«Beauty is in the eye of the beholder» (Η ομορφιά βρίσκεται στο μάτι του παρατηρητή). Ισχύει άραγε και το ανάποδο; Μάλλον ναι, αλλά η «Ιστορία της ασχήμιας» από τον διάσημο ιταλό σημειολόγο Ουμπέρτο Εκο δεν περιορίζεται σε μία μόνον «εις άτοπον απαγωγή», όπου το άσχημο είναι απλούστατα το αντίθετο του ωραίου. Αποκτά αυτονομία και χαρακτήρα πιο σύνθετο από ό,τι θα διαφαινόταν από έναν κατάλογο αρνήσεων, αν ήταν το συμμετρικό αντίβαρο της «Ιστορίας της ομορφιάς» (2004).


Αυτός ο πλούσιος τόμος, εικονογραφημένος και εμπλουτισμένος με πλήθος ιστορικές αναφορές από τα βάθη του δυτικού πολιτισμού, φωτίζει κάθε εκδοχή του Ασχημου έτσι όπως το ερμήνευσαν καλλιτέχνες, λογοτέχνες, φιλόσοφοι και απλός λαός. Ο Εκο έχει περισυλλέξει κάθε κόκκο άμμου, έχει ανακαλύψει κάθε πρόσωπο της ασχήμιας, ξεκινώντας από τον κλασικό κόσμο, διασχίζοντας 3.000 χρόνια, από τη χριστιανική παράδοση, τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, τον Ρομαντισμό, φτάνοντας στην πρωτοπορία και στο «άσχημο» σήμερα.


Διαβάζουμε Αυγουστίνο, Αισχύλο, Αίσωπο, Αριστοτέλη, Βιργίλιο, Δάντη, Ζολά, Ελιοτ, Ιωάννη, Κάφκα, Καλβίνο, Μαν, Μποντλέρ, Μπατάιγ, Μπλέικ, Μπρετόν, Ντίκενς, Ντοστογέφσκι, Ομηρο, Οργουελ, Πλαθ, Πλάτωνα, Ρεμπό, Ρίλκε, Σαίξπηρ, Σαρτρ, Ντε Σαντ, Σέλεϊ, Φουκό, Φρόιντ, Χέγκελ… Η «Ιστορία» διαβάζεται περισσότερο ως ανθολόγιο αισθητικών ιδεών παρά ως δοκίμιο με γραμμική λογική. Από αυτή τη δαιδαλώδη, την πολυπύρηνη μελέτη συλλέξαμε και συμπυκνώσαμε έξι όψεις-κλειδιά του Ασχημου. Πράγμα που δεν είναι παρά ένα ελάχιστο πρελούδιο.


Κόλαση είναι οι άλλοι


Η κόλαση είναι σχεδόν εμμονή στη διάρκεια του χρόνου. Ξεκινάει στον Ιεζεκιήλ και τον Ησαΐα και φτάνει σε αποθέωση στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «Φάνηκε ύστερα ένα μεγάλο σημάδι στον ουρανό: Μια γυναίκα ντυμένη τον ήλιο… Αλλά φανερώθηκε στον ουρανό κι άλλο σημάδι: ένας πελώριος κοκκινωπός δράκοντας… ήρθε και το ‘στησε μπροστά στη γυναίκα… Και στον ουρανό κηρύχθηκε πόλεμος». Θεμελιώδες κείμενο για την ασχήμια είναι και η Κόλαση του Δάντη από τη Θεία Κωμωδία, στην οποία παρελαύνει μια συλλογή τερατόμορφων πλασμάτων: Ο Κέρβερος, ο Γηρυόνης, οι Μαινάδες (με τις στριφτές με κερατόφιδα πλεξίδες που τυλίγονταν γύρω από τα μηλίγγια τους). Ως κεντρικός ήρωας της κόλασης, ο Σατανάς, έχει μεταμορφωθεί εκατοντάδες φορές. Στη Βίβλο συναντάμε τη Λίλιθ, το θηλυκό τέρας της Βαβυλώνας, τον θηλυκό διάβολο, που αρχικά είναι εξολοθρευτής άγγελος και στη συνέχεια η ενσάρκωση του πειρασμού της σάρκας. Και για τον Σαρτρ η «Κόλαση είναι οι άλλοι»: το βλέμμα τους μας ορίζει και αποκαλύπτει την ασχήμια μας.


