Οταν η Αγγελική Βόρνινγκ πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία, ήταν μια φεμινίστρια του εξωτερικού και έγραφε σύντομα πεζά με ηρωίδες που ανιστορούσαν όσα είχαν υποστεί από την πατριαρχική κοινωνία. Σε ένα από τα βιβλία της παραθέτει 34 διηγήσεις νεαρών γυναικών και τις τιτλοφορεί με τα ονόματα των ηρωίδων της που όλα αρχίζουν από άλφα. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμία Αδριάνα. Και πράγματι η ηρωίδα του καινούργιου μυθιστορήματος βγαίνει από άλλο καλούπι ή, μάλλον ορθότερα, δεν βγαίνει από καλούπι, πόσο μάλλον ιδεολογικό. Αυτή είναι ένας συναρπαστικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας πλασμένος από μια κατασταλαγμένη συγγραφέα που γνωρίζει πώς να ντύνει την αφήγηση με τις απόψεις της χωρίς να την περιορίζει. Οσο για το θέμα του μυθιστορήματος στο οποίο πρωταγωνιστεί, εκ πρώτης όψεως δείχνει συνηθισμένο. Και πάλι μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Αδριάνα, αναθυμάται τη ζωή της. Μόνο που η συγκεκριμένη μπαίνει αισίως στα εκατό με τον ερχομό του 2000. Με άλλα λόγια, έχει ζήσει ολόκληρο τον 20ό αιώνα, γεγονός που την καθιστά βορά στη δημοσιογραφική περιέργεια. Καθώς μάλιστα δεν γιορτάζει τα γενέθλιά της σε οικογενειακό περιβάλλον αλλά στο γηροκομείο, προσφέρεται για ένα σποτ κοινωνικής ευαισθησίας στο πρωτοχρονιάτικο τηλεοπτικό πρόγραμμα με το οποίο και ξεκινά η αφήγηση. Ενα γηροκομείο όμως ως χώρος δράσης, με ήρωες γέροντες, απωθεί και ουδόλως προδιαθέτει για ένα μυθιστόρημα τρυφερής πνοής. Η διαφορά έγκειται στην οπτική γωνία. Αν για τους απ’ έξω το ίδρυμα είναι ένα καταθλιπτικό μέρος, για τους τροφίμους λειτουργεί και ως κοινόβιο. Αλλωστε, η συγγραφέας δεν εκμεταλλεύεται το θέμα με ζοφερές περιγραφές και κοινωνική κριτική. Αρκείται σε ειρωνικές νύξεις για τις δήθεν φιλάνθρωπες χειρονομίες πολιτικών και βιομηχάνων προϊόντων γήρατος που γίνονται χορηγοί εορτών και εκδρομών αδιαφορώντας αν η γκρίζα τους διαφήμιση γελοιοποιεί τους ηλικιωμένους.


Εκ των έσω η αφήγηση παρακάμπτει τις παραμορφώσεις της ηλικίας ζωντανεύοντας μια παρέα μεγάλων παιδιών, ανέμελων αλλά και φοβισμένων. Μασκαρεμένοι ακόμη και για να συνοδεύσουν μια κηδεία, αντικαθιστούν τα ονόματά τους με παρωνύμια μυθικών προσώπων πραγματώνοντας φαντασιώσεις μιας ζωής. Οταν όμως κάποιοι από τους ασθενέστερους συντρόφους τους εξαφανίζονται μυστηριωδώς, σοβαρεύουν και συνασπίζονται. Ατμόσφαιρα απειλής πλανάται στο γηροκομείο, που επιτείνεται με την ανεξήγητη εξαφάνιση της ψυχολόγου. Οπότε το μυθιστόρημα δείχνει να μετατρέπεται σε θρίλερ, με τους γέροντες στον ρόλο αυτοσχέδιων ντετέκτιβ, καθώς μεγαλώνουν οι υποψίες για οικονομικές ατασθαλίες στο ίδρυμα ή, ακόμη πιο φρικιαστικό, για παράνομα ιατρικά πειράματα. Ούτε αυτή η πλευρά όμως ενδιαφέρει τη Βόρνινγκ, πέρα από το πάντοτε ευπρόσδεκτο σασπένς που προσδίδει στην ιστορία, καθώς η συγγραφέας επικεντρώνεται στην ηρωίδα της.


Τα γεγονότα στροβιλίζονται γύρω από την Αδριάνα, αυτή όμως μηρυκάζει τις αναμνήσεις της γλιστρώντας συνεχώς από το παρόν προς ένα παρελθόν με παράξενους θανάτους και άγριους έρωτες στο καλειδοσκόπιο ταραγμένων χρόνων. Στο τρίτο πρόσωπο η αφήγηση παρακολουθεί τις σκέψεις της κατορθώνοντας να αποτυπώσει τη χρονική ρευστότητα με περάσματα παραμυθικής χροιάς. Αλλωστε τα προσφιλή της πρόσωπα στις σκηνές που ανασύρει έχουν προ πολλού χάσει τις πραγματικές τους διαστάσεις, έτσι όπως φουσκώνουν με ανεκπλήρωτες επιθυμίες και φαντασιώσεις. Εν τέλει μοιάζουν περισσότερο με πλάσματα παραισθήσεων που βγαίνουν από την ιστορία και τους θρύλους της γενέτειράς της, της Θεσσαλονίκης. Μοναδική παραφωνία στο γλαφυρό ύφος της αφήγησης, το δοκιμιογραφικό στρογγύλεμα ιστορικών συμβάντων και το αντίστοιχο λεκτικό.


Στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, ήδη από τον τίτλο και την εικονογράφηση του εξωφύλλου, ο μύθος του Χάροντα, πορθμέα του Αδη, που μεταφέρει τις ψυχές από τη μια όχθη της Αχερουσίας στην άλλη. Αν και προσφυώς παραλλαγμένος, θέλει τον Χάροντα να έρχεται μόνο όταν οι ψυχές των ζωντανών τον καλούν ανάβοντας κεριά. Η Αδριάνα, όμως, παρά τα εκατό χρόνια της, δεν ανάβει τα κεριά, μια και δεν έχει ξεμπερδέψει με τις ενοχές που της φόρτωσε ένα υπερτροφικό οιδιπόδειο. Από την παραμονή των Χριστουγέννων ως την 11η Ιανουαρίου 2000, αρχικά στο γηροκομείο και μετά στην τριήμερη εκδρομή των τροφίμων στη Θεσσαλονίκη, την παρακολουθούμε να παλεύει με τις Ερινύες της. Μέχρι που θα συναντήσει «έναν αυτόπτη μάρτυρα του παρελθόντος» και η αυτοαναλυτική διαδικασία θα πάρει αίσιο, τρόπος του λέγειν, τέλος. Προηγουμένως οι βραδινοί περίπατοι της Αδριάνας στο αλσύλλιο του γηροκομείου, δίπλα στο νεκροταφείο, καθώς και η αναχώρησή της στο τέλος με το ακάτιο του πορθμέα απογειώνουν την αφήγηση με την ποιητική αύρα τους.