Τα δικαιώματα των πολιτών συχνά μένουν στο χαρτί, αλλά αυτό δεν οφείλεται ούτε σε κάποια υποκρισία του κράτους που τα θεσπίζει ούτε στην αδιαφορία των πολιτών να τα ασκήσουν. Το χάσμα υλοποίησης, που σχηματικά σημαίνει ότι κάποιοι νόμοι δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται επιλεκτικά, αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν οι πολίτες δεν ασκούν τα νόμιμα δικαιώματά τους – για παράδειγμα, δεν ζητούν τις παροχές που δικαιούνται από το κράτος. Η ευθύνη δεν είναι τόσο δική τους όσο του πολιτικο-διοικητικού συστήματος το οποίο έχει αφήσει να υπεισέλθουν διαχειριστικές και πολιτικές παράμετροι στην πρόσβαση στα δικαιώματα. Η εσωστρεφής δημόσια διοίκηση, στην Ελλάδα και αλλού, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη δική της προβλέψιμη λειτουργία, όχι για την πραγμάτωση των δικαιωμάτων. Η μεταβολή στο περιεχόμενο επί μέρους πολιτικών, π.χ. η στροφή από τον καθολικό στον επιλεκτικό ή στοχευμένο χαρακτήρα των κοινωνικών παροχών, επίσης οδηγεί στη «μη πρόσβαση» σε δικαιώματα. Η επιλεκτικότητα στην κοινωνική πολιτική προσφέρει στις δημόσιες υπηρεσίες την ευχέρεια να επιλέξουν ποιοι (και πάντως όχι όλοι) δικαιούνται να ασκήσουν ένα κοινωνικό δικαίωμα, όπως, π.χ., να λάβουν επίδομα ανεργίας. Οι σχετικοί πόροι είναι ανεπαρκείς και άρα τίθεται θέμα διανομής τους.


Πιθανές λύσεις είναι, από τη μία πλευρά, ο μετασχηματισμός της διοίκησης με σκοπό αυτή να λάβει έναν εξωστρεφή χαρακτήρα στις σχέσεις της με την κοινωνία, δεδομένου ότι η εξυπηρέτηση της κοινωνίας αποτελεί έναν από τους λόγους ύπαρξής της. Και από την άλλη πλευρά, η ενδυνάμωση των πολιτών μέσω νέων θεσμών λογοδοσίας (ελέγχου και απόδοσης ευθυνών στους διοικούντες), μέσω της συλλογικής δράσης των πολιτών και μέσω ενός νέου, αυτοτελούς, γενικού διαδικαστικού δικαιώματος, ενός «δικαιώματος στα δικαιώματα», όπως το λέει η Καλλιόπη Σπανού στην Πραγματικότητα των δικαιωμάτων. Αυτό δεν είναι ένα λεκτικό πυροτέχνημα, αλλά μια διεκδίκηση που απορρέει από το γεγονός ότι χωρίς ευθύνη των πολιτών τα επί μέρους ουσιαστικά δικαιώματα δεν εφαρμόζονται. Το νέο δικαίωμα θα ερχόταν να καλύψει το κενό στις προϋποθέσεις άσκησης των δικαιωμάτων..


Το δικαίωμα στα δικαιώματα θα εύρισκε κατ’ εξοχήν πεδίο εφαρμογής στα σχετικά νέα ουσιαστικά δικαιώματα για τα οποία μιλάει ο Π. Μαντζούφας στο βιβλίο του Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης. Τόσο η πληροφόρηση των πολιτών όσο και οι πόροι και οι δεξιότητες των δημοσίων υπηρεσιών είναι καταφανώς ελλιπείς ως προς την πραγμάτωση νέων δικαιωμάτων, όπως τα δικαιώματα προστασίας της υγείας και της γενετικής ταυτότητας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων, καθώς και το δικαίωμα στο φυσικό περιβάλλον. Θεσμοποιημένα και στο ελληνικό Σύνταγμα κατά την τελευταία αναθεώρησή του (2001), τα δικαιώματα αυτά διαφέρουν βέβαια μεταξύ τους, όμως όλα μαζί αναδεικνύουν την προστατευτική λειτουργία της θέσπισης δικαιωμάτων. Δεν πρόκειται για την παλαιά αμυντική λειτουργία των δικαιωμάτων από τυχόν επεμβάσεις του κράτους στην ιδιωτική σφαίρα των πολιτών, ούτε για την παροχική-αναδιανεμητική λειτουργία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Τα νέα δικαιώματα αντανακλούν τα αυξημένα – ιδίως σήμερα – καθήκοντα του κράτους να προστατεύει τους πολίτες από πηγές συστηματικής αλλά όχι ακριβώς προβλέψιμης διακινδύνευσης, όπως, π.χ., η κλωνοποίηση, η ηλεκτρονική επεξεργασία, διάδοση και διασταύρωση βάσεων προσωπικών δεδομένων από τρίτους και η ρύπανση και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.


Η ανάγκη εξασφάλισης των πολιτών απ’ όλα αυτά δεν επιτυγχάνεται με μια αξίωση αποχής του κράτους από παρεμβάσεις στη ζωή των πολιτών, αλλά αντίθετα με μια αξίωση θετικής ρυθμιστικής παρέμβασης, στηριγμένης στην «αρχή της προφύλαξης» από κινδύνους. Η παρέμβαση του κράτους με προστατευτικό σκοπό δεν περιορίζει την ασφάλεια των πολιτών, ούτε συμβάλλει στην ανάφλεξη της έντασης μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας. Αντιθέτως, αν δεν υπάρξει προφυλακτική παρέμβαση του κράτους, ειδικά στα πεδία προστασίας της ιδιωτικότητας, της υγείας και του περιβάλλοντος, τότε εκεί θα περιοριστεί η ελευθερία.


Αλλωστε η ασφάλεια, όπως σωστά το θέτει ο Μαντζούφας, δεν είναι ατομικό δικαίωμα που θέτει διαρκώς αξιώσεις για εντατικοποίηση της ποινικής καταστολής, αλλά συλλογικό δημόσιο αγαθό. Το δικαίωμα ασφάλειας δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά εξειδικεύεται στην ασφάλεια της ζωής, της υγείας κ.ά. Η ιεροποίηση, θα λέγαμε, της ασφάλειας έχει οδηγήσει σε φορμαλιστικές συζητήσεις για την ισορροπία ασφάλειας και ελευθερίας, ενώ μένουν στα αζήτητα θέματα όπως η ικανότητα της διοίκησης να παράσχει τη μία ή την άλλη. Η κοινωνία της διακινδύνευσης είναι κιόλας εδώ, η πολιτεία το έχει αντιληφθεί, η διοίκηση θα προτιμούσε να μην το ξέρει.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.