Στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο Κ. Ακρίβος αξιοποίησε προσφυώς τη μακρά γενεαλογία βλάσφημων μυθιστορημάτων ως η ροΐδειος Πάπισσα Ιωάννα μαζί με άλλα αγιολογικού χαρακτήρα γύρω από τον ασκητισμό και την ορθόδοξη πίστη, καθώς και τις αναθερμασμένες συζητήσεις περί αβάτου του Αγίου Ορους, που απασχόλησαν το πανελλήνιο κατά το 2004, όπου και τοποθετείται το παρόν της αφήγησης. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 24 κεφάλαια μετά επιλόγου. Το κυρίως σώμα απαρτίζουν τα αρτίου αριθμού και εκτενέστερα, στα οποία ξεδιπλώνεται μια ερωτική ιστορία, που κράτησε κοντά έναν χρόνο, ενώ τα συντομότερα περιττού αριθμού παρουσιάζουν, διά της συρραφής μαρτυριών, το πανδαιμόνιο που επεκράτησε στο Ορος όταν γυναικείο πτώμα αποκαλύφθηκε σε κελί μοναχού – αν και ο τίτλος του μυθιστορήματος θα μπορούσε να εκληφθεί και με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, το πανδαιμόνιο ως διασκεπτήριο δαιμόνων, αφού κατά μία άποψη σε αυτό κατέληξε η μοναστική πολιτεία.


Προπαντός ρομαντική


Τραγική θα χαρακτηριζόταν η ερωτική ιστορία, προπαντός όμως ρομαντική, καθώς πλέκεται ανάμεσα σε δύο αγνές υπάρξεις, έναν μοναχό και μια ψαροπούλα, θετή κόρη ψαρά, μια και τα υιοθετημένα στις μυθιστορίες τείνουν τελευταία να εκτοπίσουν τα γνήσια. Ενα ειδύλλιο στα ανοιχτά της θάλασσας, αφού η ψαρική είναι το πρωταρχικό διακόνημα του μοναχού, συγκεκριμένα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ορους και Θάσου, τόπο κατοικίας της ψαροπούλας. Συμπτωματικά συναντώνται και οι συμπτώσεις από ένα σημείο και ύστερα αποβαίνουν καταιγιστικές, χωρίς να αποκλείει ο αφηγητής τη διαβολική συνεργία.


Πανόπτης, παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς κινήσεις και σκέψεις εναλλάσσοντας κατά τη βολή του οπτική γωνία. Προτάσσει τη συναισθηματική προσέγγιση του ζεύγους, μετά τοποθετεί την «ακροθιγία των σωμάτων», για να φτάσει στη συνεύρεση και στα τρομακτικά της επακόλουθα. Οσο για το περιορισμένο της δράσης, λόγω και της φύσεως της ιστορίας, το αντισταθμίζει με αναδρομές στο παρελθόν, όχι τόσο το παρθένο της ψαροπούλας όσο τον πρότερο αμαρτωλό βίο του μοναχού, διεκτραγωδώντας τους λόγους που τον οδήγησαν στο μοναστήρι, όπου ο αφηγητής ανακατεύει και τις δεισιδαιμονίες περί διδύμων.


