«Αν ο Θεός είχε την πρόθεση να ασχοληθεί με τον εκφυλισμό της ανθρωπότητας, δεν θα το είχε επιχειρήσει μέχρι τώρα;»: είναι μια φράση από τον Ματοβαμμένο μεσημβρινό. Ο συγγραφέας του βιβλίου ονομάζεται Κόρμακ Μακ Κάρθι. Είναι και ο ίδιος και γριφώδης όπως μια σύνθετη μαθηματική εξίσωση. Ολες οι απόπειρες να εξηγηθεί το φαινόμενο Μακ Κάρθι προσπίπτουν σε διαδοχικές αντιφάσεις, αναιρέσεις, οξύμωρα σχήματα.


Θεωρείται εφάμιλλος των κλασικών, του Γουίλιαμ Φόκνερ, του Χέρμαν Μέλβιλ και του Τζόζεφ Κόνραντ. Ωστόσο, τη μεγαλοφυΐα του ουδείς γνώριζε εκτός από την κλειστή πνευματική ελίτ της Αμερικής και της Αγγλίας. Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 τα βιβλία του δεν είχαν πουλήσει παρά μόνο 5.000 αντίτυπα. Προτιμούσε την απόλυτη αφάνεια από την παραμικρή προβολή, την απόλυτη ένδεια από οποιαδήποτε δημόσια θέση ή εμφάνιση μετά χρηματικού αντιτίμου. Οχι από ιδεολογία ή σνομπισμό. Μάλλον από παραξενιά. «Κάποτε δεν είχα λεφτά για οδοντόπαστα» είναι από τα λίγα πράγματα που έχει αποκαλύψει για τον εαυτό του. Ως σήμερα ήταν ο «καλύτερος ­ άγνωστος ­ συγγραφέας» της Αμερικής.


Εξω από τη σπηλιά


Αν τώρα τελευταία γίνεται θόρυβος γύρω από το όνομά του, δεν το επεδίωξε ο ίδιος. Είναι γιατί το διάσημο σκηνοθετικό δίδυμο, οι αδελφοί Κοέν, με την ταινία τους «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθανάτους», μετέφεραν στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα του Μακ Κάρθι «No Country for Old Men». Τα μυθιστορήματα που γίνονται ταινίες δεν είναι απαραιτήτως αξιόλογα και δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τους συγγραφείς τους. Ο Κόρμαν Μακ Κάρθι ωστόσο είναι μείζων συγγραφέας. Και χάρη στο Χόλιγουντ βγήκε επιτέλους από τη… σπηλιά του.


Είχε γίνει όμως μια αρχή. Ο «πιο φημισμένος ερημίτης από την εποχή του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ» όπως τον αποκαλούν άφησε άφωνο το περιορισμένο κοινό που γνώριζε το έργο του όταν το 2007 αποφάσισε να εμφανιστεί στο τηλεοπτικό σόου της Οπρα Γουίνφρεϊ. Θέμα της συνέντευξης ήταν το τελευταίο βιβλίο του, The Road (Ο δρόμος), το οποίο είχε μόλις διακριθεί με το Βραβείο Πούλιτζερ. Το μυθιστόρημα μπήκε στο Βοοκ Club της Γουίνφρεϊ και οι πωλήσεις ξεπέρασαν το 1.000.000 αντίτυπα. Κανένα βραβείο δεν θα μπορούσε να αλλάξει κατά ανάλογο τρόπο τη μοίρα ενός συγγραφέα. Και έπεται συνέχεια. Ο δρόμος θα γίνει ταινία με πρωταγωνιστές τη Σαρλίζ Θερόν και τον Βίγκο Μόρτενσεν.


Ζοφερό σύμπαν


Η περιορισμένη απήχηση των δέκα εν συνόλω βιβλίων του δεν οφείλεται βεβαίως μόνο στην ερμητικότητα του συγγραφέα. Στο λογοτεχνικό του σύμπαν δεν υπάρχει τίποτε το φωτεινό, τίποτε το αβανταδόρικο. Ο Μακ Κάρθι δεν μιλάει για το σεξ, την αγάπη και την οικογένεια. Ο αναγνώστης του θα μεταφερθεί σε περιοχές δύσβατες, βαθύσκιωτες, δυσοίωνες. Φόβος και έλεος θα τον κυριέψουν. Σκληροτράχηλοι χαρακτήρες που ζουν στην άκρη του νόμου, στην άκρη της ηθικής, στην άκρη της φύσης. Πένητες ή εγκληματίες ή και τα δύο μαζί που περιφέρονται στο Τενεσί και στις αφιλόξενες ερήμους του Νότου σε αναζήτηση κάποιου βοηθήματος. Είναι άστεγοι ή ζουν σε χαμόσπιτα χωρίς ηλεκτρικό. Ο θάνατος βρίσκεται ένα βήμα μπροστά, τους αναζητεί, τους προϋπαντά, είναι οικείος. Η βαρβαρότητα είναι διάχυτη, καθημερινή. Η μηδενιστική λογική καταστρέφει κάθε τόνο αισιοδοξίας από την αρχή ως το τέλος. «Εγραφα για τη βαρβαρότητα διότι έβλεπα ένα μέλλον πολύ πιο βίαιο. Και δεν έκανα λάθος. Μπορεί κανείς να θυμηθεί, πριν από 20 χρόνια, να παρακολουθούμε αποκεφαλισμούς στην τηλεόραση;».


