Μια εναλλακτική εκδοχή της αμερικανικής ιστορίας πραγματεύεται ο Ροθ στο μυθιστόρημά του αυτό: στις κρίσιμες προεδρικές εκλογές του 1940 δεν επανεκλέγεται ο Ρούζβελτ, αλλά ο αντίπαλός του, ήρωας της αεροπορίας και φανατικός απομονωτιστής Τσαρλς Λίντμπεργκ. Βέβαια όλοι γνωρίζουμε τα ιστορικά γεγονότα και τα πρόσωπα που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ο 32ος πρόεδρος των ΗΠΑ Φράγκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ.


Ποιος αναγνώστης λοιπόν μπορεί, έστω στιγμιαία, να εκλάβει ως ιστορική πραγματικότητα το σενάριο του Ροθ, σύμφωνα με το οποίο ο Λίντμπεργκ υπογράφει σύμφωνο «εγκάρδιας συνεννόησης» με τον Χίτλερ και ότι ο ίδιος επιβάλλει μια λυσσαλέα αντισημιτική πολιτική αναγκάζοντας εκατομμύρια αμερικανοεβραίους πολίτες να ζουν υπό το κράτος του φόβου και της απειλής; Και όμως μέσα σε αυτό το δυστοπικό μυθοπλαστικό φόντο εκτυλίσσεται η πλοκή του μυθιστορήματος, όπου πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος από τον Φίλιπ Ροθ. Ο συγγραφέας ανακαλεί παιδικές αναμνήσεις, όταν η οικογένειά του στο Νιούαρκ, καθώς και χιλιάδες εβραϊκές οικογένειες στην Αμερική ζουν τον εφιάλτη της καταστρατήγησης των κοινωνικών τους ελευθεριών και ατομικών τους δικαιωμάτων, αλλά και απειλές κατά της ίδιας τους της ζωής. Ο επτάχρονος Φίλιπ μαζί με τον πατέρα του, τη μητέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του διαπιστώνουν πόσο επικίνδυνη τροπή παίρνει η καθημερινότητά τους με τη «νέα τάξη πραγμάτων» και πόσο στενή και πολύπλοκη είναι η σχέση ανάμεσα στον μικρόκοσμο της οικογενειακής τους ζωής και τον μακρόκοσμο της πολιτικής. Για παράδειγμα, σε μια εκδρομή των τεσσάρων στην Ουάσιγκτον, και λίγο αφού έχει αναλάβει το προεδρικό αξίωμα ο Λίντμπεργκ, οι Ροθ γίνονται αντικείμενο χλευασμού και προπηλακίζονται εξαιτίας της εβραϊκής τους καταγωγής. Το απόσπασμα από το διάγγελμα του Γκέτισμπεργκ, «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι», που ο Λίνκολν εκφώνησε το 1863 στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, φαίνεται να έχει χάσει τη σημασία του καθώς η Αμερική φλερτάρει πλέον με τον φασισμό. Η μάταιη επίκλησή του από τον πατέρα του Φίλιπ, ενώ η οικογένεια στέκεται στη βάση του αγάλματος του Αβραάμ Λίνκολν, προϊδεάζει τον αναγνώστη για την έλευση της συμφοράς. Ωστόσο το κυνήγι των μαγισσών λαμβάνει απρόσμενο τέλος, όταν, σε μια από τις συχνές του αεροπορικές πτήσεις για λόγους εντυπωσιασμού και προπαγάνδας, ο Λίντμπεργκ εξαφανίζεται και η λαϊκή αντίδραση στην αντισημιτική, φιλοφασιστική πολιτική του ενώνει τη φωνή της με τους δημοκρατικούς αντιπάλους του για να επαναφέρουν τον Ρούζβελτ στον Λευκό Οίκο. Λίγο αργότερα η Ιαπωνία βομβαρδίζει το Περλ Χάρμπορ, η Αμερική εγκαταλείπει τη στάση απομόνωσης και μπαίνει στον πόλεμο. Η ιστορία επανέρχεται στη γνωστή σε όλους μας ροή της και η ιστορική τάξη αποκαθίσταται.


Η ειδολογική ταξινόμηση της Συνωμοσίας εναντίον της Αμερικής είναι δύσκολη υπόθεση. Προφανώς δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, γιατί οι αφηγήσεις που ανήκουν σε αυτό το λογοτεχνικό είδος αναφέρονται εξ ορισμού σε υπαρκτό ιστορικό παρελθόν. Δεν πρόκειται όμως ούτε για ουτοπική/δυστοπική μυθιστορία στα χνάρια του 1984. Επομένως, το εγχείρημα του Ροθ είναι τολμηρό, αφού ο συγγραφέας επιχειρεί να εγγράψει μια ιστορική αφήγηση σε παραλλαγμένο ιστορικό παρελθόν. Σε αυτή την παράδοξη σύζευξη οφείλεται άλλωστε η δυσαρέσκεια μερίδας κριτικών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο Ροθ απέτυχε στο να αναπαραστήσει τον πολύπλοκο ιστορικοκοινωνικό ιστό που θα δικαιολογούσε μια τέτοια έκβαση της ιστορίας, ότι τα γεγονότα που αφηγείται, αν και πιθανά, δεν πληρούν τα κριτήρια της αληθοφανούς ρεαλιστικής αφήγησης.


Ωστόσο τι θα συνέβαινε αν επιχειρούσαμε μια εναλλακτική ανάγνωση, αν προσπαθούσαμε να αφουγκραστούμε το ηχηρό σήμα κινδύνου που εκπέμπει το μυθιστόρημα και το διαβάζαμε ως μια αλληγορία για τη σημερινή κατάσταση της Αμερικής; Οπως τότε, στο παραλλαγμένο παρελθόν που απεικονίζει ο Ροθ, έτσι και τώρα, στο ιστορικό παρόν, η ελεύθερη σκέψη, ο διάλογος και το δικαίωμα στη διαφωνία που συνιστούν την ουσία της δημοκρατίας τείνουν να καταλυθούν. Οπως τότε, έτσι και τώρα αμερικανοί πολίτες τίθενται υπό παρακολούθηση, διώκονται ή συλλαμβάνονται με την υποψία της δυνητικής τους εμπλοκής σε αντιαμερικανικές ενέργειες. Οπως τότε, έτσι και τώρα ο πρόεδρος των ΗΠΑ σε παραλήρημα δημαγωγικού πατριωτισμού διακηρύσσει: «Οποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».


Ο ίδιος ο Ροθ σε συνέντευξή του στο New York Times Book Review (19.9.2004) αποθαρρύνει μια ανάγνωση του μυθιστορήματός του ως roman à clef, για να προσθέσει, παρ’ όλα αυτά, ότι κανείς δε θα μπορούσε να έχει προβλέψει την αντικαθεστωτική ερμηνεία που θα λάμβαναν η Δίκη ή ο Πύργος του Κάφκα στη διάρκεια της κομμουνιστικής δικτατορίας στην Τσεχοσλοβακία.


Με δεδομένη λοιπόν την αμφισημία της λογοτεχνικής γραφής, το μυθιστόρημα αποτελεί λογοτεχνική απάντηση-διαμαρτυρία του Ροθ απέναντι στην επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και ταυτόχρονα τη θλιβερή αποκάλυψη της σκοτεινής «συνωμοσίας» εις βάρος της Αμερικής από τους ίδιους της τους κυβερνώντες.


Η κυρία Ντόρα Τσιμπούκη είναι καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.