«Πώς γράφεται ένα διήγημα». Καλή ερώτηση. Το ίδιο και η συμμετρική της. «Πώς δεν γράφεται ένα διήγημα». Μόνο που παρόμοιες απορίες σπάνια φαίνεται να βασανίζουν τους συγγραφείς, ιδιαίτερα τους νεότερους, πόσο μάλλον τους νεότατους. Αυτοί δείχνουν να πιστεύουν ότι η οποιαδήποτε αφήγηση συνιστά διήγημα. Οσο για την Α. Σαράφη επιστρατεύει τα ερωτήματα ως τίτλο του καταληκτικού διηγήματος της συλλογής της το οποίο και στήνεται γύρω από αυτά ως αφήγηση πολλαπλώς διακοπτόμενη από μια ένθετη τεμαχισμένη διήγηση. Πρόκειται για τον εξομολογητικό μονόλογο μιας συγγραφέως, που έχει «στρώσει» νοερά ένα διήγημα, κάτι σαν αλληγορικό παραμύθι με γνωστά μοτίβα, καθώς όμως γράφει τα κομμάτια του, ανησυχεί μήπως και οι συνθήκες δουλειάς στο δωμάτιό της από το τραπέζι ως τον φωτισμό δεν προσφέρονται για μία τόσο σημαντική εργασία όπως η συγγραφή. Οπότε και αρχίζει να αλλάζει τα έπιπλα, τις κουρτίνες, το χρώμα των τοίχων, εν γένει τη διακόσμηση, μόνο σπίτι δεν αλλάζει, αν και στο τέλος σκέφτεται μέχρι και τη μετακόμιση. Το αποτέλεσμα είναι ένα εύτακτο διήγημα, έτσι όπως εναλλάσσονται τα των βελτιωτικών επεμβάσεων στον χώρο εργασίας με ισομήκη τμήματα της εγκιβωτισμένης διήγησης. Η συγγραφική αγωνία, η πάλη δηλαδή με τον μύθο και τις λέξεις, διακηρύσσεται μεν αλλά ουδόλως αποτυπώνεται στο σώμα αυτής της διήγησης, παρ’ εκτός στο τελικό ερώτημα, που δείχνει μάλλον ρητορικό, για το κατά πόσο θα σμίξουν οι ερωτευμένοι της εν λόγω ένθετης διήγησης.


Μυθοπλαστική φαντασία


Αυτό δεν σημαίνει πως η Σαράφη στερείται συγγραφικών αρετών. Τουναντίον διαθέτει το πλεονέκτημα μιας ζωηρής μυθοπλαστικής φαντασίας η οποία και φανερώνεται στους ευρηματικούς πυρήνες των περισσοτέρων διηγημάτων, καθώς και στον ευέλικτο τρόπο που η αφήγηση «γλιστράει» στον χώρο του φανταστικού. Και ίσως ακριβώς η πλασματική ευρυχωρία του φανταστικού, που απαιτεί πολύ μεγαλύτερη συγγραφική πειθαρχία, να παρασύρει πρωτόπειρους σε πλατειασμούς. Καινοφανής και η έμπνευση να προσδώσει συνοχή στη συλλογή της, συνταιριάζοντας τα διηγήματα ανά ζεύγη.


Ιδέα που ευδοκιμεί όταν τα διηγήματα κατορθώνουν να συνομιλούν αναμεταξύ τους, όπως στη δυάδα που στρέφεται γύρω από τη συναισθηματική σχέση των ανθρώπων με τα σπίτια. Σε απροσδιόριστο τόπο και χρόνο, όπως άλλωστε σε όλα τα διηγήματα του βιβλίου, μία κοινότητα ξεριζώνεται από τον τόπο της και αλλόθρησκοι έποικοι καταλαμβάνουν τις εστίες των διωχθέντων. Η αφήγηση παρακολουθεί μία από τις γυναίκες που στήνει το νοικοκυριό της σε ξένο σπίτι δείχνοντάς την σεβαστική προς τους αλλοτινούς ιδιοκτήτες. Τρυφερό διήγημα που ζητεί να εξιδανικεύσει καταστάσεις από τη φύση τους βίαιες. Ενώ στο άλλο άκρο του διπόλου και πάλι μία γυναίκα βρίσκεται μετά τον θάνατο μακρινής συγγενούς με τίτλους ιδιοκτησίας ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Την αρχική δυσφορία για την ευθύνη διαδέχεται αίσθημα ευφορίας σαν να ριζώνει ξανά στον τόπο.


Υπάρχουν στα συνολικά οκτώ ζεύγη διηγημάτων και ορισμένα που δεν ευτυχούν με το ένα μόνο σκέλος ολοκληρωμένο και το έτερο να χωλαίνει. Παράδειγμα, οι δίδυμες διηγήσεις για μια πυγμαία η οποία ερωτεύεται ένα είδωλο της μουσικής και το ακολουθεί στα πέρατα της οικουμένης και για μία έφηβη που σαγηνεύεται από έναν άντρα ρομαντικά προσηλωμένο στο θραύσμα αρχαίας κολώνας. Αρτιότερη η δεύτερη έτσι όπως παίρνει τη μορφή διδακτικής αλληγορίας για τα σπαράγματα μνημείων που ενσωματώνονται σε κτίσματα μήπως και δείξουν παραδοσιακά.


Περιγραφές της ηδονής


Είτε, όμως, τα διηγήματα παίρνουν τη μορφή παραμυθικών αλληγοριών είτε σχολιάζουν παραβολικά μία καταθλιπτική καθημερινότητα κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους αποβαίνει η ανατροπή της συνήθους φυλετικής ιεραρχίας και η ανάδειξη της γυναικείας οπτικής, που θριαμβεύει σε ορισμένες παραληρηματικές περιγραφές της ηδονής απλωμένες στην έκταση διηγήματος. Αν και χαριέστερες μας φαίνονται όσες μένουν με την αίγλη του μύθου όπως η πρώτη δυάδα, η οποία και τιτλοφορεί τη συλλογή. Παράλογες ιστορίες για θεϊκά ή και διαβολικά σημάδια, σαν μυστικά μηνύματα από την εσαεί παραγνωρισμένη γυναικεία λίμπιντο. Ορισμένα διηγήματα, ίσως τα καλύτερα, δείχνουν με την ποιητική υφή τους και την ανάμεικτη λογία με λαϊκά στοιχεία γλώσσα σαν «παρακλάδια» του προηγουμένου μυθιστορήματος της Σαράφη, Platanus orientalis. Οι διακλαδώσεις μιας ασυνήθιστης ιστορίας, «φαλαινοειδές» στις διαστάσεις με στέρεο συνθετικό τους μύθους της γενέτειράς της και του παρακείμενου βουνού των Κενταύρων.