«Ακριβό μου, πολυαγαπημένο μου κορίτσι, το ήξερα πως μόνο όταν θα ήσουν μακριά μου θα συνειδητοποιούσα ολόκληρο το μέγεθος της ευτυχίας μου και δυστυχώς επίσης ολόκληρο το μέγεθος της στέρησής μου… Πρέπει να είναι αλήθεια, η Μάρτα είναι δική μου, το γλυκό κορίτσι για το οποίο όλοι μού μιλούν με σεβασμό, το οποίο αιχμαλώτισε το πνεύμα μου στην πρώτη μας συνάντηση παρ’ όλες μου τις προσπάθειες να αντισταθώ, το οποίο φοβόμουν να πλησιάσω, και το οποίο ενίσχυσε μέσα μου την πίστη στην προσωπική μου αξία και μου χάρισε νέα ελπίδα και δύναμη για δουλειά, όταν τη χρειαζόμουν επιτακτικά». Ετσι ξεκινάει ένα από τα πρώτα ερωτικά γράμματα του Σίγκμουντ Φρόιντ στην αγαπημένη του και κατοπινή σύντροφο της ζωής του Μάρτα Μπέρναϊς, σταλμένο στις 19 Ιουνίου του 1882. Ο 26χρονος τότε Φρόιντ είναι εδώ και έναν σχεδόν χρόνο δόκτωρ της Ιατρικής, βοηθός στο εργαστήριο Φυσιολογίας του Ερνστ Μπρίκε στην Ιατρική Σχολή της Βιέννης. Δεν έχουν περάσει παρά δύο μήνες από εκείνο το βράδυ που, επιστρέφοντας στο σπίτι, μέσα στη φασαρία και στα χαχανητά των αδελφών του, αντίκρισε για πρώτη φορά την 21χρονη Μάρτα που είναι από παλιά εβραϊκή οικογένεια του Αμβούργου: λεπτή, χλωμή, με βαθείς ίσκιους κάτω από τα μεγάλα της μάτια, με ένα απέριττο, σκούρο στενό φόρεμα, με τα μακριά μαύρα μαλλιά χωρισμένα στη μέση να πέφτουν στην πλάτη της σε μια χοντρή πλεξούδα. Κάθεται σε μια γωνιά σιωπηλή και με τα κομψά, επιδέξια δάχτυλά της καθαρίζει ένα μηλαράκι. Την ερωτεύεται αμέσως, αλλά θα περάσουν αρκετά χρόνια ώσπου να την κάνει γυναίκα του.


Ακάλυπτοι αστράγαλοι


Ολο αυτό το διάστημα ονειροπολεί και… ζηλεύει. Η Μάρτα θέλει να αγοράσει πέδιλα και να πάει στο παγοδρόμιο. Θα μπορούσε να γλιστρήσει στον πάγο και κάποιος ξένος άντρας να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Θα χρειαζόταν επίσης να φορέσει κοντή φούστα που θα άφηνε ακάλυπτους, σε κοινή θέα, τους αστραγάλους της. Ωστόσο δεν μπορεί να της αρνηθεί τη διοργάνωση φιλολογικών βραδιών για κυρίες στο Βάντσμπεκ όπου μένει και όλα τον χειμώνα είναι τόσο, μα τόσο βαρετά. Ρωτάει όμως σε ένα γράμμα του – και νιώθουμε τη ζήλια να κεντρίζει τα σωθικά του – αν με τον καιρό θα προστεθούν και άνδρες στην παρέα. Είναι η περίοδος που, για να αυξήσει τη συγκέντρωσή του όταν εργάζεται τη νύχτα, ο Φρόιντ παίρνει τακτικά κοκαΐνη. Πείθει και τη Μάρτα να κάνει το ίδιο, αν και εκείνη ζυγίζει μόλις 48 κιλά.


