Το μεταφορικό φορτίο του τίτλου σε συνδυασμό με τα σχόλια του οπισθόφυλλου, επαυξημένα από τις προαναγγελτικές τής έκδοσης συνεντεύξεις του Κωστή Γκιμοσούλη, καλλιέργησαν την προσμονή πως επιτέλους ένας νεότερος συγγραφέας διαρρηγνύει τον μικρόκοσμο των προσωπικών αδιεξόδων και ζητεί να αφυπνίσει συνειδήσεις για όσα καταστροφικά συμβαίνουν σε μια ευρύτερη κλίμακα της χώρας ή και ολόκληρου του πλανήτη. Μορφή της ψυχής η πεταλούδα και η κραυγή της, ύστατη επίκληση βοηθείας όχι των ατομικών ψυχών αλλά της ψυχής όλου του κόσμου, ποιητική αδεία, εκπέμπεται σε συμπαντική συχνότητα, μακρινή και οξεία, την οποία μόνο το αφτί του πραγματικού δημιουργού, που δεν είναι άλλος από τον ποιητή, μπορεί να συλλάβει. Ακριβώς για να μεταδώσει αυτόν τον αρχέγονο παλμό δηλώνει ο Γκιμοσούλης πως έγραψε το δέκατο τέταρτο βιβλίο του με 25 ιστορίες, προτού εξανεμιστούν οι εντυπώσεις από τα ταξίδια σε μακρινές χώρες που έδωσαν την περυσινή νουβέλα, Εξομολόγηση σ’ έναν κολομβιανό σκύλο, αλλά και μια διαφορετική θέαση του κόσμου. Ωστόσο, παρά τις κεραίες του συστηματικού αναγνώστη που θέλουμε να πιστεύουμε πως διαθέτουμε, οι μόνες κραυγές που αντιληφθήκαμε διαβάζοντας το καινούργιο βιβλίο του ήταν φύσεως ερωτικής. Αν και, για να ακριβολογούμε, υπάρχει μια ιστορία εμπνευσμένη από τη λειψυδρία του πλανήτη, μόνο που και σε αυτήν η κορύφωση καταλήγει ερωτική. Ακόμη, μερικές αφηγήσεις αποπειρώνται να αποτυπώσουν ένα κάποιο υπαρξιακό άγχος, που όμως παραμένει διάχυτο και όταν ψηλαφείται η γενεσιουργός αιτία οδηγείται στα γνωστά φροϋδικά των παιδικών χρόνων, ανεξαρτήτως του αν ο πλανήτης υγιαίνει ή βρίσκεται στο χείλος του αφανισμού.


Μια πλημμυρίδα έμπνευσης


Αρχικά ποιητής και μετά μυθιστοριογράφος ο Γκιμοσούλης, αυτή είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων που εκδίδει. Στην προηγούμενη του 2000, Μαύρος χρυσός, ανακατώνει πεζά με ποιήματα και δικές του ακουαρέλες, ενώ στην πρόσφατη αρκείται σε πεζά, και αυτή τη φορά, δικές του φωτογραφίες. Και πάλι πρόκειται για ιστορίες με τον τρόπο του Κωστή Γκιμοσούλη, κατά το διαφημιστικό σλόγκαν του οπισθόφυλλου, όπως θα λέγαμε με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη, ο οποίος θα μπορούσε να συνοψιστεί με την κάπως άκομψη έκφραση, όλα χύμα, που πιθανώς και να ηχεί απαξιωτικά ως συνώνυμη του ανάκατα και σωρηδόν. Σηματοδοτεί όμως τόσο το γκιμοσούλειο ύφος όσο και την παρατηρούμενη πλημμυρίδα έμπνευσης, καθώς ο συγγραφέας απαγκιστρώνεται από τον μηχανόβιο πρωταγωνιστή του και τις προσφιλείς του ηρωίδες, τις ευρισκόμενες μονίμως στην κόψη του ξυραφιού, και εξαπλούται σε μεγάλη ποικιλία θεμάτων και ηρώων.


Η συλλογή ανοίγει και κλείνει με διηγήματα σαν παραμύθια, ενώ ακόμη τρεις τέσσερις ιστορίες σκόρπιες εντός του κυρίως σώματος, που παραμένει σε ρεαλιστικό πλαίσιο, πλέκονται με παραμυθικά μοτίβα. Σαν να παρασύρει και τον Γκιμοσούλη η αίγλη του υπερφυσικού και οι μεταφυσικές ανησυχίες τις οποίες συναντούμε σε αρκετά πρόσφατα βιβλία ως σημείο των καιρών, αν δεν πρόκειται για εύκολη λύση που κατήντησε μόδα. Ωστόσο τα παραμύθια του Γκιμοσούλη είναι γεμάτα εκπλήξεις και σε αυτά η γλώσσα προσλαμβάνει μια ευπρόσδεκτη ποιητική υφή. Παράδειγμα, η θαυμαστή ιστορία «Το χαμένο ύφασμα» που συνυφαίνει στο μαγικό τις γυναικείες ερωτικές ανησυχίες, μακράν των χύμα σεξουαλικών περιπτύξεων άλλων διηγημάτων.


Για αδέσποτους σκύλους


Στο καλειδοσκόπιο του βιβλίου περιλαμβάνονται δύο πολυσέλιδα ταξιδιωτικά στο Νεπάλ και την Ινδία, μια αλληγορική ιστορία για αδέσποτους σκύλους, καθώς και μία για ποντίκια, που συνάδει με τη γενικότερη ευαισθητοποίηση για την τύχη τους, ακόμη αφηγήματα ηθογραφικής πνοής, όπως η νύφη το έσκασε για να γίνει νοικοκυρά σε χωριό της Λάρισας με ανεπρόκοπο σύζυγο και δίδυμα, ή το άλλο, με τον ομοφυλόφιλο γιο του αριστερού που παλεύει στον ξύπνιο και στον ύπνο του με λιοντάρια. Πάντως, σε όλα τα διηγήματα χαμηλώνουν οι συνήθεις στα βιβλία του Γκιμοσούλη δραματικοί τόνοι και πέφτει ο καταιγιστικός ρυθμός της δράσης ακόμη και σε αυτά που ξεπηδούν από τα μυθιστορήματά του όπως το «Τηλεπάθεια;» όπου ένας γιος μαθαίνει τον θάνατο του πατέρα του τη στιγμή που ετοιμάζεται να κάνει την επανάστασή του, θυμίζοντας τον ήρωα του μυθιστορήματος Ανατολή.


Ή και το διήγημα «Μπλόκα», ίσως το καλύτερο της συλλογής, που εκτυλίσσεται στον δρόμο, με εκείνον τον μηχανόβιο του δεύτερου, ουσιαστικά πρώτου, μυθιστορήματος του Γκιμοσούλη, Ο άγγελος της μηχανής, που έκανε μύθο τη μοναξιά του. Αυτή τη φορά σε μια καινούργια περιπέτεια, κατ’ εξαίρεση όχι ερωτική αλλά, παραδόξως, χιουμοριστική.