Τυποτεχνικά περιποιημένο το μυθιστόρημα του Ξ. Α. Μπρουντζάκη, σε πολυτονικό, με ειδικά κατασκευασμένα τυπογραφικά στοιχεία, όχι μιας αλλά περισσοτέρων οικογενειών και ακόμη επίλεκτα διακοσμητικά και ψευδοεξώφυλλο στη σελίδα του τίτλου, στις προδιαγραφές του κεντρικού ήρωα, που ξεκίνησε από το ορεινό χωριό του, τα γκράβαρα, όπως λέγαμε άλλοτε επιτιμητικά, για την πρωτεύουσα, δεκαοκταετής, τον Αύγουστο του 1935, να σπουδάσει τα άφθαστα κείμενα της αρχαίας ελληνικής, με το όνειρο ενός λεξικού, που θα αποκάλυπτε τον άγνωστο κόσμο των λέξεων. Η φιλόδοξη όμως περιδιάβαση στις τύχες της ελληνικής, που σχεδίαζε, έμελλε να μείνει ημιτελής, μια και στις δικές του τύχες αναμείχθηκε το Κόμμα, εξαντλώντας την ικμάδα του σε αγώνες και εξορίες. Οπως, άλλωστε, συνέβη με τα καλύτερα παιδιά της γενιάς του και μερικών ακόμη κατοπινών. Την κρίσιμη, ωστόσο, ώρα φαίνεται πως ο έρωτάς του για τις λέξεις υπερίσχυσε του κομματικού καθήκοντος. Μέχρι δηλωσίας έγινε ο σύντροφος καθηγητής για να γυρίσει από το Μακρονήσι πίσω στον κόσμο των λέξεων, πουλώντας, τρόπον τινά, το προλεταριάτο, όχι για τα μάτια μιας γυναίκας, όπως ο άνθρωπος που τον οργάνωσε αλλά για το ετυμολογικό της ελληνικής.


Ενας τραγικός ήρωας, που φωτίζεται πλαγίως και μονομερώς, αφού τη μακριά αφήγηση αναλαμβάνει η κόρη του, γεννημένη με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις το 1955, μετά σχεδόν δεκαπέντε χρόνια έγγαμου βίου των γονιών της, δοθέντος ότι και η μητέρα της όχι μόνο δεν υστέρησε σε κομματικούς άθλους αλλά αντιθέτως, ευθύς εξ αρχής, υπερείχε, ελλείψει άλλων ενδιαφερόντων, κυρίως συναισθηματικής φύσεως. Διπλά τραγική η δική της τύχη, καθώς και τα βασανιστήρια της Ασφάλειας γνώρισε και τα εν τέλει αλγεινότερα της συζυγικής στέρησης, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκμυστηρεύσεις της. Αν και ο παροντικός χρόνος της αφήγησης παραμένει αδιευκρίνιστος. Πάντως, ο σύντροφος καθηγητής έχει προ πολλού πεθάνει, ενώ η μητέρα, ηλικιωμένη αλλά βράχος ιδεολογικής καθαρότητας, συμπληρώνει τη θυγατρική διήγηση, ώστε η παρελθοντική αναδρομή να φθάσει μέχρι τους παππούδες. Εξ ου και η λοξοδρόμηση στον έρωτα πελοποννήσιου γαιοκτήμονα, έγγαμου, με κόρη κολίγου του, που είχε δραματική κατάληξη, καθώς προέκυψαν εγκυμοσύνες, κουκουλώματα, ακόμη και κουκουλοφόροι, επί γερμανικής κατοχής, όταν οι σέμπροι το έπαιζαν τιμωροί.


Γενικότερος στόχος της αφήγησης, διά του συγκεκριμένου παραδείγματος να δειχθεί η ρήση, αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τέκνα κομμουνιστών. Αλλωστε, έτσι κι αλλιώς, η μοίρα όλων προδιαγράφεται στους οικογενειακούς κόλπους, όπου κυοφορούνται τα πάσης φύσεως συμπλέγματα. Χαμένη στους δαιδάλους ενός ασίγαστου οιδιπόδειου η αφηγήτρια, στο ξεκίνημα του μυθιστορήματος, ναρκισσεύεται, κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη ενός εντυπωσιακού σκρίνιου. Μοναδικό απομεινάρι από την προίκα πατρινιάς αρχοντοκόρης, η οποία, όπως γινόταν συχνά στον ρομαντικό Μεσοπόλεμο, άλλον ερωτεύτηκε και άλλον παντρεύτηκε. Σύζυγός της εκείνος ο μοναδικός βενιζελικός αξιωματικός, συνεργός στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, ο οποίος αυτοκτόνησε για να αποφύγει την ατίμωση της καθαίρεσης. Ο Μπρουντζάκης εμπνέεται από την Ιστορία, χωρίς όμως να ταλαιπωρεί τα ιστορικά πρόσωπα. Ούτε ντοκουμέντα αναζητάει ούτε τα λεγόμενα άπλυτα της Αριστεράς επιδιώκει, κατά τον τρέχοντα συρμό, να βγάλει στη φόρα. Ανεξάρτητα από το αν η ιδέα τού να παρουσιάσει εκ των έσω μια οικογένεια της κομμουνιστικής Αριστεράς υποσκάπτει, πιθανώς και αποτελεσματικότερα, κάποια από τα ιδεολογικά ερείσματα.


Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη διαφορετικού ύφους και πνοής. Το πρώτο, με τα ποικίλα παρακλάδια του, απλώνεται από τις αρχές του 20ού αιώνα ως το καλοκαίρι του 1944. Ενα καχεκτικό δεύτερο αφιερώνεται στην επταετή δικτατορία, όταν οι σύντροφοι περιφέρονταν ως πολιτικοί πρόσφυγες στην Ευρώπη. Αν και σε αυτό το κεφάλαιο το κυρίως θέμα είναι τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της αφηγήτριας, καθώς το ενδιαφέρον της μετατοπίζεται από την πατρική φιγούρα σε έναν γοητευτικό καθοδηγητή. Τέλος, το τρίτο και εκτενέστερο μέρος επικεντρώνεται στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, με την αφήγηση να μετατοπίζεται στο τρίτο πρόσωπο, σε μια προσπάθεια να αποτυπωθεί το κλίμα της εποχής και ό,τι αποκαλείται «πολυτεχνικός μύθος». Ωστόσο, η έμφαση δεν δίνεται στις ιδεολογικές συζητήσεις αλλά στις χυμώδεις σκηνές σεξουαλικής αφύπνισης της νεαράς, που προσφέρουν την ευκαιρία στον συγγραφέα να σκιαγραφήσει την ερωτική διάσταση εκείνων των κομματικών οργανώσεων, με τους φαλλοκράτες συντρόφους και τις απελευθερωμένες συντρόφισσες. Αν και μένει ζητούμενο, κατά πόσον αντλεί την έμπνευσή του από το ορθόδοξο κομμάτι του Κόμματος.