Δίπλα στο ζεύγος, ο γέροντας Γεδεών, επιρρεπής σε οράματα και προφητείες, αναμένει τη γέννηση του εκλεκτού που θα ξαναπάρει από τους Τούρκους τη Βασιλεύουσα, σύμφωνα και με ένα χειρόγραφο που βρέθηκε στη Βιβλιοθήκη της Μονής Σταυρονικήτα. Ο συγγραφέας εμπνέεται από Το όνομα του Ρόδου στοιχεία της πλοκής, στήνοντας κι αυτός μια παλαιά, αν και όχι λαβυρινθώδη, μοναστηριακή βιβλιοθήκη, ενώ δράττεται της ευκαιρίας για ξενάγηση στη Μονή και στο φυσικό περιβάλλον της Αθωνικής χερσονήσου, με βασικό δέλεαρ της αφήγησης τους φροντισμένους, κάποτε και εξεζητημένους, λεκτικούς τρόπους. Κεφαλαιογράμματοι οι τίτλοι των κεφαλαίων σε αυτό το κομμάτι του βιβλίου ορίζουν τις ημέρες του εκκλησιαστικού έτους, φροντίζοντας οι θρησκευτικές εορτές να εναρμονίζονται με τα ερωτικά πάθη. Από τη «Μεγάλη Παρασκευή», που πέφτει 25 Απριλίου 2003, ως τη «Νύχτα του Ακάθιστου Υμνου» του επόμενου έτους, όταν όλα τελειώνουν και την επομένη, 27 Μαρτίου 2004, ημέρα Σάββατο, ξεσπά το σκάνδαλο. Παρεμπιπτόντως, πλην όλων των άλλων δαιμόνων, φαίνεται ότι ανακατώθηκε και ο δαίμων του τυπογραφείου στις ημερομηνίες και στις αντιστοιχίες τους με εορτές και ημέρες της εβδομάδας.


Σαν τίτλοι εφημερίδων


Με πεζά οι τίτλοι των κεφαλαίων περιττού αριθμού, εντυπωσιακοί σαν τίτλοι εφημερίδων, παρουσιάζουν πρωτοπρόσωπες αναφορές στα συμβάντα, όπου ο συγγραφέας ανασυσταίνει μετά κυμαινόμενης δεξιότητας διαφορετικού τύπου λόγους, εναλλάσσοντας λαϊκούς με κληρικούς, ώστε να αποτυπωθεί το φάσμα νοοτροπιών και αντιλήψεων. Ως ιντερμέδια στην ερωτική ιστορία παρατάσσονται η αναφορά του υπαστυνόμου, ο εσωτερικός μονόλογος του αμερικανοτραφούς και επιστήμονα ηγουμένου, οι επιστολές του Μητροπολίτη του επιφορτισμένου με τους «ανυπάκουους» της Μονής Εσφιγμένου και του διοικητή του Αγίου Ορους, ο οποίος προτείνει πανούργους τρόπους απόκρυψης του σκανδάλου, το οργίλο παράπονο της θετής μητέρας της ψαροπούλας, οι καταθέσεις εργαζομένων στη Μονή και μοναχών, αγαθών και άλλων ενδοτικών στους πειρασμούς της σάρκας και ακόμη η ομιλία καθ’ εαυτόν ενός συγγραφέα που συντάσσει βιογραφία του αγιογράφου της Μονής Θεοφάνη Στρελίτζα ή Μπαθά και το ημερολόγιο του δυτικού καλογέρου που συντηρεί το απόκρυφο χειρόγραφο.


Στο καθοριστικό για την πνοή του όλου εγχειρήματος ερώτημα ποια η στάση του αφηγητή απέναντι στα θεία και ποιου το μέρος παίρνει στις εκκλησιαστικές έριδες ο συγγραφέας απαντά πλαγίως με εξώφυλλο τον «πληγωμένο άγγελο» του Σίμπεργκ αντί των χιλιάδων της βυζαντινής εικονογραφίας και επίλογο όπου το Αγιο Πνεύμα μυεί τον αφηγητή στο μεταμυθοπλαστικό τέχνασμα των πολλαπλών λύσεων. Επιπροσθέτως, να σημειώσουμε ένα ανεπαίσθητο άρωμα Παπαδιαμάντη, καθώς ο μοναχός ονομάζεται Νήφων, κατά κόσμον Νικολάκης, ενώ γίνεται λόγος περί Βαρλαάμ, αν και ο Σκιαθίτης θα κουνούσε περίλυπος την κεφαλή διαβάζοντας το αντίστοιχο χωρίο του μυθιστορήματος.