Εχει γραφεί ότι το απρόσμενο χιούμορ και η αλύπητη ειρωνεία, ο νατουραλισμός διεισδύουν πιο βαθιά στο είναι των απλών ηρώων του Μακ Κάρθι, πιο βαθιά και από μια ψυχολογική περιγραφή, και φτάνουν στο αρχέτυπο, στο υλικό από το οποίο είμαστε πλασμένοι όλοι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι είναι ασήμαντες μονάδες, αλλά οι απύθμενες δυνάμεις της φύσης και της ειμαρμένης τούς περιβάλλουν και τους μεταμορφώνουν. Ολα τα μικρά και καθημερινά αποκτούν τεράστιες διαστάσεις. Βυθιζόμαστε στην άβυσσο, βρισκόμαστε στο χείλος μιας βιβλικής καταστροφής: η λογοτεχνία του έχει τη γεύση της Αποκάλυψης. Οι ιστορίες του διαβάζονται από πολλούς μελετητές και ως παραβολές, αλληγορίες της Αρχής και του Τέλους όπως στα ιερά βιβλία. Ο Σόουλ Μπέλοου θαύμασε την «πανίσχυρη γραφή του, με τις ζωογόνες και θανατηφόρες φράσεις της». Ο ίδιος δήλωσε αδιάφορος απέναντι σε συγγραφείς όπως ο Μαρσέλ Προυστ και ο Χένρι Τζέιμς που δεν καταπιάνονται με ζητήματα ζωής και θανάτου.


Χωρίς ρίζες



Ο Μακ Κάρθι δεν γράφει για τόπους που δεν έχει ανιχνεύσει. Με ένα παλιό Φορντ έχει διασχίσει όλους τους έρημους δρόμους που εκτείνονται στο Τέξας, το Νέο Μεξικό, την Αριζόνα, το Ρίο Γκράντε. Οι ήρωές του δεν έχουν ρίζες, όπως ούτε και ο ίδιος. Πιστεύει ότι οι «μετακινήσεις είναι τόσο ευεργετικές όσο η φωτιά».


Τον νομαδικό τρόπο ζωής επέβαλε και η άστατη προσωπική ζωή του. Πρώτη του σύζυγος ήταν η Λι Χόλεμαν την οποία γνώρισε στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί και παντρεύτηκε το 1961. Απέκτησαν έναν γιο ονόματι Κάλεν. Ο γάμος αυτός δεν είχε διάρκεια και το 1965, εν πλω προς την Ιρλανδία, γνώρισε την τραγουδίστρια Αν Ντε Λάιλ. Παντρεύτηκαν το 1966 και έζησαν για λίγα χρόνια στην Ιμπιζα της Ισπανίας. Εκεί έγραψε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο Outer Dark, το οποίο όπως και το πρώτο (The Orchard Keeper), επιμελήθηκε ο Αλμπερτ Ερσκιν από τον Random House. Ο Ερσκιν ήταν επιμελητής των έργων του Φόκνερ ως τον θάνατο του Φόκνερ, το 1962, και παρέμεινε πιστός στον Μακ Κάρθι τα επόμενα είκοσι χρόνια. Μετά την Ιμπιζα επέστρεψαν στο Τενεσί, στα πάτρια εδάφη του, όπου αγόρασαν αντί σπιτιού έναν αχυρώνα.


«Ζούσαμε μέσα στην εξαθλίωση, πλενόμασταν στη λίμνη» αποκάλυψε κάποτε η Ντε Λάιλ. «Του προσέφεραν 2.000 δολάρια για να μιλήσει για τα βιβλία του σε κάποιο πανεπιστήμιο και εκείνος τους απαντούσε πως ό,τι έχει να πει βρίσκεται μέσα στις σελίδες τους. Ετσι τρεφόμασταν με φασολάκια για άλλη μια βδομάδα». Το 1976 εκδόθηκε το διαζύγιό τους. Ως εργένης πλέον μετακόμισε στο Ελ Πάσο του Τέξας, κοντά στα σύνορα με το Μεξικό, και εγκαταστάθηκε σε ένα ασβεστωμένο καλύβι. Τα επόμενα χρόνια επι


βίωνε χάρη στην υποτροφία Μακ Αρθουρ, που είναι γνωστή ως «επιχορήγηση για τους ιδιοφυείς».


