Εκείνη προπορεύεται. Φοράει ένα καπελάκι από σκούρο πράσινο βελούδο με λευκό βέλο και κρατάει ένα κεντητό τσαντάκι στολισμένο με μαργαριτάρια. Εκείνος βαδίζει τρία βήματα πιο πίσω. Ακούγεται ένα μαρσάρισμα. Το βεσπάκι την πλευρίζει απότομα από τη μεριά του δρόμου. Ενας άντρας με κόκκινη δερμάτινη στολή τής αρπάζει την τσάντα. Εκείνος είναι τόσο κοντά ώστε προλαβαίνει να δώσει μια γερή κλωτσιά στο βεσπάκι. Αρπάζει από τον άγνωστο το τσαντάκι και βοηθάει την ηλικιωμένη κυρία να σηκωθεί. Ο τσαντάκιας χάνεται. Εκείνη του ρίχνει ένα βλέμμα επιδοκιμασίας και τον καλεί σπίτι της. Είναι Τρίτη, 5 Σεπτεμβρίου 1990, λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα και έτσι προλαβαίνουν ακόμη να πιουν ένα τσάι. Αυτή η σχεδόν τυχαία καλή πράξη οδηγεί στη γνωριμία του νεαρού οικονομολόγου Γιόαχιμ Κ. με τη γηραιά κυρία Ιωσηφίνα Κ., πρώην ντίβα της όπερας, στο διήγημα του γερμανού συγγραφέα Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Η Ιωσηφίνα κι εγώ. Ο Εντσενσμπέργκερ, από τους πιο εμβληματικούς ποιητές και δοκιμιογράφους της μεταπολεμικής Γερμανίας, επανεμφανίζεται με ένα πεζό, πρώτη φορά μετά τριάντα χρόνια. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 οιστρηλατούσε την αριστερή κοινωνική κριτική στη Γερμανία, αργότερα πήρε αποστάσεις από όλες τις βεβαιότητες, κατέληξε κομψός υπομνηματιστής των τεκταινομένων. Και τώρα στα 77 του, η Ιωσηφίνα: μια μεταφορά του γαλλικού σαλονιού του διαφωτισμού στη Γερμανία του σήμερα.


Το πεζό του Εντσενσμπέργκερ είναι μόνο κατ’ ευφημισμόν διήγημα. Πρόκειται για την καταγραφή των σπινθηροβόλων διαλόγων στο σαλόνι της Ιωσηφίνας, οι δε τίτλοι των «κεφαλαίων» δεν είναι άλλοι από τις ημερομηνίες των συναντήσεών τους. Και η δύναμη του κειμένου ξεδιπλώνεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο και προφανέστερο είναι η σπιρτάδα και κομψότητα των διαλόγων, το δεύτερο και άρρητο, η ισχυρή συναισθηματική σχέση που καλλιεργείται ανάμεσα στους δύο και που τελικά μεταμορφώνει την αλληλουχία των συναντήσεων σε μια τρυφερή περιπέτεια αισθηματικής αγωγής, σε μια αγάπη ανάμεσα στην ώριμη γυναίκα και στον άκαπνο νεανία. Και όλα αυτά χωρίς ίχνος κραυγαλέου συναισθηματισμού. «Α, όχι. Δεν ξοδεύω τα συναισθήματά μου. Προς τι να κόπτομαι, εάν κανείς δεν πρόκειται να ωφεληθεί; Αν θέλει κανείς να επανορθώσει για κάτι, αν έχει τέλος πάντων την πρόθεση και την ικανότητα για κάτι τέτοιο, ας το πράξει. Αλλά, κατά τα άλλα; Δαπανάτε τα αισθήματά σας, αγαπητέ μου, Γιόαχιμ! Δεν σας επισήμανα ήδη πιεστικά ότι τα αισθήματα είναι σπάνιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, που πρέπει κανείς να διαχειρίζεται με σύνεση; Μα, εσείς δεν είστε οικονομολόγος; Ε, τότε σίγουρα με αντιλαμβάνεσθε, έτσι δεν είναι;». Η γοητεία της Ιωσηφίνας παραμένει πανίσχυρη, παρά τις λεπτομέρειες που μαθαίνει σιγά σιγά ο Γιόαχιμ: ότι η καριέρα της τελείωσε μάλλον άδοξα πριν από δεκαετίες, ότι υπέστη τότε νευρικό κλονισμό και νοσηλεύθηκε στην Ελβετία, ότι υπήρξε σπάταλη και σήμερα είναι απένταρη, ότι η βίλα της ανήκει ουσιαστικά στις τράπεζες, ότι η Ιωσηφίνα ζει με τη σύνταξη της υπηρέτριάς της Φρίντας, ότι υποφέρει από χρόνια καρδιακή πάθηση και κακώς καπνίζει γκολουάζ.


Η αισθηματική αγωγή είναι το ένα υπόστρωμα της πρόζας του Εντσενσμπέργκερ. Το άλλο είναι η σχετικότητα της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας, που παραπέμπει και στο μακρινό πρότυπο του «διηγήματος» αυτού: στην τελευταία από τις «παραβολές» που έγραψε λίγο προτού πεθάνει ο Φραντς Κάφκα το 1924 με τίτλο «Η αοιδός Ιωσηφίνα ή ο λαός των ποντικών». Η ποντικίνα Ιωσηφίνα του Κάφκα είναι η μεγάλη ντίβα του κατατρεγμένου λαού των ποντικών, έστω και αν τελικά δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να σφυρίζει με τη μουσούδα της πάνω στη σκηνή, όπως όλοι οι κοινοί ποντικοί. Το πλήθος ωστόσο την έχει αποδεχθεί στη συνείδησή του ως τη μεγάλη τραγουδίστρια, που του παρέχει κάθε τόσο στιγμές ανάπαυλας και χαράς. Κάποια μέρα η Ιωσηφίνα θα εξαφανισθεί μυστηριωδώς, αλλά ο λαός των ποντικών θα συνεχίσει και χωρίς αυτήν τον Γολγοθά του. Κάποια μέρα πεθαίνει αιφνιδιαστικά στη βίλα της και η Ιωσηφίνα του Εντσενσμπέργκερ. Ο Γιόαχιμ βρίσκεται για ένα εκπαιδευτικό τρίμηνο στις ΗΠΑ. Οι τράπεζες θα βγάλουν το υπόλοιπο της περιουσίας της σε πλειστηριασμό, η Φρίντα θα γίνει άφαντη αφήνοντας στον Γιόαχιμ μόνο έναν παλιό δίσκο σαν ενθύμιο. Και ένα βράδυ αυτός θα βάλει τον δίσκο σε ένα παλιό πικάπ. Για να αποκαλυφθεί τι; Οτι η Ιωσηφίνα δεν ήταν καν σπουδαία τραγουδίστρια, είχε πολλές τεχνικές αδυναμίες και ήταν κατώτερη των μεγάλων ρόλων. Ο δίσκος τελειώνει και ο Γιόαχιμ δεν έχει το κουράγιο να σηκώσει τη βελόνα που μένει να γρατσουνίζει το περιθώριο.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.