Ανόμοια τα δύο βιβλία, με μοναδικό κοινό σημείο τις υποσχέσεις που οι συγγραφείς τους είχαν δώσει πριν από χρόνια με το προηγούμενο βιβλίο τους, που τύχαινε να είναι και το πρώτο τους. Το 2000 εκδόθηκε το Απόντος του παραλήπτου (Εστία) της Ν. Χατζηδημητρίου, με μικρά πεζά σαν επιστολές προς «πολυφίλητο» νεκρό που πέθανε μόλις εικοσιπενταετής. Πέντε χρόνια νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει το Ενας έλληνας φοιτητής αυτοκτόνησε στο Παρίσι (Αλεξάνδρεια) του Γ. Αλεξανδρινού, μια πρωτότυπη αστυνομική ιστορία νεωτερικού τύπου. Και τα δύο, έργα ωρίμου ηλικίας.


Μορφικές παραλλαγές


«Στους απόντες» αφιερώνει και το δεύτερο βιβλίο της η Χατζηδημητρίου δοκιμάζοντας μορφικές παραλλαγές. Ενα πρώτο μέρος παρουσιάζεται ως συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου, με αποσπασματικά πεζά που πολιορκούν τη θλίψη, παρατάσσοντας ερωτήματα και λεκτικούς συνειρμούς, σαν προσπάθεια εξορκισμού της. Μερικά καλύπτονται από απορηματικές αλύσους, ενώ άλλα υιοθετούν αποφθεγματικό χαρακτήρα. Ελλειπτικός ο λόγος, υποτίθεται πως ανακεφαλαιώνει με αντικειμενική διάθεση τα παρελθοντικά. Τα δωμάτια που τη φιλοξένησαν, τις μουσικές που απήλαυσε, τα γενέθλια που γιόρτασε, τα πράγματα που αρνείται να αποχωριστεί. Οπως όμως «οι κάμερες του μυαλού» παραμένουν «υποφωτισμένες», οι αναδρομές μαυρίζουν. Ακόμη και οι αλλοτινοί έρωτες εκλαμβάνονται ως πλάνη. Η συγγραφέας φαίνεται να υποτονθορύζει το «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Ωστόσο, η επανερχόμενη ερώτηση τι σημαίνει κάποιος να πεθαίνει μένει αναπάντητη. Γι’ αυτό και η Χατζηδημητρίου αποπειράται σε ένα δεύτερο μέρος μια διαφορετική προσέγγιση στήνοντας έξι μικρογραφίες μυθιστορημάτων και πάλι, μελαγχολικής πνοής. Διηγήσεις εποχής, που διαδραματίζονται σε διαφορετικούς παρελθοντικούς αιώνες, στρεφόμενες και οι τέσσερις γύρω από έναν θάνατο, με τον έρωτα παντελώς απόντα. Στις τρεις κεντρικό πρόσωπο είναι ένας άντρας που χάνει νωρίς τη σύζυγό του και μεγαλώνει με περισσή φροντίδα το μονογενές τέκνο του. Στις δύο πρόκειται για μια θυγατέρα που αποχαιρετά τη ζωή στην αρχή της εφηβείας, ενώ στην τελευταία για έναν φρενοβλαβή υιό που θα πεθάνει πριν από τον πατέρα του στη διάρκεια μιας κρίσης. Οπότε και λανθάνει το ερώτημα τι σημαίνει γι’ αυτούς τους εύπορους και κοινωνικά καταξιωμένους γεννήτορες, που ζουν τον 16ο ή τον 19ο αιώνα, στην Ισπανία, στην Αγγλία ή στα Βαλκάνια, κατά γενική ομολογία, άνδρες τετράγωνης λογικής, ο θάνατος του παιδιού τους, στον οποίον ένας γονέας μπορεί με τη στάση του και να συμβάλει. Πόσο άραγε αναπαύονται οι ψυχές, για όσους πιστεύουν στην ύπαρξή τους, με τις μεταθανάτιες τιμές; Οπως και να έχει, συγκρατούμε την καταληκτική διήγηση ως ένα εν δυνάμει μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται εν μέρει στην Αθήνα του Χαρίλαου Τρικούπη αλλά και ως ένα ακόμη πεζό που συνομιλεί με τον Βιζυηνό. Κατά τα ειωθότα, όχι με το έργο του αλλά με το ατυχές τέλος του. Ωστόσο πρωτοτυπεί εμπλέκοντας στα πρόσωπα τον κωνσταντινουπολίτη λόγιο Νικόλαο Βασιλειάδη και το εξαίρετο βιβλίο του Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, το οποίο και καταλήγει με ένα κεφάλαιο για «την τρέλλα του ποιητού» και τους «θαυμασίους στίχους» του για τον θάνατο που έρχεται να τον αρπάξει.


