Ποιος να το έλεγε στον Δημήτριο Μόστρα, ο οποίος έζησε στη σκιά του διαπρεπούς ιεράρχη και ένθερμου Φιλικού Ιγνατίου, Μητροπολίτη Αρτης και Ναυπακτίας και κατόπιν Ουγγροβλαχίας, πως κάποτε θα μνημονευόταν ως ξεχωριστή προσωπικότητα, με ίδιον έργο, ακόμη και πέραν της οικονομικά ισχυρής ηπειρωτικής οικογενείας των Μοστραίων. Και μάλιστα δύο φορές σε χρόνους συμπτωματικά γι’ αυτόν επετειακούς. Το πρώτον, το 1987, 210 συναπτά έτη από της γεννήσεώς του, ως αντικείμενο ενδελεχούς ιστορικού μελετήματος, και το δεύτερον, εφέτος, κατά τη συμπλήρωση 230 χρόνων, αν όχι ως κεντρικός ήρωας μυθιστορήματος, τουλάχιστον ως ο κινητήριος μοχλός της πλοκής. Και αυτό γιατί ο Μόστρας, αν και ξεκίνησε στη γενέτειρά του, την Αρτα, ως δάσκαλος, διατηρώντας διά βίου την έφεση για μόρφωση, δεν έγινε συγγραφέας ή μεταφραστής, παρεκτός για τις ανάγκες των βιβλίων του Ιγνατίου, όπου έκανε μικροσυμπληρώσεις και τις τυπογραφικές διορθώσεις, καθ’ όσον γραμματικός του, εξελίχθηκε όμως σε μέγα συλλέκτη. Ιδιότητα που σήμερα τιμούμε υπέρμετρα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για συλλέκτη σπανίων βιβλίων και χειρογράφων. Η βιβλιοθήκη του, λέγεται πως κίνησε το ενδιαφέρον ακόμη και του «γέροντα» Κοραή. Γιατί όχι λοιπόν και ενός νεότερου συγγραφέα των αρχών του 21ου αιώνα, που θηρεύει πανταχόθεν ιδέες ώστε να αντεπεξέλθει σε έναν ικανοποιητικό εκδοτικό ρυθμό, ει δυνατόν, ανά διετία.


Ειδικευόμενος ο Δ. Μαμαλούκας στα περιπετειώδη αναγνώσματα που εξελίσσονται σε θρίλερ, με κοσμοπολίτικο αέρα και γερές δόσεις βίας και σεξ, αποφάσισε στο τέταρτο μυθιστόρημά του να εμπλέξει τον συνονόματό του. Ο Δημήτριος Μόστρας και η βιβλιοθήκη του είναι ο τίτλος του παλαιότερου μελετήματος της ιστορικού Λουκίας Δρούλια, Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα εκείνος του μυθιστορήματος, όπου το όνομα ενός βιβλιόφιλου λογίου των αρχών του 19ου αιώνα δίνει ευθύς εξαρχής καινούργια ώθηση στον κοινό μυθιστορηματικό τόπο των βιβλιοθηκών και δη των απολεσθεισών. Και αυτό το μυθιστόρημα του Μαμαλούκα διαδραματίζεται στην Ιταλία, μοιρασμένο μεταξύ Ρώμης και Βενετίας, ακολουθώντας δοκιμασμένους από τα προηγούμενα βιβλία του αφηγηματικούς τρόπους. Και πάλι η κυρίως πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με μια βραχύτερη παράπλευρη, σε τρίτο πρόσωπο, ώστε αφενός μεν να διευθετηθούν οι ταυτοχρόνως εκτυλισσόμενες ιστορίες αλλά και να δικαιολογηθεί μια λεκτικά περιορισμένη, κάπως αγοραία γλώσσα.


