parlophone συναντάει τον Μάρκο Βαμβακάρη και του δίνει τη δυνατότητα να κάνει τα πρώτα του βήματα στο πεντάγραμμο. Τρία χρόνια αργότερα κάνει «φλος ρουαγιάλ» ανοίγοντας τα στούντιο της εταιρείας στον εξίσου άγνωστο τότε Βασίλη Τσιτσάνη. «Ο Βαμβακάρης εμφανίζεται στο γραφείο τού πατέρα μου φορώντας τραγιάσκα και ένα μακρύ παλτό» θυμάται ο γιος του, Μάκης, από τις διηγήσεις του πατέρα του. «Του λέει: «Αφεντικό, έχω κάτι τραγουδάκια να σου παίξω» και κάνει έτσι και βγάζει το μπαγλαμαδάκι από την τσέπη του παλτού του, ενώ αφήνει δίπλα ένα μεγαλύτερο όργανο, το σχεδόν άγνωστο τότε στη δισκογραφία μπουζούκι. Μέσα στην αποθηκούλα του καταστήματος που είχαν για τις ακροάσεις, αρχίζει να του παίζει τα τραγούδια του. Ο πατέρας μου ακούει κάτι καινούργιο, κάτι το οποίο τον αναστατώνει, του αρέσει, βλέπει ότι έχει μιαν αλήθεια μπροστά του, μιαν αμεσότητα και κλείνει στον Μάρκο ραντεβού μετά ενάμιση μήνα, όταν θα έρχονταν τα γερμανικά συνεργεία, για να μπει στο στούντιο να ηχογραφήσει. Πραγματικά έρχονται τα συνεργεία και οι ηχογραφήσεις αρχίζουν. Στην αίθουσα ηχογράφησης προηγείτο ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο οποίος ηχογραφούσε μια οπερέτα και ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν ό,τι πιο εμπορικό και ό,τι πιο αξιόλογο υπήρχε στο χρηματιστήριο της τέχνης».


Τελειώνοντας την ηχογράφησή του ο Χατζηαποστόλου και καθώς μαζεύει τις παρτιτούρες του μπαίνει ο Βαμβακάρης με έναν κιθαρίστα και αρχίζουν να προβάρουν τα τραγούδια τους. Μόλις ο μαέστρος ακούει τις πρώτες πενιές και τη βραχνή φωνή του Μάρκου, τρέχει στον Μάτσα: «Μίνω, τι είναι αυτά που θα ηχογραφήσεις;» τον ρωτάει φανερά εκνευρισμένος. Εκείνος του απαντά πως πρόκειται για ένα νέο είδος μουσικής που σίγουρα θα εντυπωσιάσει. Ο Χατζηαποστόλου, αφού παρακολουθεί για λίγο ακόμη την πρόβα του Μάρκου, λέει οργισμένος στον Μάτσα: «Αν δεν βγάλεις από την αίθουσα την ίδια ετούτη στιγμή αυτά τα κατασκευάσματα, εγώ δεν ξαναμπαίνω στο στούντιο να ηχογραφήσω». Ο Μάτσας συνέρχεται αμέσως από την έκπληξη και του απαντά με ολύμπια ψυχραιμία: «Μαέστρο μου, όπως εγώ δεν ανακατεύομαι στην παρτιτούρα σου, θα σε παρακαλούσα κι εσύ να μην ανακατεύεσαι στη δουλειά μου». Αυτή ήταν και η τελευταία κουβέντα που αντάλλαξαν καθώς ο Χατζηαποστόλου έκτοτε διακόπτει τη συνεργασία με τον Μάτσα και την εταιρεία του.


Μυριζόταν το σουξέ


Ο Μάτσας διείδε το μέλλον του λαϊκού τραγουδιού και των ρεμπέτικων, σε αντίθεση με τους υπευθύνους της Columbia, οι οποίοι απέρριψαν τον Βαμβακάρη και άλλους μουσικούς που σε μερικά χρόνια θα γίνονταν πρώτα ονόματα. «Στον Μάτσα δεν γινόντουσαν αυτά» γράφει ένας άλλος μεγάλος του λαϊκού μας τραγουδιού, ο Γιάννης Παπαϊωάννου. «Αυτός ήτανε καταδεχτικός άνθρωπος, πιο καλός χαρακτήρας. Και πιο έξυπνος, τετραπέρατος. Αυτός μυριζότανε το σουξέ χιλιόμετρα μακριά! Και μπορούσες να κάτσεις και να κουβεντιάσεις μαζί του σαν άνθρωπος. Εγώ όλα τα προπολεμικά μου κομμάτια, τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου, τις έχω στην Odeon. Δεν άφηνε εύκολα άνθρωπο να φύγει από την εταιρεία. Εβραίος ήτανε ο Μάτσας».


