Τα τελευταία χρόνια λέγεται συχνά ότι δεν υπάρχουν πλέον μέρη για να κρυφτούν οι δικτάτορες. Φαίνεται ότι το ίδιο έχει αρχίσει να ισχύει και για τους αρχαιοκάπηλους. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι διεθνείς οίκοι δημοπρασιών, όπως και τα μεγάλα μουσεία, δύσκολα θα μπορούν εφεξής να αποκτήσουν έργα τέχνης και αρχαιολογικούς θησαυρούς που είναι προϊόντα κλοπής ή λαθρανασκαφής.


Εμπορος και λαθρέμπορος


Το γεγονός που σηματοδότησε μια νέα εποχή στην πάταξη της αρχαιοκαπηλίας ήταν η έφοδος της ιταλικής και της ελβετικής αστυνομίας στην αποθήκη που διατηρούσε στο Φρίπορτ της Γενεύης ο έμπορος έργων τέχνης Τζιάκομο Μέντιτσι όπου υπήρχαν χιλιάδες αρχαία αντικείμενα αλλά και φωτογραφίες έργων τα οποία είτε είχαν πωληθεί είτε διετίθεντο προς πώληση – όλα προϊόντα λαθρανασκαφής. Σε μερικές μάλιστα από τις φωτογραφίες ο ίδιος ο Μέντιτσι εμφανιζόταν να ποζάρει δίπλα στα κλοπιμαία. Η είδηση προκάλεσε τεράστια αίσθηση σε όλον τον κόσμο, αφού ο Μέντιτσι ως τότε έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο διεθνές εμπόριο έργων τέχνης και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές μεγάλων οίκων δημοπρασιών και μουσείων, όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το Μουσείο Γκετί στην Καλιφόρνια.


Ενα αναπάντεχο εύρημα την ίδια περίοδο βοήθησε αποφασιστικά τις μετέπειτα έρευνες των ιταλών αστυνομικών: στην κατοχή κάποιου λαθρεμπόρου που έπεσε στα χέρια της αστυνομίας βρέθηκε ένα διάγραμμα το οποίο παρουσίαζε την ιεραρχική δομή ενός τεράστιου κυκλώματος, στο οποίο μετείχαν τυμβωρύχοι και οι κατά τόπους συνεργάτες τους, και τις διασυνδέσεις τους με εμπόρους έργων τέχνης στην Ελβετία, στο Παρίσι και στις ΗΠΑ. Οι τρεις έμποροι, σε στενή συνεργασία μεταξύ τους, ήταν ο Μέντιτσι στη Γενεύη, ο Μπεκίνα στη Βασιλεία και ο Ρόμπερτ Χεχτ, βασικός προμηθευτής από τη δεκαετία του ’60 μεγάλων ευρωπαϊκών και αμερικανικών μουσείων. Στο εν λόγω διάγραμμα μάλιστα ο Χεχτ ονομαζόταν «Capo dei capi».


Στη συνέχεια η αστυνομία επιδόθηκε σε μια τεράστια έρευνα ώστε να εντοπιστούν και να επιστραφούν τα λαθραία. Τον Δεκέμβριο του 2004 ο Μέντιτσι καταδικάστηκε στο μεγαλύτερο πρόστιμο που ορίστηκε ποτέ για παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων: 10.000.000 ευρώ. Η απόφαση ήταν ένα κείμενο 659 σελίδων, όπου αποδεικνύεται ότι για χρόνια ο Μέντιτσι έκανε αυτή τη δουλειά προμηθεύοντας μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και οίκους δημοπρασιών με χιλιάδες αντικείμενα.


Πελάτες: τα μεγάλα μουσεία


Πέραν όμως της καταδικαστικής απόφασης, εκείνο που άλλαζε το ως τώρα ισχύον καθεστώς διακίνησης αντικειμένων αρχαιολογικής αξίας ήταν η προσπάθεια της ιταλικής κυβέρνησης να ανακτήσει πολλά από αυτά τα οποία βρίσκονταν στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης και στο Μουσείο Τέχνης του Πρίνστον, ενώ απαίτησε ταυτόχρονα να της επιστραφούν περίπου 40 αρχαία έργα τέχνης από το νέο παράρτημα του Μουσείου Γκετί στο Μαλιμπού της Καλιφόρνιας, το οποίο είχε στοιχίσει 275.000.000 δολάρια. Αυτό που επίσης προκάλεσε τεράστια αίσθηση ήταν η προσαγωγή σε δίκη της Μάριον Τρου, εφόρου του Μουσείου Γκετί, κάτι πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά.


