Αν οι συγγραφείς ανήκουν στη γλώσσα στην οποία γράφουν, τότε ο Περικλής Μονιούδης είναι πολίτης στην επικράτεια της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Γεννήθηκε το 1966 στην Ελβετία από γονείς Αιγυπτιώτες, έζησε χρόνια στο Βερολίνο, πρόσφατα εγκαταστάθηκε πάλι στη Ζυρίχη. Η γερμανική κριτική τον ανακάλυψε έγκαιρα και επισήμανε τα προσόντα της γραφής του: μια πρόζα λιτή και χαμηλόφωνη, επιρρεπής στα δευτερεύοντα στοιχεία της πραγματικότητας προκειμένου να υποδηλώσει τα πρωτεύοντα θέματα της ζωής. Από τον οίκο Αμαν της Ζυρίχης κυκλοφόρησε το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Χώρα», που θα παρουσιαστεί προσεχώς και στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας. Στο βιβλίο αυτό δύο βασικά πρόσωπα, ο «ταξιδιώτης», ένας ελβετός διπλωμάτης με μεσογειακές ρίζες, και η «βοτανολόγος», μια Βερολινέζα που την έλκει ο Νότος και ζει στη Βαρκελώνη, ταξιδεύουν στη Μεσόγειο. Τους συνδέει μια παλιά σχέση, στο βιβλίο δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούν, αλλά οι διαδρομές τους αλληλοσυμπληρώνονται. Είναι η συμπληρωματική σχέση της Ανατολής και της Δύσης στη σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία, η βαθύτερη συνάντηση πέρα από το επιφανειακό άλλοθι της λεγόμενης «πολυπολιτισμικής κοινωνίας». Ο ταξιδιώτης αναζητεί ένα παλιό κτήμα της οικογένειας στην Κύπρο και κυρίως τον τσελεμεντέ με τις συνταγές του ζαχαροπλάστη παππού στην Αλεξάνδρεια. Ωστόσο το καίριο δεν είναι η ούτως ή άλλως χαλαρή πλοκή. Είναι η αναζήτηση της ταυτότητας του ταξιδιώτη μέσα από την περιδιάβαση των τόπων, στους οποίους τον καλεί το ελληνικό του όνομα: Αλεξάνδρεια και Σμύρνη, Αθήνα και Λευκωσία. Και είναι σε αυτούς τους τόπους όπου διαλύεται ο εύκολος μύθος ότι τον προσδιορίζει το απώτατο οικογενειακό παρελθόν. Το νέο αυτό έργο του Μονιούδη μπορεί να διαβαστεί και σαν βίβλος μιας νέας γενιάς παιδιών από μετανάστες γονείς, σαν αυτά που πλημμυρίζουν πια όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Συναντήσαμε τον συγγραφέα στην πρόσφατη 59η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης.


– Ο βασικός ήρωας του βιβλίου οργώνει κυριολεκτικά τα μεσογειακά παράλια. Τι ψάχνει, εκτός βέβαια από τον τσελεμεντέ του παππού;


«Ο ταξιδιώτης έχει γεννηθεί στην Ανατολική Ελβετία, προέρχεται από τη φύση των Προάλπεων και ανάλογα αυτοπροσδιορίζεται, εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εχει όμως το δικαίωμα της προσωπικής βιογραφίας ή τουλάχιστον το δικαίωμα να μη συγχέεται με τους γονείς του. Ξέρει δηλαδή περίπου ποιος είναι, αλλά επειδή έχει ξένο όνομα οι άλλοι του προσδίδουν κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες. Δεν αρκεί να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου, πρέπει και οι άλλοι να σου το αναγνωρίζουν. Ο ταξιδιώτης λοιπόν παίρνει το ένα πλοίο μετά το άλλο και γυρίζει τη Μεσόγειο διερωτώμενος σε κάθε μέρος αν όλα αυτά έχουν σχέση με τον ίδιο, απλά και μόνο επειδή έχει μεσογειακές ρίζες. Με αποτέλεσμα να εγκαταλείπει το ένα μέρος μετά το άλλο, επειδή δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους, και να τα προσπερνά ρίχνοντάς τους απλώς ένα τουριστικό βλέμμα. Ετσι θα καταλήξει αφαιρετικά στην ταυτότητά του».


– Ο πειρασμός είναι μεγάλος να δει κανείς το καινούργιο αυτό μυθιστόρημα σαν μια αυτοβιογραφική απόπειρα. Οι ομοιότητές σας με τον ταξιδιώτη είναι οφθαλμοφανείς.


