Ολο και συχνότερα το στοιχείο του υπερφυσικού έρχεται να απογειώσει όχι μόνο ιστορίες που κινούνται στον χώρο του φανταστικού αλλά και ρεαλιστικά μυθιστορήματα όπως του Π. Μεθενίτη με έναν δυναμικό ήρωα. Από μία άποψη, ήδη ο τίτλος του βιβλίου, amanitus muscarius, ελληνιστί, ο μυιοκτόνος μανίτης, προϊδεάζει, καθώς, ως γνωστόν, το εν λόγω φαλλοειδές μανιτάρι δεν σκοτώνει μόνο τις μύγες που το γλείφουν αλλά και όσους το γευτούν, κι αν δεν τους φονεύει, τους τρελαίνει. Ωστόσο το μεταφυσικό άνοιγμα του μυθιστορήματος δεν απορρέει από τα παραισθησιογόνα μανιτάρια ή τουλάχιστον όχι μόνο από αυτά, κι ας ανυψούνται σε «ιερά παγανιστικά πλάσματα», αλλά συνιστά, όπως και σε άλλα πρόσφατα μυθιστορήματα, ενδιάθετη τάση του ήρωα, ενός δημοσιογράφου και επίδοξου συγγραφέα. Το κατ’ εξοχήν επάγγελμα των μυθιστορηματικών ηρώων τα τελευταία χρόνια, μια και πληθαίνουν οι συγγραφείς στον χώρο της δημοσιογραφίας. Και αυτοί, αναμενόμενο είναι, προπαντός στα πρώτα τους βιβλία, να πλάθουν συγγενικούς τους ως προς την ηλικία, το επάγγελμα ή και τα ενδιαφέροντα ήρωες ώστε να μπορούν να διοχετεύσουν δικές τους εμπειρίες και πεποιθήσεις.


Δημιουργώντας έναν αντιήρωα


Ο Μεθενίτης στο δεύτερο μυθιστόρημά του επιμένει στην έννοια της διαφορετικότητας δημιουργώντας έναν αντιήρωα, ο οποίος, όμως, έτσι που αλλάζουν οι κοσμοθεωρίες και αλλοτινές αρετές αντιστρέφονται σε κουσούρια, προβάλλει ως πρότυπο των αρχών του 21ου αιώνα. Στο στόχαστρο η ελληνική οικογένεια, όπου, προς έμφαση, ο πατέρας είναι στρατιωτικός εν αποστρατεία και η μητέρα συνταξιούχος διδασκάλισσα. Ανθρωποι του καθήκοντος, που ανέθρεψαν με τις πρέπουσες φροντίδες τους δύο γιους τους, αλλά αυτοί τους βγήκαν «σκάρτοι». Κοτσιδάκιας μηχανόβιος ο μεγάλος, χλευάζει οτιδήποτε εθνικοπατριωτικό, απεχθάνεται τις ερωτικές δεσμεύσεις επισύροντας την μήνιν των γυναικών, που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα περισσότερο συντηρητικές, και δηλώνει αλληλέγγυος προς πάσης φύσεως περιθωριακούς.


Και ο μικρός, «πρεζάκιας», πήγε από σφαίρα αστυνομικού στα τριάντα πέντε του, κλέβοντας για τη δόση του. Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα οικογενειακό γεύμα, σαν «επιμνημόσυνο» στα πέντε χρόνια από τον θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 2005, για να εξελιχθεί σε ταξιδιωτικό, από την Αθήνα στις πλαγιές του Πάικου, μέσω Θεσσαλονίκης, καθώς η τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά τον μεγάλο γιο που βιοπορίζεται γράφοντας για τερψιλαρύγγια εδέσματα και ποτά σε απόμακρες γωνιές της ελληνικής επαρχίας.


Το ταξίδι αποβαίνει περιπετειώδες καθώς στον μηχανόβιο ήρωα τυχαίνουν διάφορα παράξενα συναπαντήματα, που δίνουν την ευκαιρία για σκέψεις και παρελθοντικές αναδρομές, καταλήγοντας σε ένα μακρύ, κάπως πομπώδες κατηγορώ εναντίον της κοινωνίας και των μηχανισμών εξουσίας. Πρώτα ένας τσιγγάνος στην εθνική οδό, όταν μένει από λάστιχο, στη Θεσσαλονίκη ένας «κουκουλοφόρος» που εκσφενδονίζει μολότοφ και στο Πάικο ένας γέροντας Σλαβομακεδόνας, πάλαι ποτέ Ελασίτης και πρώην μετανάστης στη Γερμανία. Συνδετικός κρίκος, το φαλλοειδές μανιτάρι, σε ποικίλες μορφές, ως έδεσμα, ως θέμα της ταξιδιωτικής αποστολής, ως πορτατίφ παρά την ερωτική κλίνη, κυρίως όμως σαν γέφυρα με όσα συνέβησαν πριν από σχεδόν έξι δεκαετίες.


Ταξικά μίση, ερωτικά πάθη


Το ένα τέταρτο του μυθιστορήματος καλύπτει η ιστορία μιας διμοιρίας Ελασιτών, τόσο πεινασμένων αλλά και τόσο ασύνετων ώστε να φάνε ομαδικά, του καπετάνιου συμπεριλαμβανομένου, «τρελομάνταρα», παρά τις προειδοποιήσεις των ντόπιων συντρόφων. Ισως το πιο αδύνατο κομμάτι του βιβλίου, με τη σχηματική απόδοση των ανταρτών, φορτώνοντας στον καθένα, ιδίως στις αντάρτισσες, και μια δακρύβρεχτη ιστορία, ενώ θάλλουν τα ταξικά μίση και τα ερωτικά πάθη. Πάντως στην κοιλάδα όπου αποδεκατίστηκε η διμοιρία ο μηχανόβιος δημοσιογράφος βρίσκει τον μίτο της ιστορίας που αναζητούσε για να γράψει το βιβλίο του. Στοιχειωμένος περιγράφεται ο τόπος και στο τέλος, σαν να βλέπει στα αιωρούμενα σωματίδια σκόνης, έτσι όπως στροβιλίζονται, αγαλλιάζουσα την ψυχή του Ελασίτη. Πέραν όμως των μεταφυσικών εκδηλώσεων και των κάποτε σαθρών στοχασμών, ο Μεθενίτης, στα ίχνη των Μπιτ, γράφει ένα μυθιστόρημα με χαρισματικούς ήρωες, τους έκδοτους στα πάθη, και τις καλύτερες σελίδες να εκτυλίσσονται «στον δρόμο», αν και διαφοροποιείται ως προς το ύφος προτείνοντας μια καθ’ υπερβολήν λογοτεχνίζουσα γραφή.