«Καπιταλιστική πόλη: όρος που χρησιμοποιείται στον κόσμο του φιλελευθερισμού, του κέρδους και της εξουσίας του κεφαλαίου. Σοσιαλιστική πόλη: όρος που χρησιμοποιείται στον κόσμο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και της εξουσίας του λαού. Η κατασκευαστική διαδικασία είναι συνώνυμη της διαδικασίας μάθησης!» (από σημειώσεις μαθήματος αστικού σχεδιασμού στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης, 1982). Με αυτό το όραμα οικοδομήθηκε η σοσιαλιστική πόλη στα πέντε κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας από το 1949 ως το 1989· με το όραμα του εκδημοκρατισμού και της βιωσιμότητας του αστικού χώρου το όραμα αυτό κατεδαφίστηκε τα τελευταία 17 χρόνια. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιπροσωπευτικό της συμβολικής αυτής κατεδάφισης από τις εκατοντάδες χιλιάδες κατοικιών σε πολυκατοικίες βαριάς προκατασκευής που αναμορφώθηκαν με μια ποικιλία ευρηματικών τρόπων έτσι ώστε το σοσιαλιστικό κτιριακό απόθεμα να ανακτήσει βιώσιμο χαρακτήρα στη νέα εποχή της ενωμένης Γερμανίας. Διαφορετικά δεν υπήρχε άλλος δρόμος από την απάλειψή του.


Ο κατάλογος της έκθεσης στη Φραγκφούρτη «Neu Bau Land, 1990-2007. Αρχιτεκτονική και αστική ανοικοδόμηση στην πρώην Ανατολική Γερμανία» αφηγείται για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο την επιχείρηση ανασύστασης του τμήματος της χώρας «ανατολικά του Ελβα» τα τελευταία 17 χρόνια, αλλά έμμεσα αποτελεί ανταποδοτική πράξη ενημέρωσης και απολογισμού προς τους Δυτικογερμανούς, σχετικά με τις τεράστιες επενδύσεις και τη χρηματοδότηση που απαιτήθηκε για τον σκοπό αυτόν.


Σε αυτή την αποκαλυπτική αρχιτεκτονική συλλογή δεν λείπουν έργα των Ν. Foster, Ζ. Hadid, J. Nouvel, Ρ. Kulka, Herzog & de Meuron, μόνο που οι διεθνείς αρχιτέκτονες εμφανίζονται εδώ σχεδόν σαν ενόχληση, σαν παραφωνία, σαν να διαταράσσουν την ουσιαστική, σιωπηλή διαδικασία ανακατασκευής ενός τόπου και ενός λαού. Οι διάσημοι φυσικά και προικισμένοι δεν φταίνε σε τίποτα οι ίδιοι, αλλά ενοχλεί η μυθολογία που κατασκευάζεται γύρω από αυτούς, ενοχλεί το γεγονός ότι η αντίληψη περί της αρχιτεκτονικής των διασήμων εμφανίζεται ενίοτε ως ο μόνος τρόπος κατανόησης της αρχιτεκτονικής διαδικασίας, ενοχλεί τέλος ότι μπορεί ενδεχομένως η αρχιτεκτονική ανανέωση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (όπως και οποιουδήποτε άλλου τόπου) να δικαιώνεται ή όχι στον βαθμό που περιλαμβάνει έργα εμβληματικά των διασήμων.


Εδώ όμως δεν υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Το τρίπτυχο της παραγωγής που εκτίθεται (νέα κτίρια, επαναχρήσεις, αστικές ανανεώσεις), αποκαλύπτει μια νέα αντίληψη τόσο της ιστορικής παράδοσης δανεισμένης από την εμπειρία της μεταμοντέρνας κουλτούρας όσο και της έννοιας της «κριτικής ανακατασκευής», που υιοθετήθηκε κατ’ αρχήν στο πιο διάσημο παράδειγμα του Βερολίνου, καθώς επίσης και της κληρονομιάς του μοντέρνου που επανεφευρίσκεται με χίλιους τρόπους. Δεν πρόκειται μόνο για την παράδοση του Μπάουχαους αλλά και για τη σύγχρονη εμπειρία μεταπολεμικών δασκάλων όπως οι Ε. Eiermann, Η. Schwippert, G. Behnisch και Sep Ruf. Παρ’ όλα αυτά το Βερολίνο δεν περιλαμβάνεται στην έκθεση, διότι θεωρήθηκε ότι τα επιτεύγματα στην πρωτεύουσα της Γερμανίας, πέρα από ότι είναι ήδη γνωστά και δημοσιευμένα, θα επισκίαζαν εκείνα σε ομόσπονδα κρατίδια ή στα μικρότερα κέντρα. Εδώ πρωταγωνιστές είναι: Λειψία, Cottbus, Halle, Hoyerswerda, Leinefelde, Greifswald.


Ο εξαιρετικός κατάλογος της έκθεσης εισάγει επίσης στον προβληματισμό για τη σχέση αρχιτεκτονικής και ταυτότητας, αρχιτεκτονικής και μνήμης. Σε πόλεις όπως για παράδειγμα η Δρέσδη (η ανακατασκευή της Frauenkirche θεωρείται η σημαντικότερη του είδους στη Γερμανία μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο) το «πανόραμα του Canaletto» πάνω στον Ελβα δείχνει να αναπαράγει το μαγικό τοπίο του 18ου αιώνα: πρόκειται εντούτοις για μια ανακατασκευή περίπου του 21ου. Πόσο θεμιτό είναι αυτό; Η επιθυμία προσδιορισμού μιας συλλογικής – ανατολικογερμανικής – ταυτότητας συμβαδίζει με την επιλογή ενός συγκεκριμένου, και όχι άλλου, παρελθόντος κατά βούληση; Πρόκειται μήπως για αμφίθυμη στάση προς τη μοντέρνα αρχιτεκτονική κουλτούρα, ιδιαίτερα μετά τη «σοσιαλιστική εμπειρία» της επάρατης Λαϊκής Δημοκρατίας, όταν στόχος είναι η επανάκτηση των πιο «αντιπροσωπευτικών» ιστορικών – αλλά και τουριστικών – συμβόλων; Κάθε εποχή παράγει την ιστορία που της αρμόζει, και επίσης τα εργαλεία κατανόησης του αρχιτεκτονικού παρελθόντος. Οι Γερμανοί επέλεξαν μεταπολεμικά με εμμονή την αρχή της ανοικοδόμησης «όπου ήταν, όπως ήταν»: πέρα από ζητήματα δεοντολογικής και επιστημονικής αποτίμησης υπάρχουν και άλλα συλλογικής ευαισθησίας ή εθνικής παραμυθίας. Το αίσθημα της ταυτότητας και του ανήκειν δεν είναι σχεδόν ποτέ ορθολογικό.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.