Στον κορμό του μυθιστορήματος δύο ιταλοί φίλοι, μανιώδεις συλλέκτες παλαιών βιβλίων, έχουν κάνει όνειρο ζωής την ανεύρεση της χαμένης βιβλιοθήκης του Μόστρα. Συγκεκριμένα, κατά τη μυθοπλασία, χαμένη δεν λογαριάζεται ολόκληρη η βιβλιοθήκη του αλλά μόνο ένα κομμάτι της, γύρω στα χίλια βιβλία, ό,τι πιο σπάνιο, που ο Μόστρας κατά τον επαναπατρισμό του φημολογείται πως άφησε στην Ιταλία. Ετσι κι αλλιώς, τω όντι, ο Μόστρας διαχώριζε το κυρίως σώμα της βιβλιοθήκης του, που προόριζε για τις παιδευτικές ανάγκες των συμπατριωτών του, από τα πολύτιμα, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οικονομικά. Οσον αφορά τη μυθοπλασία, κατά τα ειωθότα, μια γυναίκα θα διαλύσει τη φιλία των δύο ανδρών μετατρέποντάς τους σε άσπονδους εχθρούς. Ανάμεσά τους θα βρεθεί ένας τρίτος, «μπάσταρδος», όπως και ο αφηγητής του προηγούμενου βιβλίου του Μαμαλούκα, αυτή τη φορά, όχι συγγραφέας, ούτε όμως συλλέκτης, αλλά κληρονόμος συλλέκτη, που εξασφαλίζει τα προς το ζην μοσχοπουλώντας τις σπάνιες εκδόσεις.


Το μυθιστόρημα, παρά τον βιβλιοφιλικό του χαρακτήρα, πόρρω απέχει ενός μυθιστορήματος ιδεών καθώς υπερισχύει η πλευρά του αστυνομικού. Ανεξάρτητα και παράλληλα με την αναζήτηση της χαμένης βιβλιοθήκης λαμβάνουν χώρα φόνοι κατά συρροήν νεαρών γυναικών μετά βιασμού. Οπότε για τη διαλεύκανσή τους ανακατώνεται η Ασφάλεια, που έρχεται αντιμέτωπη όχι μόνο με μαφιόζους αλλά και με μια σπείρα ιδιότυπων τιμωριών. Χάρη σε ευρηματικές συμπτώσεις πληθαίνουν οι σκηνές δράσης, ενώ πολλαπλασιάζονται οι ανατροπές μέχρι και της υστάτης σελίδος. Μόνο που για να επιτευχθεί το περίπλοκο δέσιμο των συμβάντων οι ήρωες εμφανίζονται υπερβολικά εύπιστοι ως και απερίσκεπτοι δοκιμάζοντας τα όρια της αληθοφάνειας. Πάντως η πεμπτουσία βρίσκεται στη χαμένη βιβλιοθήκη, που, αν ο Μόστρας στέγασε σε ένα συνηθισμένο σπίτι της Πίζας, ο μυθιστορηματικός ευρέτης της είχε τη φαεινή ιδέα να εγκαταστήσει σε έναν χώρο όμοιο με το Πανοπτικόν του Τζέρεμι Μπένταμ. Ανεξάρτητα αν ο Μπένταμ είχε κατά νου την ιδεατή φυλακή και όχι βιβλιοθήκη. Πέραν αυτών, ο βίος του Μόστρα διαφοροποιείται προσαρμοζόμενος στις μυθοπλαστικές απαιτήσεις. Μεταξύ άλλων, επισπεύδεται ο θάνατός του, τοποθετούμενος το 1837 αντί του 1850, όπως και αυτός της αδελφής του Κωνσταντίνου, εμπόρου και βασικού χρηματοδότη του. Μάλιστα ο Μαμαλούκας πρωτοτυπεί ως προς τη συνήθεια ενσωμάτωσης ντοκουμέντων παραθέτοντας αντί γνησίων ένα προσφυώς χαλκευμένο. Δεν συντρέχει όμως λόγος ανησυχίας όσον αφορά τις μορφωτικές παρενέργειες του μυθιστορήματος, μια και ο συγγραφέας έχει προβλέψει για τη βιβλιογραφική ενημέρωση του φιλοπερίεργου κοινού.