«Ναι, είναι σίγουρα το πιο προσωπικό έργο μου μέχρι σήμερα, αυτό το οποίο υπεδείκνυαν και κυοφορούσαν έμμεσα, τόσο ως ύφος όσο και ως περιεχόμενο, τα προηγούμενα βιβλία μου. Και είμαι πραγματικά ευτυχής που κατάφερα να το γράψω προτού με πατήσει κανένα αυτοκίνητο ή μου συμβεί οτιδήποτε άλλο. Με ενδιέφερε όχι τόσο μια αυτοβιογραφία όσο, σε σχέση με το μεταναστευτικό υπόβαθρο, το δικαίωμα της προσωπικής βιογραφίας. Γιατί τελικά ποιος θέλει να τον συγχέουν με τους γονείς του; Θέλω κάποια στιγμή να είναι αυτονόητη η συναναστροφή με ανθρώπους που έχουν ξένο όνομα. Διάβασα σε μια στατιστική ότι από όλα τα παιδιά έως 15 χρόνων που ζουν στη Στουτγάρδη το 40% έχουν γονείς ξένους μετανάστες. Σκεφθείτε τι σημαίνει αυτό για τη γερμανική κοινωνία σε είκοσι χρόνια. Δεν μπορεί να συζητά πλέον κανείς για ενσωμάτωση των ξένων από τη σκοπιά μιας πλειοψηφίας που δεν θα είναι πλειοψηφία για πολύ ακόμη. Οι πλειοψηφίες θρυμματίζονται».


– Ο ταξιδιώτης συναντά στη Λευκωσία το alter ego του, ένα ξεριζωμένο παιδάκι από την Ελβετία που έχει χάσει τη μιλιά του. Ποτέ δεν έμαθε τη γλώσσα των μεταναστών γονιών του, αλλά ούτε και συμφιλιώθηκε με τα γερμανικά του σχολείου. Εχει μείνει στα λιγοστά ελβετικά της πρώην γειτονιάς. Διηγείστε έτσι έμμεσα κάποια τραυματική εμπειρία;


«Υπάρχουν πολλές απόψεις για το πώς νιώθει και πώς σκέφτεται ένα παιδί, οι γονείς του οποίου είναι ξένοι. Το βέβαιο είναι ότι κάθε μέρα που ανοίγει την πόρτα και βγαίνει στο κατώφλι κάνει στην πραγματικότητα ένα βήμα πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων. Με αυτή τη διαφορά είναι υποχρεωμένος κανείς να ζήσει. Προσωπικά είχα την τύχη να μεγαλώσω σε μια πόλη των Αλπεων, όπου δεν υπήρχαν άλλοι Ελληνες, και έτσι αναγκάστηκα να βρω νωρίς τον δικό μου δρόμο».


– Οι δρόμοι του βιβλίου πάντως οδηγούν τον ταξιδιώτη και στην Ελλάδα κι εκεί ο αναγνώστης νιώθει τη θέση άμυνας που παίρνει ο ήρωας απέναντι στο ελληνικό περιβάλλον.


«Ναι, ο ταξιδιώτης έχει ελληνικό όνομα και γι’ αυτό αισθάνεται την ανάγκη να πάει στην Ελλάδα για να δει ποια σχέση έχει με αυτόν, ποια σχέση έχει αυτός μαζί της. Και είναι μύθος ότι έχει κάποια σχέση. Ολα όσα ξέρει για αυτήν είναι από δεύτερο και τρίτο χέρι, αφού και οι γονείς του έζησαν σε έναν ελληνικό θύλακο στη Βόρεια Αίγυπτο. Μα και κάποιον που έχει τουρκικό όνομα στη Γερμανία, είναι όμως παιδί δεύτερης ή τρίτης γενιάς, δεν μπορεί να τον συρρικνώσει κανείς και να τον θεωρήσει Τούρκο. Η δημογραφική εξέλιξη και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλάζουν το πρόσωπο της κοινωνίας μας ριζικά».


– Νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να σας ρωτήσει κανείς ευθέως: Ποια είναι η δική σας ταυτότητα;


«Γεννήθηκα στην Ελβετία από γονείς μετανάστες, αλλά εγώ ο ίδιος δεν μετανάστευσα. Είναι φυσικό λοιπόν να νιώθω Ελβετός. Η αναζήτηση της ταυτότητας είναι μια παλιά υπόθεση για την ελβετική λογοτεχνία, ξεκίνησε μεταπολεμικά με τον Ντύρενματ και τον Φρις. Πάντως, μου φαίνεται ότι στο βιβλίο μου δεν ρωτάω τόσο «ποιος είμαι» όσο «πού είμαι». Αυτό είναι το καίριο για μένα, το πού είμαι, πού μπορώ να αξιοποιηθώ, πού μπορώ να είμαι ή να γίνω μέρος ενός συνόλου και, αντίστροφα, πού μπορώ να παίξω ρόλο συνδετικό για άλλους. Να ένα ακόμη αδιευκρίνιστο ερώτημα».


* Το βιβλίο του Περικλή Μονιούδη θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.