Οι ευχάριστες εκπλήξεις από τον χώρο των πρωτοεμφανιζόμενων συνεχίζονται. Πέρυσι ήταν η συλλογή διηγημάτων του Νίκου Μάντη και εφέτος, με το ξεκίνημα του 2007, η νουβέλα του Χάρτη Μαυρομάτη, όπου ο τίτλος θυμίζει ένα παλαιότερο, προ δωδεκαετίας, βιβλίο του Κοσμά Χαρπαντίδη, Οι εξοχές των νεκρών, δείχνοντας πως το επέκεινα εξακολουθεί να γοητεύει, ανεξάρτητα αν δεν είναι όλοι το ίδιο επιρρεπείς στο μεταφυσικό του φορτίο. Ο Μαυρομάτης πλάθει έναν αφηγητή, ενδοτικό στις φαντασιώσεις, ο οποίος και ομολογεί στις πλαγιογράμματες παραγράφους, που παρεμβάλλονται ως τάχατες μεταγενέστερες και επεξηγηματικές, ότι πριν από χρόνια, όταν υποτίθεται πως συνέβησαν όσα διηγείται, ήταν «ένα υποκείμενο σε διαταραχή» υπό ψυχαναλυτική στήριξη. Πότε ακριβώς συνέβησαν δεν το προσδιορίζει καθώς το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η επιστροφή, έστω και σε φασματική μορφή, της μητέρας του που είχε πεθάνει αρχές Απριλίου του 1975, λίγες ημέρες μετά τις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης. Πάντως εκ των συμφραζομένων συνάγεται πως θα πρέπει να ήταν μετά τον Φεβρουάριο του 1986, που πέθανε ο πατέρας του, καθώς και αυτός ως μακαρίτης αναφέρεται. Αντιθέτως ορίζει επακριβώς την εποχή καθώς η αφήγηση «του Εαρος την εικόνα απλώνει εμπρός μας» αλλά και τον τόπο «τον Κήπο τον παγανό» κατά τους στίχους του Τάκη Παπατσώνη, τους μόνους προσφυείς «στις εκρήξεις της άνοιξης». Παγανός, τουτέστιν ειδωλολάτρης, όπως οι καταβολές της παλαιάς δοξασίας του «σαραντάμερου» που θέλει τις ψυχές των νεκρών να περιφέρονται στα παλιά λημέρια τους, αποχαιρετώντας και κλείνοντας λογαριασμούς.


Την παράξενη όσο και πρωτότυπη ιδέα να συντάξει το «χρονικό» όχι ενός θανάτου αλλά ενός μεταθανάτιου «σαραντάμερου» είχε ο αφηγητής, εκκινώντας από την κηδεία και καταλήγοντας με την οριστική αναχώρηση στα σαράντα της μιας αρχόντισσας, συζύγου ταγματάρχη, με μεγάλες εκτάσεις γης αλλά και πολλά κρίματα. Βαφτισιμιός του αδελφού της ο αφηγητής, καθώς συνηθιζόταν οι γαιοκτήμονες να βαφτίζουν τα παιδιά των υποτακτικών τους για την καλύτερη εδραίωση της εξουσίας τους. Αν και κακός άνθρωπος η αρχόντισσα, δεν την πήραν οι διαβόλοι αλλά της ορίστηκε ψυχοπομπός η μητέρα του αφηγητή, Ανδρομάχη με το όνομα, αφοσιωμένη σύζυγος και υποδειγματική μητέρα, που με τη θανή της βρέθηκε αναμφιβόλως από τη μεριά των αγγέλων. Ο αφηγητής περιγράφει τη σύναξη ζώντων και νεκρών, προεκτείνοντας με δεξιότητα το πραγματικό στον χώρο του φανταστικού, όπως μαστορικά εναλλάσσει το γκροτέσκο με τόνους νοσταλγίας, παραθέτοντας δίπλα στις διηγήσεις γύρω από την αρχόντισσα τις οικογενειακές του ιστορίες. Με λανθάνουσα εκδικητική διάθεση, φαίνεται να διακωμωδεί τους αλλοτινούς προύχοντες, ενώ εξιδανικεύει τους προσφιλείς του, συρράπτοντας θρύλους και ανιστορήσεις από τον Μεσοπόλεμο, κυρίως όμως από την ταραγμένη δεκαετία του 1940, όπου και παρεμβαίνει καθοριστικά, ορίζοντας τους καλούς και τους κακούς σε εκείνα τα αιματηρά χρόνια.


Πλείστες όσες μυθιστορίες θα μπορούσε να πλέξει ο Μαυρομάτης για μια τόσο χαρισματική γενέτειρα όπως η Αρτα, εμπνεόμενος, αν μη τι άλλο, από το βυζαντινό της παρελθόν, όπως θα έπραττε ο μνημονευόμενος στην αφήγηση Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, και ίσως το κάνει στο μέλλον. Προσώρας πάντως μόλις που αναφέρονται τα αρχοντικά και οι βυζαντινές εκκλησίες, το κάστρο και το γεφύρι, καθώς ο συγγραφέας προτιμά να περιοριστεί στο πατρικό κτήμα του αφηγητή, στη θέση Τοπ Αλτί, κοντά στο σύνορο της πόλης με τον κάμπο. Θελκτική η μυθοποίηση του κτήματος, μας θύμισε ένα άλλο κτήμα, και εκείνο, σήμερα πια, «νεκρό από φυτά και από ανθρώπους», θαλερός ωστόσο λογοτεχνικός τόπος. Του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, παρά τον Πύργο της Ηλείας, όπου επίσης ξετυλίγονται ιστορίες με αντάρτες, χωρίς όμως ίχνος ιδεολογικής φόρτισης.


Συναισθηματικά εμπλεκόμενος ο αφηγητής του Μαυρομάτη, κρίνει πράξεις και ερμηνεύει συμπεριφορές, χάνοντας στην μικροϊστορία της περιοχής την αίσθηση της ειρωνείας που επιδεικνύει για τα ιστορικά πρόσωπα και συμβάντα. Γενικότερα, μένουμε με την εντύπωση πως οι αυτοβιογραφικές παρεκκλίσεις, με τις παραφθορές γνωστών ονομάτων και την τάση καταγγελίας, φέρνουν χωλές σελίδες, όπου και κάποια σκοτεινά σημεία, καθώς επιχειρείται μερική τουλάχιστον απόκρυψη. Ενώ, καλοδεχούμενη είναι η ποιητικής υφής αοριστία που ντύνει ήρωες πραγματικούς και φασματικούς. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι «το γλέντι της εξοχής» στο κτήμα, με τους επιταφίους ενός αντάρτη και ενός καιροσκόπου, σε εξέλιξη στις γωνίες του, όπου περιγράφονται σκηνές Δευτέρας Παρουσίας, δανεισμένες από βυζαντινές εικόνες και άλλες που έρχονται από τη δημώδη ποίηση. Πάντρεμα που την σήμερον δεν συναντάμε συχνά.