Οταν γίνεται λόγος για ερωτικές φωλιές, οι σημερινοί κάτοικοι της Αθήνας υπονοούν φιλάρεσκα κάποια γκαρσονιέρα στο κέντρο και οι πιο φιγουρατζήδες, ένα σκάφος σε παρακείμενη μαρίνα. Κατ’ ακολουθίαν και οι μυθιστοριογράφοι, σε τέτοιους χώρους, λιγότερο ή περισσότερο γκλάμορους, ανάλογα και με το ταμπεραμέντο τους, στεγάζουν τα παράνομα, τουτέστιν εξωσυζυγικά, πάθη των ηρώων τους. Πλην ορισμένων παλαιοτέρων, που αναπολούν κάποιο ξενοδοχείο, το οποίο όμως τοποθετούν παρά θιν’ αλός ή στις παρυφές πευκόφυτων λόφων. Οσο για εκείνα τα ξενοδοχεία της Αθήνας, με τις άχρωμες προσόψεις και τα κλειστά παραθυρόφυλλα, χωρίς αναγνωριστικό φωτάκι, ουδείς τα μνημονεύει, μπορεί και κανείς να μην τα αντιλαμβάνεται, εκτός από τα ζευγαράκια που περνούν στα κλεφτά το κατώφλι τους.


Ιδού όμως που σε ένα από αυτά έλαχε η εξαιρετική τύχη να αναβαθμιστεί σε λογοτεχνικό τύπο. Θα μπορούσε να ονομάζεται Hotel Frida, Prima ή όπως αλλιώς, μόνο που ο Ανδρέας Μήτσου έχει ανέκαθεν αδυναμία στις Μαρίες, και τελευταία, που εγκατέλειψε τις Παναγίες, στο γαλλικό υποκοριστικό του ονόματος, που έχει το άρωμα μιας κάποιας ελευθεριότητας. Μετά τη μοιραία ηρωίδα του μυθιστορήματος «Ο σκύλος της Μαρί», το Hotel Marie Εξαρχείων ως το ιδανικό σκηνικό για σαρκοβόρες συνευρέσεις, όπως άλλωστε οι περισσότερες ερωτοτροπίες στα δέκα βιβλία του, διηγήματα, μυθιστορήματα και τη μία και μοναδική νουβέλα. Αν και η καινούργια ηρωίδα δεν ονομάζεται Μαρί αλλά Αντιγόνη, μακράν όμως και αυτή του αρχαιοελληνικού προτύπου, ουδόλως υποδειγματική ως σύζυγος και μητέρα, αντιθέτως ατακτούλα, και κατά μία ίσως και συντηρητική άποψη βιτσιόζα. Κατά βάθος όμως διχασμένη και ας επιδεικνύει ασύνετη τόλμη, τουλάχιστον, σύμφωνα με τις περιγραφές του αφηγητή αφού και πάλι το βασικό πρόσωπο είναι ένας άντρας όπως δηλώνει ακόμη μια φορά η ονοματοθεσία του τίτλου. Ανεξάρτητα από το αν δεν συστήνεται ως ο σκύλος της ηρωίδας καίτοι ο ίδιος επιμένει πως της είναι πιστός σαν σκύλος, αλλά ως κύριος Επισκοπάκης. Δεδομένου ότι ο Μήτσου, αφηγούμενος, αρέσκεται να στήνει λεκτικά παιχνίδια, το επίθετο σαφώς νοείται ως παράγωγο του επισκοπώ, εφόσον ο ήρωας ενδελεχώς εξετάζει και αναλύει αφορμές και αίτια κατά την αναδρομική διήγηση των συμβάντων. Προσοχή, ωστόσο όχι Επίσκοπος ή Επισκοπόπουλος αλλά Επισκοπάκης που σηματοδοτεί, μια και δεν κατάγεται από την Κρήτη αλλά από την προσφιλή του συγγραφέα Αμφιλοχία σε επιτομή, την υποτιθέμενη σωματική του μειονεξία· βραχύσωμος, εύθραυστος, γυαλάκιας. Και το μικρό όνομα αυτού Αγγελος, ώστε να παραπέμπει σε πρόσωπο του καλού, ενώ αποκαλύπτεται μαύρη ψυχή, με τον συγγραφέα να καλλιεργεί επιμελώς τη διάσταση ανάμεσα στο πραγματικό και στις εντυπώσεις.


Κατά το επιμύθιο της νουβέλας, το νόημα τής κάθε ιστορίας υπάρχει μόνο στον τρόπο που τη λέει κανείς. Και ο τρόπος του Μήτσου, συμπληρώνοντας αισίως εικοσιπενταετία στον λογοτεχνικό στίβο, προβάλλει ιδιαίτερος. Οι υπερρεαλίζουσες περιγραφές, που εξ αρχής διασκεδάζουν τις διηγήσεις του, όπως σε μια παράξενη ερωτική ιστορία, έστω και αν η υπόθεση δείχνει συνηθισμένη και κοινότοπη. Δειλός και επηρμένος ο κύριος Επισκοπάκης είναι το τρίτο σκέλος στο ερωτικό τρίγωνο της νεαρότερής του Αντιγόνης και του συζύγου της, «ενός παίδαρου του Λιμενικού». Αν και η καθοριστική σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα στους εραστές της Αντιγόνης, τον εκλεπτυσμένο κύριο Επισκοπάκη και τον αντίζηλό του, τον πρωτόγονο «Βούλγαρο», μια σουρεαλιστική φιγούρα των Εξαρχείων. Βολεμένος ο πρώτος, ανάμεσα στην οικογενειακή εστία και στο Hotel Marie, με τον ρομαντισμό του να εξαντλείται σε λόγια και χειρονομίες εντυπωσιασμού, βρίσκεται σε δεινή θέση, όταν η εράστρια απαιτεί τη λήψη αποφάσεως. Οπότε και η εξιστόρηση χάρις και στις λοξοδρομήσεις και στους ελιγμούς αποκτά σασπένς, καθώς οι συζυγικές παρασπονδίες οδηγούν σε εκβιασμούς και φόνους.


Γνώριμος τύπος ο κύριος Επισκοπάκης, ωστόσο ο συγγραφέας τον καθιστά μοναδικό με τις εμμονές που του φορτώνει. Σε ολόκληρη τη διφορούμενη και περιπεπλεγμένη εξομολόγησή του ουδόλως αναφέρεται στο παρουσιαστικό της γυναίκας που τον ξεμυάλισε. Μόνο στα μαλλιά της, μια μαύρη, ανεμίζουσα χαίτη, όπως ήταν κάποτε η δική του, προτού καταντήσει ψωραλέα. Κυρίως όμως επιμένει στον ιδιόρρυθμο ψευδισμό της, που, και μόνο αυτός, του προκαλεί σεξουαλική διέγερση. Κάπως έτσι σαν ψυχολογικό παράδοξο προετοιμάζεται το γκροτέσκο του φινάλε, σε μια διήγηση διανθισμένη, χάρις στο λόγιο προφίλ του αφηγητή, με αισθαντικές διακειμενικές αναφορές και ποιητικές αναλαμπές.