Ο Κόρμακ Μακ Κάρθι δεν δίνει δεκάρα για οτιδήποτε θεωρείται κατά γενική ομολογία «βασική» άνεση. Πολλές φορές στο παρελθόν, για μεγάλα διαστήματα, διέμενε σε μοτέλ. Συνήθιζε να έχει πάντα στη διάθεσή του έναν φακό ώστε να έχει λίγο φως παραπάνω τις ώρες του διαβάσματος και της συγγραφής. Ετρωγε σε καφετέριες, έπλενε τα ρούχα του σε δημόσια πλυντήρια, έκοβε τα μαλλιά του μόνος. Δεν είχε ποτέ μια σταθερή δουλειά, δεν δίδαξε ποτέ σε πανεπιστήμιο, δεν έγραψε ποτέ άρθρο σε εφημερίδα, αρχικά δεν είχε ούτε ατζέντη. Δεν έχει δώσει παρά μόνο τρεις συνεντεύξεις: το 1992 στους «New York Times», το 2007 στην Οπρα Γουίνφρεϊ και στο περιοδικό «Time» μαζί με τους αδελφούς Κοέν. Τη δεκαετία του 1980 η εφημερίδα «El Paso Herald Post» τού ανακοίνωσε ότι διοργάνωνε ένα δείπνο προς τιμήν του. Εκείνος τους προειδοποίησε ότι δεν θα παραστεί και όντως δεν παρέστη.


Η άστατη ζωή του ίσως έχει μπει σε τάξη από τότε που οι πωλήσεις των βιβλίων του γνώρισαν κατακόρυφη άνοδο. Εξάλλου το 2006 απέκτησε τρίτη σύζυγο, την Τζένιφερ Γουίνκλι, η οποία χάρισε στον Μακ Κάρθι δεύτερο γιο. Μένουν στο Νέο Μεξικό, βόρεια της Σάντα Φε. Το ποτό πάντως το έκοψε πριν από 30 χρόνια.


Εκκεντρικότητες


Ο Μακ Κάρθι γεννήθηκε στο Ρόουντ Αϊλαντ το 1933 αλλά μεγάλωσε στο Νόξβιλ του Τενεσί. Ο πατέρας του υπήρξε επιτυχημένος δικηγόρος και παρείχε στην οικογένειά του άνετη ζωή, σε μεγάλο σπίτι με πολλούς οικιακούς βοηθούς. Ο Κόρμακ και τα υπόλοιπα πέντε αδέλφια του φοίτησαν σε καθολικό σχολείο. Ωστόσο, αυτός ο άνθρωπος που σήμερα διαθέτει βιβλιοθήκη με 7.000 βιβλία, μισούσε τα γράμματα. Στο σχολείο είχε περίπου πενήντα χόμπι, αλλά κανένα από αυτά δεν σχετιζόταν με το διάβασμα ή το γράψιμο. Ανακάλυψε τη λογοτεχνία αφού παράτησε το πανεπιστήμιο, για να καταταγεί στην αεροπορία. Τοποθετήθηκε στην Αλάσκα. Εκεί στην απεραντοσύνη του χώρου και του χρόνου γνώρισε και την απεραντοσύνη της μυθοπλασίας. Πιστεύει πλέον ότι η καλή λογοτεχνία «ενσωματώνει όλες τις τάσεις και τις ανησυχίες της Ανθρωπότητας».


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚΚΑΡΘΙ


Από το 1965 ως το 1979 έγραψε τέσσερα βιβλία που έχουν χαρακτηριστεί «το κουαρτέτο του Τενεσί»: The Orchard Keeper, Outer Dark, Child of God και Suttree. Το Blood Meridian θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του. Από το 1992 ως το 1998 συνέθεσε τη λεγόμενη «Τριλογία του περιθωρίου» (Border Trilogy): All the Pretty Horses, The Crossing, Cities of the Plain, που δειλά δειλά τον έβγαλαν από την αφάνεια. Το ευρύ κοινό μπήκε στον κόσμο του Κόρμακ Μακ Κάρθι μετά τη δημοσίευση του No Country for Old Men και του The Road (Ο δρόμος). Οι περισσότεροι ένιωσαν την ακατανίκητη έλξη να διαβάσουν αναδρομικά και όλα τα προηγούμενα μυθιστορήματά του. Τώρα έχει και φανατικούς θαυμαστές: κάποιοι μέτρησαν πόσες φορές αναφέρεται η λέξη Coca-Cola στα βιβλία του (13). Ενα ντοκυμαντέρ για τη ζωή του κατέγραψε μια κυρία η οποία ομολόγησε ότι μάζευε σε σακούλες όλα του τα σκουπίδια.