Αχρονολόγητη η πρώτη έκδοση της μυθιστορίας του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, από τον εκδοτικό οίκο Ι. Ν. Σιδέρη, με εξώφυλλο, υδατογραφία του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος και την υπογράφει με το ψευδώνυμο Pol Arcas, καθόσον Αρκάς την καταγωγή ο Δημητρακόπουλος, καίτοι γεννηθείς στην Κυπαρισσία, θα πρέπει να κυκλοφόρησε εντός του 1921, μια και το οπισθόφυλλο στα εκδοθέντα βιβλία αναφέρεται η επετειακή έκδοση των Διηγημάτων του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, ή, το αργότερο, στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους, αφού ο συγγραφέας πέθανε στις 28 Ιουλίου 1922, στα 58 του, από καρκίνο, που τον βασάνισε για μεγάλο διάστημα χωρίς να κάμψει το ηθικό του, κατά μαρτυρία του Ξενόπουλου στον Κωστή Μπαστιά. Μια δεύτερη έκδοση έγινε το 1925 από τις εκδόσεις Αγκυρα. Οπότε η πρόσφατη θα πρέπει να είναι η τρίτη, χωρίς να αποκλείονται ενδιάμεσες σε διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους, όπως συμβαίνει με άλλα βιβλία του Δημητρακόπουλου. Το σίγουρο πάντως είναι πως, πρώτη φορά, βιβλίο του Δημητρακόπουλου αναβαθμίζεται σε συλλεκτικό είδος και παρουσιάζεται σε πολυτελή έκδοση ως πρώτος τόμος «συλλεκτικής βιβλιοθήκης» των εκδόσεων Κότινος, μετά την εξαίρετη «Αναγεννησιακή Βιβλιοθήκη», η οποία φιλοδοξεί, σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα, να φιλοξενήσει πολύτιμα και δυσεύρετα κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας. Καλός γνώστης του έργου του Δημητρακόπουλου ο Κώστας Παπαγεωργίου, από τους λιγοστούς, αν όχι ο μόνος που έχει αποτιμήσει τη μυθιστοριογραφία του, καθώς τους μελετητές τους απασχόλησε, όσο τους απασχόλησε, ο αναμφιβόλως σημαντικότερος θεατρικός Δημητρακόπουλος, θα αναμενόταν να τον φροντίσει φιλολογικά, κυρίως, να τον καλοσυστήσει. Αντ’ αυτού, στο επίμετρο, φαίνεται σαν να ζητά να αποδείξει πως ο συγγραφέας αδίκησε εαυτόν με την πολυγραφία του, αδιαφορώντας να προβάλει τη θέση που κατείχε ο Δημητρακόπουλος στην εποχή του.


Ξεπουπουλιασμένα θέλγητρα


Εκπάγλου καλλονής η Τζέιν Ντίγκμπι, μετέπειτα κόμισσα Θεοτόκη, χάρη στον τρίτο στη σειρά γάμο της με τον κερκυραίο ευγενή Σπυρίδωνα Θεοτόκη, ενέπνευσε πλείστους όσους συγγραφείς, με την τελευταία βιογραφία της στα αγγλικά να κυκλοφορεί το 1998. Ωστόσο ο Δημητρακόπουλος δεν φαίνεται να συγκινήθηκε από τον θρύλο της ωραίας κόμισσας, αντιθέτως ο απόηχος του σκανδαλώδους βίου της θα πρέπει να του προκάλεσε μάλλον απέχθεια, καθώς τη διακωμωδεί σαράντα χρόνια μετά θάνατον, πλάθοντας μια επιπόλαιη και ανενδοίαστη ηρωίδα με ξεπουπουλιασμένα τα γυναικεία της θέλγητρα. Μετά τη μυθιστορία του για τη Δούκισσα της Πλακεντίας, επανέρχεται στην Αθήνα του Οθωνος, που τον εμπνέει σχεδόν όσο και οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου, με μια ιστορία πάθους χωρίς ανταπόκριση, στην οποία πρωταγωνιστούν και οι δύο αλλοδαπές αρχόντισσες.


Ανοιξη του 1845 και η εξηκοντούτις πλέον Δούκισσα διαγκωνίζεται την τριανταοχτάχρονη τότε Κόμισσα, η οποία ο συγγραφέας θέλει να έχει «παρακάμψει το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας της». Αμφότερες εξυφαίνουν πλεκτάνες, στις οποίες εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα, στρατιωτικοί και αρχιλήσταρχοι. Ακριβώς όπως οι σημερινοί ομότεχνοί του, ο Δημητρακόπουλος παραφθείρει βιογραφικά, φορτώνοντας αμαρτίες στα ιστορικά πρόσωπα. Λ.χ., ο βαυαρός στρατηγός Σμαλτς, πρώτος υπουργός Στρατιωτικών επί Αντιβασιλείας, καταλήγει ένας γεροπαραλυμένος. Μήλον της έριδος, νεαρός φουστανελοφόρος, αγαθός μεν αλλά σκέτος Αδωνις. Παρ’ όλο που η υπόθεση προβλέπει απαγωγές και σκοτωμούς, η μυθιστορία εξελίσσεται μάλλον ως κωμωδία, καθώς ο Δημητρακόπουλος δεν αφηγείται μια τολμηρή ερωτική ιστορία αλλά στήνει σκηνές, με ζωηρούς διαλόγους στην καθομιλουμένη της εποχής, που αναδεικνύουν, χάρη και στον παντεπόπτη, όσο και είρωνα, αφηγητή, χαρακτηριστικούς τύπους, σκιαγραφώντας τις νοοτροπίες εκείνων των πρώτων γκαγκάρων. Την αντιπάθειά τους για τους Φαναριώτες αλλά και τις σμυρνιές κοκόνες, τις «παστρικοθοδώρες», όπως τις αποκαλούσαν, τη μετά μανίας θεσιθηρία στο εκκολαπτόμενο τότε Δημόσιο και, τέλος, την αδυναμία που είχαν ανέκαθεν οι Αθηναίοι στα καφενεία, τότε μετά ναργιλέ. Οπου αλιεύουμε και την διαχρονικής ισχύος παρατήρηση του συγγραφέα: «Η αναμονή (για μια θέση στο Δημόσιο) έκαμνε να μη ανοίγονται ούτε εργοστάσια ούτε άλλα είδη βιομηχανίας να καλλιεργηθούν· άνοιγαν μόνο καφενεία». Ενα τελευταίο ατού της μυθιστορίας συνιστά το σκηνικό της οθωνικής Αθήνας που ο αναγνώστης θα χαιρόταν καλύτερα με έναν χάρτη, όπου θα εντόπιζε, για παράδειγμα, τις πλατείες Αναβρυτηρίου και Βρυσακιού, τη σπηλιά της Καισαριανής αλλά και την ξύλινη γέφυρα που οδηγούσε στο Πεδίον του Αρεως.