Στο κείμενο της καταδικαστικής απόφασης για τον Μέντιτσι, στα αρχεία και στις πληροφορίες της αστυνομίας, αλλά κυρίως στο μακρόχρονο ερευνητικό ρεπορτάζ βασίστηκε το ογκώδες βιβλίο Η συνωμοσία Μέντιτσι δύο επιφανών δημοσιογράφων, του Πίτερ Γουότσον και της Τσετσίλια Τοντεσκίνι, που αποκαλύπτει το τεράστιο διεθνές δίκτυο αρχαιοκαπήλων, τυμβωρύχων, εμπόρων έργων τέχνης και επιμελητών μεγάλων μουσείων οι οποίοι για πάνω από 40 χρόνια προμήθευαν μεγάλα μουσεία με αρχαιολογικούς θησαυρούς κλεμμένους κατά κύριο λόγο από την Ιταλία – αλλά και από την Ελλάδα, όπως αποδείχθηκε μετά την έφοδο της αστυνομίας στη βίλα Παπαδημητρίου στη νήσο Σχοινούσα πέρυσι τον Απρίλιο και την κατάσχεση ευρημάτων μεγάλης αρχαιολογικής και καλλιτεχνικής αξίας.


Ο Πίτερ Γουότσον ασχολείται επί πολλά χρόνια με το θέμα της κλοπής έργων τέχνης, της παράνομης διακίνησής τους, της αρχαιοκαπηλίας και των ευθυνών των μεγάλων οίκων δημοπρασίας. Σε προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο Sotheby’s: The Inside Story αποκαλύπτει την εμπλοκή του μεγάλου αυτού οίκου δημοπρασιών στην παράνομη εμπορία αντικειμένων αρχαιολογικής αξίας.


Αυτό το νέο βιβλίο του είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικό. Αρκεί μόνο η παράθεση των τίτλων κάποιων κεφαλαίων του: Ειδήμονες και εγκληματίες – Το πάθος για τα ελληνικά αγγεία ή Τα «πλυντήρια» του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης ή ακόμη Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και άλλα αναξιόπιστα μουσεία.


Το δίκτυο των αρχαιοκαπήλων ήταν τόσο εκτεταμένο και πολύπλοκο ώστε ακόμη και η απλή περιγραφή του ιστού του είναι σχεδόν αδύνατη. Από τις σελίδες της Συνωμοσίας Μέντιτσι παρελαύνουν δεκάδες ειδικοί, αρχαιολόγοι, έμποροι, έφοροι μουσείων, συλλέκτες, λαθρανασκαφείς και λαθρέμποροι. Ολοι τους έχουν μερίδιο ευθύνης, σύμφωνα με τους συγγραφείς, ακόμη και εκείνοι που οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους δεν είναι ποινικά κολάσιμες. Είναι όμως κολάσιμες ηθικά, αφού γνώριζαν τι συνέβαινε και το αποδέχονταν ως δεδομένη πρακτική.


Η δραστηριότητα του Τζιάκομο Μέντιτσι ήταν τέτοια που το εύρος της ακόμη και σήμερα είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Οπως παραδέχθηκε ένας από τους στενούς συνεργάτες του, ο έμπορος-αρχαιοκάπηλος είχε πουλήσει υλικό λαθρανασκαφών όχι μόνο στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και στο Μουσείο Γκετί του Λος Αντζελες, αλλά και στη γλυπτοθήκη του Μονάχου, στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, στο Μουσείο του Κλίβελαντ στο Οχάιο, στο Μουσείο Χάρβαρντ της Μασαχουσέτης, στο Λούβρο και στο Βρετανικό Μουσείο. Ολο αυτό το υλικό διακινήθηκε με σχετική ευκολία – και άλλη τόση πανουργία – από τον Μέντιτσι, ο οποίος είχε ισχυρές προσβάσεις και γνωριμίες στα υψηλά κλιμάκια της κοινωνίας τόσο στην Ελβετία όσο και στην Ιταλία, στις ΗΠΑ και, μέσω της Μάριον Τρου προφανώς, στην Ελλάδα. Η μακροχρόνια έρευνα της ιταλικής αστυνομίας απέδειξε ότι διέθετε δικούς του ανθρώπους παντού (ακόμη και στα ελβετικά τελωνεία), αρχαιολόγους που όχι μόνο τον βοηθούσαν να περνάει τα κλοπιμαία στην Ελβετία και από εκεί στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά εξέδιδαν και τα «αναγκαία» για τις παράνομες δοσοληψίες του πιστοποιητικά γνησιότητας.