Κατέβηκε στον Αδη


Οπως άρπαξε την Ευρυδίκη, την αγαπημένη σύζυγο του Ορφέα, και εκείνος κατέβηκε στον Αδη για να τη φέρει πίσω, καταθέλγων με τη μουσική του τις δυνάμεις του Κάτω Κόσμου, σύμφωνα με τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, που βρίσκεται στον πυρήνα του δεύτερου μυθιστορήματος του Αλεξανδρινού, αν και αντεστραμμένος, αφού πρώτος πεθαίνει ο Ορφέας. Οσο για την Ευρυδίκη, αδιαφορεί, ωστόσο εν τέλει πληρώνει με τη ζωή της την ανάσταση του Ορφέα, όπου, μυθιστορηματική αδεία, ως ανάσταση νοείται η μεταθανάτια αναγνώριση της μουσικής του. Εκ πρώτης όψεως, μια πολυσέλιδη ερωτική ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, ωστόσο ήδη οι δάνειοι τίτλοι των κεφαλαίων από άσματα και κινηματογραφικές ταινίες αποκαλύπτουν το συγγραφικό παιχνίδι. Ο Αλεξανδρινός πλάθει την ιστορία του συρράπτοντας εντέχνως υποθέσεις άλλων βιβλίων και σεναρίων. Τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης τον συνδυάζει με την υπόθεση της ταινίας «Ζυλ και Τζιμ» του Τρυφώ, όπου δύο φίλοι αγαπούν την ίδια γυναίκα, ενώ υιοθετεί το μελοδραματικό φινάλε από γνωστό αστυνομικό, εμπνεόμενος ενδιάμεσες σκηνές από ρομάντζα και στίχους τραγουδιών. Για τα βιογραφικά των ηρώων του μεταγράφει στερεότυπες ιστορίες για μαυραγορίτες που πλούτισαν, για εξεγερμένους νέους και άλλους, πρακτικούς και συμβιβασμένους, για γκόμενες και μεγάλους έρωτες. Ενας μικρόκοσμος που διαστέλλεται, έτσι όπως παρεμβάλλονται τα curriculum vitae θρυλικών προσώπων του 20ού αιώνα. Σε αυτό το εκτεταμένο «κολάζ», όπου πρωτοστατούν η Θεσσαλονίκη παλαιότερων δεκαετιών και η γενιά των χίπις, ο συγγραφέας δίνει έναν ανάλαφρο και ειρωνικό τόνο, ξεδιπλώνοντας εν παραλλήλω τον θαυμαστό κόσμο των κόμικς. Κάπως έτσι η Ευρυδίκη μεταμορφώνεται στη «γυναίκα με το ανδροβόρο αιδοίο» και οι ήρωες βρίσκονται στις αγκάλες του Τσε Γκεβάρα και του Κόρτο Μαλτέζε.


Και στα δύο βιβλία θα ταίριαζε το μοτίβο «το παρελθόν είναι πάντα παρόν», ενώ αμφότεροι οι συγγραφείς ανανεώνουν τις υποσχέσεις τους.