Ο μακάβριος χορός


«Νεκροί με σάβανα, επιστρατευμένοι νεκροί καβάλα στ’ άλογα και ένας σκελετός να παίζει τ’ οργανάκι… Και ο αγαπητός, αποστειρωμένος Εντγκαρ… μένει άναυδος, μαγεμένος από τη γάγγραινα, τις χαίνουσες πληγές και τα σάπια κορμιά… Ολοκληρωτικός τρόμος»: Ιδού πώς περιγράφει ο Ντον Ντε Λίλο (γεννηθείς το 1936) τον «Θρίαμβο του Θανάτου» (1562) του Πέτερ Μπρέγκελ, πίνακα που κοσμεί την πινακοθήκη Πράδο στη Μαδρίτη. Περιγραφές του θανάτου δεν γίνονται μόνο για να τρομοκρατήσουν τους αμαρτωλούς. Σε εποχές κατά τις οποίες η ζωή ήταν βραχύχρονη, μπροστά στην Πανούκλα, στον Μεσαίωνα, ο θάνατος ως μόνιμη παρουσία δεν ξορκίζεται με μοντέλα ομορφιάς αλλά γίνεται κάτι οικείο, εν είδει memento mori. Πάνω σε αυτή τη λογική δημιουργείται η λογοτεχνία των Θριάμβων, όπου πάντα παρουσιάζεται ο Θρίαμβος του Θανάτου (π.χ. του Πετράρχη 1304 – 1374). Εξύμνηση του θανάτου ήταν και ο μακάβριος χορός, μια ιεροτελεστία που εξελισσόταν σε ιερούς τόπους και νεκροταφεία η οποία χρονολογείται από τη μεγάλη πανούκλα του 14ου αιώνα. Ο μακάβριος χορός υπό μία έννοια επανεμφανίζεται στην «Εβδομη σφραγίδα» (1957) του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ενός άλλου «συνομιλητή» του Θανάτου.


Ο παραμορφωμένος άνθρωπος


«Εσύ όμως δεν είσαι άσχημος, είσαι δύσμορφος. Ο άσχημος είναι ταπεινός, ο δύσμορφος είναι μεγάλος. Ο άσχημος είναι η γκριμάτσα του διαβόλου πίσω από την ομορφιά…» λέει η Λαίδη Ζοσιάνα στον Γκυνπλέν, στο μυθιστόρημα του Ουγκό, ο «Ανθρωπος που γελά». «»Σ’ αγαπώ» του φώναξε. Και τον δάγκωσε καθώς του έδινε ένα φιλί». Αν ο Καντ (στην «Κριτική της κριτικής δύναμης» το 1790) υποστήριζε ότι η ασχήμια που προκαλεί απέχθεια δεν μπορεί να απεικονιστεί χωρίς να καταστρέψει κάθε αισθητική ευαρέσκεια, με τον Ρομαντισμό το όριο αυτό ξεπερνιέται. Την εικόνα του Μεσαίωνα ως δάσος γεμάτο τερατόμορφες, διαβολικές μορφές που εμφανίζονται στα γλυπτά των καθεδρικών ναών θα μετουσιώσει εκείνος στην «Παναγία των Παρισίων». Ας δούμε τους «μοχθηρούς» ήρωες, τον Γκιαούρ του λόρδου Βύρωνα («τη μορφή αυτού κουκούλα μελανή κατακαλύπτει»), τον Χίθκλιφ της Εμιλι Μπροντέ, φτάνοντας ως σήμερα, στον ανείπωτο ήρωα του Ρίτσαρντ Μάθεσον, όπως περιγράφεται στον «Γεννημένο από άνδρα και γυναίκα» το 1950: «Η μαμά είναι τόσο όμορφη και εγώ αντίθετα τόσο άσχημος. Κοίτα τον εαυτό σου, είπε». Μα και ο Σαρτρ στις «Λέξεις» θυμάται: «Ο καθρέπτης μου είχε μάθει αυτό που ανέκαθεν ήξερα: ήμουν φρικιαστικά φυσικός. Δεν συνήλθα ποτέ».