«Οι συλλέκτες είναι οι πραγματικοί αρχαιοκάπηλοι» είπε κάποτε ο αρχαιολόγος Ρικάρντο Ελία – και η φράση τιτλοφορεί ένα από τα κεφάλαια της Συνωμοσίας Μέντιτσι. Δεν υπάρχει επομένως ιδιωτική συλλογή αρχαίων αντικειμένων που τα έργα της να μην είναι προϊόντα λαθρανασκαφής. Το λαθρεμπόριο αρχαίων αντικειμένων είναι φαινόμενο κατ’ εξοχήν της μεταπολεμικής εποχής. Η περίπτωση Μέντιτσι είναι αποκαλυπτική των μεθόδων διακίνησης και εμπορίας, καθώς και των μεθοδεύσεων που χρησιμοποιήθηκαν ώστε να διαμορφώνονται οι τιμές σε πολύ υψηλά επίπεδα.


Ο Μέντιτσι έστελνε κάποια αντικείμενα στους οίκους δημοπρασιών, αμέσως μετά αγόραζε ορισμένα από αυτά σε εξαιρετικά υψηλές τιμές και άφηνε τα υπόλοιπα στους οίκους δημοπρασιών να δει τι τιμή θα έπιαναν. Αν δεν ήταν αυτή που περίμενε, τα αγόραζε ξανά και η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν ώσπου να επιτευχθεί ο στόχος. Αλλά τα αντικείμενα που έστελνε προς δημοπράτηση ο Μέντιτσι δεν ήταν και τα πιο σημαντικά. Ετσι, έδινε την εντύπωση ότι στο εμπόριο αρχαιοτήτων δεν διακινούνταν σπουδαία αντικείμενα και αυτό του επέτρεπε εκείνα που άξιζαν να τα κρατά και να τα πουλάει αργότερα κατευθείαν στα μεγάλα μουσεία.


Παγκόσμιο σκάνδαλο


Στη Συνωμοσία Μέντιτσι ξεδιπλώνονται όλες οι πτυχές αυτού του παγκόσμιου σκανδάλου. Αποκαλύπτεται ο ρόλος των μεγάλων μουσείων και φυσικά έμφαση δίνεται στον ρόλο του Μουσείου Γκετί, για το οποίο οι συγγραφείς αφιερώνουν ολόκληρο κεφάλαιο με τον τίτλο: «Γκετί: Το μουσείο των αρχαιοκαπήλων». Εδώ, όπως και αλλού στο βιβλίο, αποκαλύπτεται ο ρόλος της εφόρου του Μουσείου Γκετί, Μάριον Τρου – την οποία ο Γουότσον και η Τοντεσκίνι θεωρούν ενεργό μέλος του κυκλώματος Μέντιτσι -, που έγινε γνωστή και σ’ εμάς μετά την περυσινή έφοδο της αστυνομίας στη βίλα της οικογένειας Παπαδημητρίου στη Σχοινούσα, καθώς και στο σπίτι που διατηρούσε η Μάριον Τρου στην Πάρο.


Η Συνωμοσία Μέντιτσι είναι ένα χρονικό που αξίζει να διαβαστεί, ιδιαίτερα στη χώρα μας που επί δεκαετίες λεηλατήθηκε από τυμβωρύχους, λαθρανασκαφείς και «αξιοσέβαστους» λαθρέμπορους έργων τέχνης. Το εμπόριο αυτό μπορεί να παταχθεί σήμερα ευκολότερα γιατί, ως φαίνεται, δεν το ανέχεται πλέον η διεθνής κοινή γνώμη, οι ειδήμονες και τα ίδια τα κράτη.


* To βιβλίο των Πίτερ Γουότσον – Τσετσίλια Τοντεσκίνι «Η συνωμοσία Μέντιτσι», θα κυκλοφορήσει στις 24 Μαΐου από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.