Η απόσταση που διήνυσε ο Μίνως Μάτσας από τη φιλαρμονική της γενέτειράς του Πρέβεζας ως την κορυφή της ελληνικής δισκογραφίας δεν ήταν μικρή. Τέταρτο και τελευταίο παιδί οικογένειας ρωμανιωτών εβραίων που εγκαταστάθηκαν στην όμορφη πόλη του Αμβρακικού στις αρχές του 18ου αιώνα, ο Μάτσας τελειώνει τη Νομική και πηγαίνει να υπηρετήσει τη θητεία του, όπου θα επιλεγεί ως κλαρινίστας για τη στρατιωτική μπάντα και θα γνωρίσει τον περίφημο μουσικοσυνθέτη Νικόλαο Σταθερό, με τον οποίο θα συνεργαστεί δισκογραφικά τα επόμενα είκοσι χρόνια. Σιγά σιγά θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του και στον στίχο, με αξιοσημείωτη μάλιστα επιτυχία, αφού τα πρώτα τραγούδια του τα μελοποιούν κορυφαίοι συνθέτες της εποχής. Αυτός ο ιδιαίτερα ταλαντούχος νέος πέφτει στην αντίληψη των επιχειρηματιών Μπενβενίστε και Αμπραβανέλ, που του αναθέτουν τη διεύθυνση των εταιρειών τους Odeon και Parlophone. Είναι η εποχή που ο Μίνως ξεκινά τη συνεργασία του με τον σπουδαίο πιανίστα και συνθέτη Σώσο Ιωαννίδη. Μαζί του θα γράψει σε δύο εκτελέσεις το ερωτικό «Μόνο εμένα», στη δεύτερη μάλιστα, χωρίς στίχους οργανική εκδοχή τού τραγουδιού εμφανίζονται για πρώτη φορά στη δισκογραφία οι χαβάγιες του περίφημου μποέμ Κώστα Μπέζου, που συνεργαζόταν τότε με τον ομότεχνό του «χαβαγιανίστα» Στίπα ή Στύπα.


Το μπαράζ επιτυχιών


Θα πρέπει να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας του ’30 για να απογειωθεί ο μύθος του Μίνωος Μάτσα. Ως τον πόλεμο η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Το 1937 ξεκινάει με ένα μπαράζ από τις εταιρείες που διηύθυνε ο Μάτσας: «Η Φαληριώτισσα» του Παπαϊωάννου, «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» και το «Μικρός αρραβωνιάστηκα» του Βαμβακάρη, «Οι αδικοπνιγμένοι» του Ρούκουνα, «Το παιδί του δρόμου» του Παπάζογλου, το «Πονώ, δε με λυπάσαι» του Σκαρβέλη. Το 1938 σημαδεύεται από την «ανακάλυψη» από τον Μάτσα ενός από τους σημαντικότερους στη συνέχεια και πλέον εμπορικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου, του Σμυρνιού Απόστολου Χατζηχρίστου, ο οποίος οδήγησε το πειραιώτικο ακόμη πιο κοντά στο ήθος και στο ύφος του σμυρναίικου τραγουδιού. Και το 1939, χρονιά θριαμβευτική για τον Μάτσα, ανάμεσα στα τριάντα πέντε τραγούδια που περνούν στη δισκογραφία κάνει την εμφάνισή του και το χιουμοριστικό «Ο Αντώνης ο βαρκάρης», που αγαπήθηκε όσο λίγα: «Μα ο άκαρδος ο ταύρος τον σκοτώνει / και στη γης τόνε ξαπλώνει / Σαν τον βλέπει η Κάρμεν κλαίει, / πάει κοντά του και του λέει / Αχ, Αντώνη μου βαρκάρη μου σερέτη, / τώρα μένω νέτη, σκέτη / Μες στον κόσμο η καϋμένη, / χήρα παραπονεμένη».