Αρωμα γυναίκας και αύρες παρισινές είναι ο συνδυασμός που μεταμορφώνει ασύνδετες ιστορίες σε αισθαντικό αφήγημα. Συνολικά, 32 σύντομες διηγήσεις, μερικών σελίδων η καθεμία, γύρω από σκόρπια συμβάντα, λιγότερο ή περισσότερο καθημερινά, ενίοτε και εξαιρετικά, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο αφηγημένες, σταθερής ωστόσο προοπτικής. Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για δεδομένη οπτική γωνία, αλλά για φιλτράρισμα μέσα από μια συγκεκριμένη γυναικεία ευαισθησία. Αλλωστε στις περισσότερες ιστορίες το σημαντικό στοιχείο δεν είναι αυτά καθαυτά τα συμβάντα αλλά τα ερεθίσματα, εξωτερικά και εσωτερικά, ισχυρά ή εξασθενημένης έντασης, που διαμορφώνουν καθοριστικά τις εντυπώσεις και συνακόλουθα την αφήγηση.


Γύρω στα σαράντα


Αρωμα γυναίκας, λοιπόν, και δη διανοούμενης, με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, άκρως εγκεφαλικής, που διυλίζει κουβέντες και αισθήματα. Μια γυναίκα που νιώθει την ανάγκη να ενθουσιαστεί με έναν άνδρα ή με κάποιο έργο τέχνης και όμως αδυνατεί να απογειωθεί. Μετέωρη ανάμεσα στις αντιλήψεις περί ηθικής αλλά και αισθητικής περασμένων δεκαετιών, που έρχονται σε διάσταση με την τρέχουσα ελευθεριότητα καθώς και με το πολιτιστικό «μπούκωμα» που επικρατεί. Στις ιστορίες η γυναίκα άλλοτε μετέχει και άλλοτε αποσύρεται εκτός υπόθεσης, μεταγγίζοντας ωστόσο και σε αυτές τις περιπτώσεις τον ψυχισμό της σε ιδέες και ύφος. Οταν πάντως παρουσιάζεται ως πρωταγωνίστρια, αλλά και όταν αρκείται στον ρόλο του προνομιούχου παρατηρητή, συστήνεται ως εργαζόμενη, κάπου γύρω στα 40, τρόπον τινά και ώριμη και ερωτεύσιμη, συνήθως με σύζυγο και παιδιά, πάντοτε όμως συναισθηματικά μόνη, σε αναζήτηση προσέγγισης.


Αναμφιβόλως άνισες οι ιστορίες, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις αρτιότερες συναγωγές κειμένων. Παραδόξως, περισσότερο χωλαίνουν όσες δείχνουν να πλησιάζουν την πραγματικότητα, με την αφηγήτρια να ταυτίζεται απροκάλυπτα με τη συγγραφέα. Αν και αυτές οι ιστορίες έχουν την αξία της μαρτυρίας, όπως εμπλουτίζονται με τους προβληματισμούς του ιστορικού τέχνης ή τις σκέψεις ενός δίγλωσσου. Ενώ η διάχυτη παρισινή ατμόσφαιρα συγκεκριμενοποιείται στο Μπομπούρ, που γίνεται ο προνομιούχος χώρος δράσης και οι εκθέσεις του αντικείμενο κριτικής, καθώς η αφηγήτρια παίρνει συνήθως τη θέση της ξεναγού που κάνει την αυτοκριτική της αλλά και αγωνιά να συνομιλήσει με τον καλλιτέχνη και το κοινό. Ωστόσο «στο Μπομπούρ» εκτυλίσσεται και μια ιδιάζουσα ιστορία για τις αντιδράσεις που προκαλεί η ζωγραφική σε αμύητους, όπως «τα διεστραμμένα κοριτσάκια του Μπαλτύς» σε μια καλόγρια, η οποία, σαν σε εκκλησία, προσκυνά τον αισθησιασμό και αφήνει τον οβολό της. Τουλάχιστον κατά την κάπως ευφάνταστη εκδοχή της αφηγήτριας για τις κινήσεις της.


Αφόρητη συμβίωση


Γενικότερα, αρκετές ιστορίες ανελίσσονται σε διηγήματα, ιδίως μια ομάδα που θα μπορούσε να τιτλοφορείται και αποδράσεις, με θέμα την αφόρητη συμβίωση των γυναικών με τους άνδρες, που φέρνει την πλήξη και τις παρασπονδίες. Αν και το τρομερότερο που μπορεί να συμβεί δεν είναι μια εξωσυζυγική σχέση αλλά η ματαίωσή της. Οταν, με τη σειρά της, βουλιάζει στη ρουτίνα και η μόνη λύση είναι η εκ νέου απόδραση σε μια άλλη περιπέτεια. Οι αφηγήσεις αποπειρώνται ανατομία της ανδρικής στάσης, της αυτοπεποίθησής τους και της συγκαλυμμένης αδυναμίας τους. Εμβάθυνση που απλώνεται σε διαφορετικούς χρόνους, ώστε να αναδεικνύονται οι αλλαγές συμπεριφοράς, καθώς συνάδουν με τη μεταβολή των αισθημάτων, αν και ουσιαστικά αποκαλύπτεται το αμετακίνητο των τρόπων, προπαντός στο μοίρασμα των ρόλων θύτη – θύματος που οι περισσότερες σχέσεις προϋποθέτουν. Θαυμάσιες οι ιστορίες της «γραβάτας» και του «αστακού», όπου μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα αποκαλύπτει την υποσυνείδητη μοιχεία, ενώ ένα ζωηρό οστρακοειδές καταρρακώνει το γόητρο του συζύγου. Σε άλλες πάλι ιστορίες σκιαγραφείται η γυναικεία ροπή προς τη φαντασίωση και τον μύθο. Αρκεί μια φωνή στο τηλέφωνο, το βλέμμα ενός αγνώστου στο μετρό, ένα πρόσωπο που αμυδρά θυμίζει κάποιο άλλο, ένα τυχαίο άγγιγμα – με έναν λόγο, αρκεί μια ατμόσφαιρα που να υποθάλπει την αναμονή.


Εν τέλει, πιστεύουμε πως εκείνο που γοητεύει στις αφηγήσεις της Μιλσανή είναι οι ανέφικτοι έρωτες και τα φευγαλέα πάθη, με μια πατίνα ματαιότητας που δεν προστέθηκε για λόγους διακοσμητικούς. Στην εντύπωση, προφανώς, συμβάλλει καθοριστικά η μεταγλώττιση σε μια ελληνική που τους ταιριάζει σαν ρούχο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους.