Είκοσι πέντε συνολικά κείμενα, γραμμένα σε μια εννεατή περίοδο συγγραφικής ανθοφορίας, από το 1998 ως και το 2006. Θεματικά σκορπισμένα, αν και ως ανήκοντα, όπως προσδιορίζει και ο τίτλος, στη «μικρή περιοχή» ενός συγγραφέα με λογοτεχνικές και άλλες εμμονές συμπλέουν και δη συγκλίνοντας σε ορισμένες πρόδηλες κατευθυντήριες γραμμές. Πάντως η συναγωγή τακτοποιήθηκε μοιράζοντας τα κείμενα κατά το πρότυπο του συγγραφικού βίου μεταξύ «λέξεως» και «εικόνος». Οπου έγινε πρόβλεψη και για έναν μετριόφρονα πρόλογο, αν και η λεκτική δεινότητα επιτελεί πονηρό σουτ προς τα γκολπόστ των εντυπώσεων. Αυστηρός ο συγγραφέας, χαρακτηρίζει τα κείμενά του «μεταχειρισμένα», αφού έχουν ήδη κοινοποιηθεί ως δημοσιεύματα ή ομιλίες. Αν και γνωρίζει πως αυτό δεν μειώνει το αναγνωστικό τους ενδιαφέρον καθώς με την πληθώρα εντύπων εκδόσεων και εκδηλώσεων ουδείς έχει συνολική θέαση ούτε ενδιαφέρεται να αποκτήσει.


Ενας λεπταίσθητος επίγονος


Ακριβώς λοιπόν σε μια μάλλον αντιπνευματική εποχή, όπου πλείστοι όσοι δηλώνουν διανοούμενοι, ο Κυριακίδης προσπαθεί με τα κείμενά του να ερεθίσει φαντασίες σε ύπνωση διαστέλλοντας υπέρμετρα το εκάστοτε αντικείμενό του. Γιατί, ως γνωστόν τοις πάσι, την σήμερον εκτιμώνται μόνον οι διθύραμβοι και οι λίβελοι, καθ’ όσον οι μετρημένοι και χαμηλοί τόνοι εκλαμβάνονται ως απουσία άποψης. Γενναιόδωρος απέναντι σε δημιουργούς και έργα, εστιάζει στις καλές και ανθεκτικές πλευρές τους αποσιωπώντας τεχνηέντως τυχόν αδυναμίες. Οπως και να έχει, λειτουργεί ως πεζογράφος και ουδόλως ως κριτικός. Ιδιότητα που έτσι κι αλλιώς θα περίσσευε στο πολυσχιδές προφίλ του διηγηματογράφου, μεταφραστή, σεναριογράφου, κινηματογραφιστή και ό,τι άλλο άγνωστο σε εμάς. Αν και η ιδιότητα του μεταφραστή μπορεί και να αποδυναμώνει τον προσωπικό λόγο. Πιθανώς όμως και γιατί γνωρίζει πως απευθύνεται σε ξενομανείς, προστρέχει συνεχώς σε ρήσεις ξένων λογοτεχνών κάνοντας κατάχρηση του μπορχεσιανού οπλοστασίου.


Στον Τάκη Σινόπουλο, που, εφέτος, αν μακροημέρευε, θα συμπλήρωνε τα ενενήντα, αναφέρεται ένα από τα ωραιότερα κείμενα του βιβλίου. Λεξιλάγνο και ελλειπτικό καθώς απαλείφονται οι μακριές ουρές των προτάσεων κατά μίμηση των τυπογραφικών κενών στους στίχους του ποιητή, προσδίδοντας και ο Κυριακίδης διά των αποσιωπήσεων όγκο στα λιγοστά που εξομολογείται. Ανατρέχει στη γνωριμία τους, αρχές του ’80, λίγους μήνες πριν από «εκείνο το μακρύ ταξίδι στον Πύργο», το πασχαλιάτικο και οριστικό, ζωντανεύοντας τον ποιητή και την αφανισμένη σήμερα πλέον «πολεμίστρα» του, Ναζλή 22, Περισσός. Μια μοναδική «μνημωρυχία» που μόνο ένας λεπταίσθητος επίγονος μπορεί να επιτελέσει.


Ακολουθούν κείμενα για δύο ποιητές της γενιάς του ’70, ένα ζεύγος νεότερων μυθιστοριογράφων, μια άπαξ εμφανισθείσα και έναν επαμφοτερίζοντα ποιητή και πεζογραφούντα, τα οποία μεμονωμένα στα αφιερώματα για τα οποία συντάχθηκαν ή και ως αγαπησιάρικες βιβλιοπαρουσιάσεις λογοτεχνικού περιοδικού ενθουσιάζουν με το άνοιγμα της διακειμενικής βεντάλιας, τα υφολογικά τερτίπια και το λεκτικό πλούμισμα. Ωστόσο, κατά την από κοινού παρουσίασή τους και μάλιστα εν παρατάξει αποκαλύπτεται το ανισομερές της αποτίμησης γιατί, αν χαρακτηρίσεις το μικρό μέγα, πώς μένει να αποκαλέσεις το πράγματι μεγάλο;


Πρόσφατη σοδειά επιμέτρων


Πέραν αυτών, συγκεντρώνεται η πρόσφατη σοδειά επιμέτρων σε μυθιστορήματα ξένων συγγραφέων, όπου παρεμβαίνοντας ο Κυριακίδης ως διαμεσολαβητής σαν να στερεί από τον αναγνώστη μέρος της ελευθερίας του, την οποία ωστόσο μετά μανίας υπερασπίζεται επαναλαμβάνοντας με κάθε ευκαιρία: «Οταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει». Χωρίς να συμμεριζόμαστε τις αναγνωστικές θεωρίες, ιδίως ορισμένες από τις ακραίες θέσεις τους, πιστεύουμε στην αναγκαιότητα επιμέτρων στα μεταφρασμένα μυθιστορήματα, μόνο που δεν τα αντιλαμβανόμαστε ως καθρέφτισμα απόψεων ξένων θεωρητικών αλλά ως μια προσπάθεια μεταφύτευσης του ξενόφερτου στο γηγενές. Δίπλα στα επίμετρα και μία παρουσίαση του Λουίς Σεπούλβεδα, όπου ο ομιλητής καταφεύγει σε ευρήματα, μυθιστορηματικής υφής, μήπως και κεντρίσει την περιέργεια του παρισταμένου κοινού, που κατά κανόνα αλλού τρέχει ο λογισμός του.


Σε ένα δεύτερο μέρος ο Κυριακίδης θυμάται την παλιά του αγάπη, τον κινηματογράφο, και με αφορμή το ετήσιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης γράφει μάλλον μελετήματα παρά δοκίμια για επιφανείς σκηνοθέτες του ξένου καλλιτεχνικού κινηματογράφου. Από δίπλα τα αδέσποτα κείμενα στα επισφαλή μεταίχμια λογοτεχνίας και κινηματογράφου, ακόμη ζωγραφικής ή και μουσικής, που τα τελευταία χρόνια πολύ απασχολούν και ποικίλοι φορείς διοργανώνουν συμπόσια και ημερίδες. Εν κατακλείδι, κείμενα που ζητούν τον αναγνώστη που «θα κινηθεί πάνω απ’ τις λέξεις, θα θωπεύσει τις σελίδες και θα διαλέξει πού θα ξαποστάσει», όπως περιγράφεται στο εναρκτήριο δοκίμιο περί ανάγνωσης. Μόνο που πολύ φοβόμαστε ότι αυτό το είδος αναγνώστη έχει εκλείψει.