Το βιβλίο Χίλιες και μία νύχτες ήταν το σύνθημα. Η Ανατολή ήταν εκεί και προκαλούσε τη Γηραιά Ηπειρο, με τον εξωτισμό της. Η περιήγηση θα μπορούσε να προσλάβει αισθησιακές όσο και μυστηριακές διαστάσεις, και κυρίως θα ήταν ένα ταξίδι ανακάλυψης. Ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ανατολή υπήρχε βεβαίως η Ελλάδα, η οποία επιπλέον, εκτός από το μαγικό φως της ακτινοβολούσε και τη λάμψη του αρχαίου πολιτισμού της. Οι ταξιδιώτες λοιπόν πήγαιναν ανατολικά και σαν τη Σεχραζάτ είχαν χίλιες και μία ιστορίες να διηγηθούν, και ακόμη περισσότερες…


Η στροφή προς ανατολάς


Ενα από τα πιο αντιπροσωπευτικά προϊόντα αυτού του ταξιδιωτικού ρεύματος προς ανατολάς του 16ου και 17ου αιώνα είναι Το Αρχιπέλαγος του Μάρκο Μποσκίνι (1605-1681), το οποίο εκδόθηκε στη Βενετία το 1658. Καθώς ο συγγραφέας του ήταν πολυσύνθετος καλλιτέχνης, αυτό το χαρακτηριστικό αποτυπώθηκε και στο νησολόγιό του. Με μοναδικούς χάρτες και ζωντανές περιγραφές καταγράφεται μια εποχή τυλιγμένη σε πέπλο μυστηρίου, σε μια περιοχή η οποία από παλιά ζούσε με τους μύθους της. Τώρα υπάρχει πρόσβαση στην εικόνα αυτής της εποχής, καθώς Το Αρχιπέλαγος μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βιβλιοφιλία του Κ. Χ. Σπανού. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν, ενδεικτικά, στη Μύκονο εκείνης της εποχής:


Αυτό το νησί ονομαζόταν κάποτε Μύκων και σήμερα Μύκονος. Τον καιρό της ελληνικής αυτοκρατορίας ήταν πυκνοκατοικημένη, σχεδόν όμοια με τη Δήλο. Τώρα όμως είναι σχεδόν ακατοίκητη. Και αυτοί οι λίγοι Ελληνες που υπάρχουν είναι αρκετά φτωχοί, εξαιτίας των συνεχόμενων επιδρομών των κουρσάρων. Το νησί είναι σχεδόν όλο κατάξερο και φαίνονται ίχνη που μαρτυρούν μεγάλα και μεγαλοπρεπή κτίρια. (…) Εκτός από το ότι το νησί αυτό είναι από μόνο του αριστοκρατικό, το κάνει πιο διάσημο και φημισμένο ο Βιργίλιος, διηγούμενος ότι πήγε εκεί αφού περιπλανήθηκε πολύ καιρό στη θάλασσα.


Ο επιμελητής της έκδοσης Θοδωρής Κουτσογιάννης σημειώνει στην εισαγωγή του ότι «δεν εκπλήσσεται βεβαίως κανείς από την πληθώρα των αναφορών για αρχαιολογικά λείψανα. Τα ερείπια της ένδοξης αρχαιότητας, διάσπαρτα στα περισσότερα νησιά, γίνονται σταθερό σημείο αναφοράς, καθώς αποτελούν το leit motiv της περιηγητικής γραμματείας για τις ελληνικές περιοχές».


Οι αποκαλύψεις του τοπίου


Αυτό το αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα παρέμεινε και τους επόμενους αιώνες, μόνο που τώρα είναι ενταγμένο σε διαφορετική λειτουργία της περιήγησης. Από τον 19ο αιώνα, με την αλματώδη ανάπτυξη των ταξιδιών αναψυχής και τη γέννηση του τουρισμού, οι ταξιδιώτες δεν ανακαλύπτουν αλλά επισκέπτονται. Δεν ανακαλύπτουν; Ο Jules Barbey d’ Aurrevilcy αναφέρει ότι ταξιδιώτης είναι «ένας άνθρωπος που πάει στην άκρη του κόσμου για να βρει την άκρη», την άκρη του εαυτού του. Ο βιεννέζος ποιητής και δραματουργός Ούγκο φον Χόφμανσταλ (1874 – 1929) είναι η ιδιαίτερη περίπτωση αυτής της βαθύτερης ελληνικής εμπειρίας στις Στιγμές στην Ελλάδα, αν και στηρίζεται σε μία και μόνη ολιγοήμερη επίσκεψη που πραγματοποίησε το 1908. Αυτή όμως ήταν αρκετή να κλονίσει και να αποσταθεροποιήσει το παρόν, να γίνει μια νέα αφετηρία. Η συνάντηση στα βουνά της Φωκίδας με τον παράξενο οδοιπόρο από το Lauffen επί του Salzach πάνω στον δρόμο του Οιδίποδα – από τους Δελφούς προς την Επίδαυρο – παρουσιάζεται συγκλονιστική:


Ολη όμως εκείνη την ώρα και την επόμενη ως τη Χαιρώνεια και όσες ακολούθησαν, μέχρι το τρένο, που μας μετέφερε διά μέσου της Βοιωτίας και της Αττικής, να μπει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας, ενώπιόν μου περνούσε ένα τοπίο χωρίς όνομα. Τα βουνά καλούσαν το ένα το άλλο. Οι χαράδρες ήταν πιο ζωντανές και από πρόσωπα. Κάθε μικρή ρυτίδα στις μακρινές πλαγιές των λόφων ζούσε. Και όλα αυτά μού ήταν τόσο κοντινά όσο και οι φύτρες των ίδιων μου το χεριών. Ηταν ό,τι ποτέ πλέον δεν θα ξαναδώ: το δώρο της φιλοξενίας όλων των μοναχικών οδοιπόρων που συναντήσαμε.


Το εξωπραγματικό συναπάντημα


Παράξενο ως και εξωπραγματικό συναπάντημα ο φλεγόμενος από τον πυρετό άνθρωπος ο οποίος όδευε προς τον θάνατό του σιωπηλός, χωρίς να καταδέχεται με τίποτε να κάνει ξανά την ίδια διαδρομή. Τέτοιο μοιάζει γενικώς το σύντομο συναπάντημα του Ούγκο φον Χόφμανσταλ με την Ελλάδα. Παράξενο, ως και εξωπραγματικό, και η συνάντηση με τους κίονες και τα αγάλματα πάνω στον βράχο της Ακρόπολης:


Τι απόγινε αυτός ο κόσμος, αναφώνησα, και τι γνωρίζω εγώ για αυτόν; Πού επί Γης θα μπορούσα να τον αγγίξω; Να τον πιστέψω; Να του παραδοθώ ολότελα; Εδώ ή πουθενά! Εδώ ο αέρας, εδώ και ο τόπος. Δεν διεισδύει τίποτα εντός μου; Μολονότι κείτομαι εδώ, θα μου είναι αιωνίως απαγορευμένος; Δεν έχω μερίδιο παρά μόνο σε αυτήν τη φρίκη, το σκιαγμένο ψυχανέμισμα ίσκιων;


Σε ένα άλλο όμως σημείωμά του ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ διευκρινίζει από την πρώτη κιόλας φράση του ότι «το ταξίδι στην Ελλάδα είναι το πιο πνευματικό από όλα τα ταξίδια μας» και τονίζει:


(…) λησμονήσαμε ότι αυτό το τοπίο θα μπορούσε να αναδίδει και άλλες ευωδιές πέραν εκείνης των αναμνήσεων (…) Φτάνουμε συντροφευμένοι από ένα πλήθος ίσκιων. Μόλις όμως το πόδι μας αγγίξει αυτή την ακτή, νιώθουμε κάτω από τα πέλματά μας πραγματικά πετρώματα, εισπνέουμε τον ηλιόλουστο και δροσερό αέρα, όλοι μάς εγκαταλείπουν.


Ο «πεπειραμένος νησιομανής»