Η διέξοδος των Καταραμένων


Μπροστά στην καταπίεση της βιομηχανικής πόλης, τα ανώνυμα πλήθη, τα λαϊκά διηγήματα στις εφημερίδες, την ισοπέδωση, ο καλλιτέχνης νιώθει να ασφυκτιά. Θέλει να είναι διαφορετικός. Νιώθει εχθρικές τις νέες δημοκρατικές ιδέες. «Αποσύρεται στον φιλντισένιο πύργο της τέχνης για την Τέχνη» γράφει ο Εκο, γίνεται περιθωριακός και καταραμένος. «Ηταν… καλλιτέχνης της απέχθειας, επιρρεπής στο χειρότερο και διψασμένος μόνο για το υπέρμετρο… έγραψε ο Βαλερί το 1930 στο «Πορτρέτο του Υσμάνς». Ο Ρίλκε εκθειάζει την πόρνη («Οι ελεγείες του Ντουίνο» 1912 – 1922), ο Μπατάιγ την ασχήμια της ερωτικής πράξης (1957), ο Ντ’ Ανούντσιο την ηδονή της νεκροφιλίας (1897), ο Μποντλέρ τη μακάβρια νύφη (1857) που αν και γριά πριγκίπισσα «ξέρει τα ηφαίστεια να υπερβαίνει».


Το άσχημο ως καθαρτικό


«Ας δημιουργήσουμε με θάρρος άσχημα πράγματα» παροτρύνουν τα φουτουριστικά μανιφέστα. Η τέχνη εξεγείρεται ενάντια στην παρηγορητική νατουραλιστική αισθητική της εποχής. Ο Ερνστ, ο Νταλί, ο Μαγκρίτ ανοίγουν χαραμάδες στο ασυνείδητο. Οι δημιουργοί, θέλοντας να «εκπλήξουν τους αστούς», σκανδαλίζουν τελικά ολόκληρη την κοινή γνώμη. Το 1932 ο Αντονέν Αρτό προτείνει το «θέατρο της σκληρότητας», εκδικητικά «καθαρτικό» σαν την πανούκλα. Στην «Αισθητική θεωρία» (1970) ο Αντόρνο υποστηρίζει ότι η Τέχνη πρέπει να «κάνει δικό της ό,τι έχει αποκλειστεί ως άσχημο, όχι πλέον για να το εντάξει, να το μετριάσει… αλλά για να καταγγείλει, μέσω της ασχήμιας, τον κόσμο που τη δημιουργεί σύμφωνα με την εικόνα του».


Να λύσουμε τα ξόρκια


Αν η ασχήμια της πρωτοπορίας μεταστοιχειώθηκε σε νέο αισθητικό πρότυπο, στη σύγχρονη τέχνη ο καλλιτέχνης προβάλλει το ίδιο το σώμα του σε αιματηρά μαρτύρια σε μια δήλωση διαμαρτυρίας απέναντι στις φρικαλεότητες της εποχής του. Από τη μία τα σκελετωμένα παιδιά της Αφρικής στην τηλεόραση, από την άλλη τα cyborg τέρατα, το σπλάτερ και οι ζωντανοί νεκροί της φαντασίας μας: αγωνιζόμαστε άραγε να ξορκίσουμε τη βαθύτερη ασχήμια που μας κατακλύζει; Πασχίζουμε να καταγγείλουμε την παρουσία του Κακού; Ο Εκο δεν είναι καθησυχαστικός. Ακόμη και όταν η φωνή της τέχνης ήταν περιθωριακή, τουλάχιστον «προσπάθησε να μας υπενθυμίσει ότι, παρά την αισιοδοξία ορισμένων μεταφυσικών, σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχει κάτι το αθεράπευτο και θλιβερά κακόβουλο».