Τα πάντα όμως πάνε να χαλάσουν όταν ο αδελφός της, Ελι, αρνείται να δώσει στον Φρόιντ το ποσό από τα χρεόγραφα που είχε αναλάβει να διαχειρίζεται για λογαριασμό της. Ο Σίγκμουντ τον κατηγορεί ότι της τα έφαγε και αυτό πληγώνει ανεπανόρθωτα την αρραβωνιαστικιά του. «Για μερικά παλιοφιορίνια να θυμώνει τόσο, να βάζει σε κίνδυνο ολόκληρη την ευτυχία του» ξεσπάει εκείνη στη μητέρα της, που, ας σημειωθεί, ούτε αυτή θέλει για γαμπρό της τον Φρόιντ. Τελικά ο Ελι βρίσκει τα χρήματα και το ζευγάρι παντρεύεται σε βαρύ κλίμα, πρώτα με πολιτικό γάμο και μετά σύμφωνα με το εβραϊκό τυπικό στη συναγωγή Μπάκσταϊν του Βάντσμπεκ. Εναν χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1887, η Μάρτα φέρνει στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ενώ ο Φρόιντ λίγες εβδομάδες πριν από τον τοκετό φεύγει για μια σύντομη εκδρομή στη λίμνη Κενιχσζέε με συνοδό τη νεότερη αδελφή της Μάρτα, τη Μίνα! Ωστόσο θα αποδειχθεί στοργικός σύζυγος και πατέρας, όχι μόνο για τη Ματίλντε, αλλά και για τα άλλα πέντε παιδιά που η Μάρτα θα φέρει στον κόσμο από το 1889 ως το 1895: Μάρτιν, Ολιβερ, Ερνστ, Σόφι και Αννα. Το στερνοπαίδι του, η Αννα, θα είναι η μεγάλη του αδυναμία για την υπόλοιπη ζωή του – ένα σημείο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε έντονη φιλολογία. Το βέβαιον είναι ότι την άνοιξη του 1913 πατέρας και κόρη ταξιδεύουν μαζί έξι ολόκληρες εβδομάδες: Μπολτσάνο, Βερόνα, Βενετία, Τεργέστη, Βιέννη. Υστερα από το ταξίδι εκείνο, ο Φρόιντ στρέφει το ενδιαφέρον του με εντυπωσιακή ένταση στη σεξουαλική και συναισθηματική ζωή των μικρών κοριτσιών – φαίνεται ότι η Αννα τού έδωσε αρκετό εμπειρικό υλικό για να μπει ψηλαφητά σε ένα έδαφος αρκετά επισφαλές, που για κείνον το περιέβαλλε ανέκαθεν «αδιαπέραστο σκοτάδι». Ωστόσο η «ασυνήθιστα έντονη αφοσίωση» της Αννας στον πατέρα της την κάνει να αρρωσταίνει όποτε βρίσκεται μακριά του. Του γράφει: «Χθες αναζήτησα τη δική μας παλιά θέση στους βράχους του Φέρενχγκελ, στον λόφο με τα πεύκα. Μια γόπα από πούρο είναι πεσμένη ανάμεσα στις πευκοβελόνες και πιστεύω πραγματικά πως είναι δική σου… Πολύ ευχαρίστως θ’ αγόραζα το Φέρενχιγκελ και θα έχτιζα το σπίτι μου στο λιβάδι. Δεν μπόρεσα να επισκεφτώ τον τόπο όπου μαζεύαμε μανιτάρια, γιατί η μαμά δεν περνά από αυτούς τους δρόμους. Επιπλέον, το να ψάχνω για μανιτάρια δεν είναι τόσο ωραίο όταν δεν είσαι κι εσύ μαζί».


«Μια ανώμαλη στρίγκλα»


Ωστόσο ο Φρόιντ δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα αφοσιωμένος παππούς, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται στο βιβλίο της η Βαϊσβάιλερ. Αγαπά μόνο τον γιο της Σόφι, Χάινερλε, τον «μικρό κλόουν από το Αμβούργο». Τον γνωρίζει ελάχιστα, όμως είναι οι φωτογραφίες του που τον έχουν τρελάνει. Με τον Αντον, το βιεννέζο εγγονό του, δεν έχει καμία σχέση. Τον βρίσκει «κομψό και άγριο», αλλά «εντελώς ανόητο». Μερικές φορές τού θυμίζει μικρό πίθηκο, διόλου παράξενο με αυτή τη μητέρα, την Εστι Ντρούκερ, που έχει διαρκώς αναίτια ξεσπάσματα θυμού και είναι «μια τελείως ανώμαλη στρίγκλα». «Ο Μάρτιν δεν έχει αυταπάτες ότι κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου, συμπεριφέρεται όμως με πολλή ευπρέπεια» γράφει ο Φρόιντ στην Αννα, ελεεινολογώντας τη μοίρα του γιου του.