Στην ποικιλία των πραγματικών ιστοριών, υποθετικών ή και γνησίων, γύρω από τις οποίες στήνονται τελευταία τα περισσότερα μυθιστορήματα, η ιστορία του Β. Λαδά δείχνει αρκούντως πρωτότυπη, τουλάχιστον ως προς το συμβάν που δίνει το έναυσμα για την αφήγηση. Ούτε απαγωγή ούτε πολιτική δολοφονία ή έγκλημα πάθους, παρά μόνο ένα αναίμακτο θέαμα σε τσίρκο, και μάλιστα όχι από εκείνα που κόβουν την ανάσα. Η παράσταση της Ασώματης κεφαλής από ένα δωδεκάχρονο αγόρι, που απέκρυπτε τεχνηέντως το σώμα του. Ωστόσο για μία ακόμη φορά ως προνομιούχος παρελθοντικός χρόνος αναδεικνύεται η δεκαετία του ’50, καθώς με την αλλαγή αιώνα απέκτησε και τη χρονική απόσταση της πεντηκονταετίας που απαιτείται για να θεωρηθεί ένα μυθιστόρημα ιστορικό. Αν και στην προκειμένη περίπτωση η συνιστώσα του χρόνου αποβαίνει καθοριστική, μια και το θέαμα της Ασώματης κεφαλής μόνο στα χρόνια του ’50 θα μπορούσε να έχει δραματική διάσταση, ενώ τοποθετημένο σε μεταγενέστερους καιρούς θα ξέπεφτε σε ταχυδακτυλουργικό κόλπο, με την επανάληψη της ιστορίας να καταντάει φάρσα, γεγονός που ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται δεόντως στο ξετύλιγμα της διήγησης.


Νωπές ακόμη μνήμες


Η παράσταση μιας ομιλούσας κεφαλής γνώριζε τότε μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί οι θεατές ήταν τόσο απλοϊκοί ώστε να πιστεύουν σε τερατογενέσεις και να μην υποψιάζονται το τέχνασμα, αλλά γιατί η θέα ενός κομμένου κεφαλιού τους μαγνήτιζε, ανακαλώντας νωπές ακόμη μνήμες. Ο μακρύς κατάλογος των αποκεφαλισμένων, από τους μυθικούς ήρωες και τους αγίους μέχρι τους ανά την υφήλιο επαναστάτες και τους γηγενείς, ληστές και αντάρτες, εξασφαλίζει ένα υποβλητικό άνοιγμα στον αφηγητή, έναν ακόμη ερασιτέχνη ιστοριοδίφη, που ξεφυλλίζει κιτρινισμένες εφημερίδες. Αν και αυτή τη φορά δεν πρόκειται για δημοσιογράφο αλλά για κάποιον πάσχοντα από μελαγχολία, όπου και πάλι η αναζήτηση στο παρελθόν παρουσιάζεται ως ένας τρόπος για να διασκεδαστεί η αγωνία που προκάλεσε σε ευαίσθητες ψυχές ο ερχομός της νέας χιλιετίας.


Ακολουθώντας τον τρέχοντα μυθοπλαστικό κανόνα, η ιστορία του Λαδά εκτυλίσσεται στην πόλη του, την Πάτρα, ως οικείο χώρο, πρόσφορο για κοινωνιολογικές παρατηρήσεις γενικότερης ισχύος. Σε αντίθεση ωστόσο με άλλους συγγραφείς, που τυγχάνουν κάτοικοι επαρχίας, απουσιάζει η πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός κλειστού ορίζοντα. Επίσης, κατ’ εξαίρεση των συνήθως φορτισμένων αφηγήσεων, η αντιμετώπιση εδώ είναι από ειρωνική έως σαρκαστική, καθώς το μυθιστορηματικό σύμπαν στηρίζεται σε ορισμένα δίπολα που επιτρέπουν περιγραφές και εκτιμήσεις σε συγκριτική βάση. Πρώτο και κυρίαρχο διπολικό σχήμα οι φαντασιώσεις του αφηγητή έναντι της πάντοτε απομυθοποιητικής πραγματικότητας.


Ενας πλάνης ηδονιστής


Στα τέλη του 1999 ο αφηγητής ανακαλύπτει σε εφημερίδα του 1954 επιστολές αγανακτισμένων πολιτών για το τσίρκο και το θέαμα της Ασώματης κεφαλής, που του εξάπτουν τη φαντασία για το μέλλον του δωδεκαετούς πρωταγωνιστή. Οπότε αρχίζει να φτιάχνει σενάρια για τη ζωή του παιδιού, πως τάχατες σοφό από την εμπειρία του τσίρκου εξελίσσεται σε έναν πλάνητα ηδονιστή. Μέχρι που τυχαία μαθαίνει τι απέγινε και συρράπτοντας πληροφορίες ανιστορεί τον βίο και την πολιτεία του, παίζοντας με τα δίπολα του τόπου και του χρόνου. Το παιδί, γιος Ελασίτη που σκοτώθηκε το 1943, μένει στα Προσφυγικά της Πάτρας. Τον δεύτερο χρόνο της χούντας θα ερωτευτεί μια έφηβη της καλής κοινωνίας από την Κάτω Πόλη και θα εκδιωχθεί κακήν κακώς από τη μητέρα με τη βοήθεια της Ασφάλειας. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, οι αστοί της κεντρικής πλατείας του Γεωργίου Α´, το 1968, και οι πρόσφυγες, θα συγχωνευθούν στην ντόπια κοινωνία του 21ου, που ο αφηγητής σκιαγραφεί σε άσπρο μαύρο, καταργώντας τις αποχρώσεις. Ωστόσο παραμένει αισιόδοξα ρομαντικός. Σε μια εποχή χωρίς κοινωνικούς αγώνες και οράματα, στην εποχή των χοντρών και των ξανθιών, όπως την αποκαλεί, πιστεύει πως η σωτηρία βρίσκεται στις ατομικές αντιστάσεις έστω κι αν προέρχονται από σαλεμένους και φτωχοδιάβολους, τους οποίους και ηρωοποιεί. Κάπου στο ενδιάμεσο, μεταξύ θυτών και αποδιοπομπαίων, τοποθετεί τους διανοούμενους, ζωντανεύοντας χαρακτηριστικούς τύπους. Τελικά η ιστορία της Ασώματης κεφαλής δεν είναι παρά το πρόσχημα για σκέψεις γύρω από μια παραπαίουσα κοινωνία. Ενα τελευταίο κεφάλαιο, ποιητικής σύλληψης, αποτυπώνει την πένθιμη διάθεση των μοναχικών και προδομένων.