Ο «πεπειραμένος νησιομανής» (όπως χαρακτηρίζει τον Κίμωνα Φράιαρ, αλλά ισχύει για τον ίδιο) Λόρενς Ντάρελ (1912 – 1990) διευκρινίζει από την αρχή ότι «είναι ανόητο να ξοδεύουμε πάρα πολύ χρόνο συγκρίνοντας το παρόν με το παρελθόν, μια και αναπόφευκτα οδηγεί σε μια δυσαρέσκεια για το παρόν που δεν είναι αρκετά ρομαντικό». Ετσι, έγραψε ένα βιβλίο, Τα ελληνικά νησιά, για να απαντήσει στα ερωτήματα των ξένων περιηγητών: «Τι θα θέλαμε να μάθουμε όσο θα βρισκόμαστε εκεί; Τι θα στενοχωριόμασταν αν χάναμε όσο είμαστε εκεί;». Τελικά έγραψε έναν οδηγό, αλλά «πολύ προσωπικό οδηγό». Πράγματι, το βιβλίο του είναι ένας οδηγός στην ατμόσφαιρα των νησιών. Και αυτό, το πνεύμα των νησιών που σαν γλάρος περιφέρεται πάνω από τις θάλασσες, τις στεριές, τις στέγες, τους καλλίγραμμους τρούλους και τα καμπαναριά, αναδεικνύει:


Η Κως, το πιο απάνεμο νησί της Δωδεκανήσου, είναι δίκαια και το πιο παινεμένο. Θα ήταν απόλυτα κακόηθες να δώσουμε έστω και μία αρνητική ψήφο στα τόσο καταφανή προσόντα αυτών των πράσινων και χαμογελαστών λιβαδιών, που είναι πλούσια σε καρπούς και λουλούδια. Ακόμη και η μακρά και ποικιλόμορφη ιστορία της μοιάζει λιγότερο αιματηρή από την ιστορία των γειτονικών νησιών – παρ’ όλο που αυτό ίσως να είναι μια ψευδαίσθηση.


Αμερικανός περιηγητής


Τα Δωδεκάνησα και η πρωτεύουσά τους η Ρόδος ήταν για τον αμερικανό συγγραφέα Πολ Θέροου μια από τις πύλες που πέρασε για να εισέλθει στην Ελλάδα, καθώς έκανε με το βιβλίο του Οι στήλες του Ηρακλή τον γύρο της Μεσογείου. Γράφει ότι «η παλιά πόλη της Ρόδου είναι μια από τις πιο όμορφες μεσαιωνικές πόλεις που έχω δει στη Μεσόγειο – το Παλάτι και το Νοσοκομείο των Ιπποτών είναι πολύ όμορφα και εκπέμπουν δύναμη». Αυτή όμως η δύναμη των τοπίων φαίνεται ότι διασκεδάζεται από τους ανθρώπους που κινούνται ανάμεσα σε αυτά, οι επιβάτες κυρίως του πλοίου «Sea Harmony», με τους οποίους ο συγγραφέας συνταξιδεύει και συναναστρέφεται. «Δεν μπορώ να πω ότι το τοπίο δεν έχει σημασία» γράφει.


Είχαμε περάσει το Μανδράκι, το λιμάνι στην άκρη του οποίου πιστεύεται ότι στεκόταν κάποτε ο Κολοσσός. Το να καθίσω όμως να σκεφτώ πού ακριβώς στεκόταν ο Κολοσσός της Ρόδου ήταν πολύ λιγότερο συγκλονιστικό από αυτό που είχα ακούσει να λέει πριν από λίγο ο Γεγκόρ: την πρώτη ημέρα σού παίρνουν το φαγητό για να σε κάνουν να φοβηθείς.


Ο Γεγκόρ είναι συνεπιβάτης του συγγραφέα ο οποίος του έλεγε ψέματα ότι μπήκε στη φυλακή δεκαεπτά φορές.


Ο Πολ Θέροου διαστρεβλώνει το πνεύμα και την εικόνα της Ελλάδας. Οπως και αν το κάνουμε δεν μπορεί το τοπίο της Ελλάδας να μοιάζει περισσότερο με της Αλβανίας και η Ελλάδα να είναι μια επιτυχημένη εκδοχή της Αλβανίας. Ούτε φυσικά «η Τουρκία είναι η επιφανειακά δυτικοποιημένη άκρη της Ανατολής ενώ η Ελλάδα είναι η εξαθλιωμένη άκρη της Ευρώπης, βασικά μια κοινωνία χωριατών, που νιώθει ικανοποίηση και υπερηφάνεια για τα αρχαία ερείπιά της και διαθέτει (όπως οι περισσότεροι λαοί της Μεσογείου) επιλεκτική μνήμη». Ακόμη και έτσι όμως δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι «η Ελλάδα δεν μας απαγορεύει να ονειρευόμαστε εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια» καθώς είπε ο Μισέλ Ντεόν, αρκεί τα όνειρά σου να μην είναι σαπουνόπερες.