Μια νουβέλα που κινείται προσώρας στον χώρο του φανταστικού, αν και στο εγγύς μέλλον με την περαιτέρω εξέλιξη των ολογραμμάτων, όταν η εικονική πραγματικότητα θα είναι ευρύτερα εμπορεύσιμη, μπορεί και να παρουσιάζεται ως ρεαλιστική. Σε κάθε περίπτωση μια νουβέλα με στοχαστικά ανοίγματα αφού το κυρίως θέμα της είναι ο θάνατος και το πένθος. Κατά κανόνα οι άνθρωποι ακόμη κι όταν καταρρέουν από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου συγκατανεύουν να παραδώσουν το σώμα του στην τελετουργία της κηδείας και της ταφής. Ωστόσο, αραιά και πού ορισμένοι μέσα στην οδύνη τους αρνούνται να αποχωριστούν το προσφιλές σώμα αποκρύβοντας πως επήλθε το μοιραίο. Αν μάλιστα διαθέτουν τα μέσα, φτάνουν μέχρι την ταρίχευση για να συνεχίσουν να συμβιώνουν μαζί του. Εστω βουβό και ακίνητο αρκεί να το βλέπουν και να το θωπεύουν. Στη νουβέλα η τεχνολογία προσφέρει μια διαφορετική λύση εκ πρώτης όψεως λιγότερο φρικαλέα, τελικά όμως περισσότερο νοσηρή. Μια εταιρεία μεγάλης επιφάνειας και αντίστοιχου ονόματος αναλαμβάνει να αναστήσει τον εκλιπόντα, ακριβέστερα να δημιουργήσει το ολόγραμμά του σε ένα προσφυές περιβάλλον παρέχοντας την αυταπάτη μιας ζώσης παρουσίας κινούμενης και ομιλούσας. Προς τούτο, υπάλληλοι της εταιρείας αξιοποιούν τα κατάλοιπα του αποθανόντος, φωτογραφίες και ηχητικά ντοκουμέντα, ανασυστήνοντας την αλλοτινή πραγματικότητα με βελτιωτικές επεμβάσεις κατά τις ορέξεις του πελάτη τους, όπως ρετουσάρουμε παλιές φωτογραφίες.


Ειδικός απεσταλμένος


Δύο περιπτώσεις ακραίας συναισθηματικής εξάρτησης επινοούνται στη νουβέλα, με συνδετικό κρίκο τον ειδικό απεσταλμένο της εταιρείας που χειρίζεται αμφότερες και ονομάζεται Χ. Α. Ρόντας. Προφανής η παραπομπή στον Χάροντα, μόνο που αυτός αντί να διαπεραιώνει τις ψυχές των νεκρών στον Αδη ασχολείται με την άλω των σωμάτων τους. Αντίστοιχα ο βοηθός του ακούει στο όνομα Κ. Ρ. Βέρος, δηλώνοντας πως πρόκειται για έναν Κέρβερο, όχι όμως των τεθνεώτων, αλλά της ψευδαισθησιακής πραγματικότητας των ζώντων. Συμπληρωματικές οι δύο υποθέσεις. Στην πρώτη και συντομότερη, ο πελάτης είναι μια περίλυπος χήρα που έχει ανάγκη το φάντασμα του συζύγου της για να επιβιώσει. Ενώ στη δεύτερη, ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος που τυγχάνει πατέρας ανάπηρης θυγατέρας, της οποίας την ψυχική ισορροπία ζητεί να εξασφαλίσει μετά τον επικείμενο, όπως τουλάχιστον πιστεύει, θάνατό του. Ολοι τους άνθρωποι μιας ορισμένης κοινωνικής ελίτ, δεδομένου και του δαπανηρού της διαδικασίας και όλως ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης που θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν ως μυθιστορηματικοί ήρωες, ενώ στο πλαίσιο της νουβέλας μόλις που σκιαγραφούνται. Εκτός, ίσως, από τον ειδικό απεσταλμένο που αποκτά μια κάποια υπόσταση κυρίως χάρις στην περί έρωτα και θάνατο ρητορική του. Κατά κάποιον τρόπο η νουβέλα πειθαρχεί στον τίτλο της, παραμένοντας στα όρια μιας αλληγορικής διήγησης, αν και το επιμύθιο που προβλέπει την τιμωρία όσων βυθίζονται στην εικονική πραγματικότητα, δεν δείχνει πειστικό, αφού η κατάπτωση και ο θάνατος είναι στα αναπότρεπτα. Τουλάχιστον πουλώντας τρόπον τινά την ψυχή τους στον διάβολο, εξασφαλίζουν μια παράταση χρόνου.


Τα ξένα πρότυπα


Ο Κ. Δ. Τζαμιώτης είναι ένας από τους παραγωγικούς συγγραφείς της πρώτης γενιάς του 21ου αιώνα, που βρίσκεται ήδη στο πέμπτο βιβλίο του χωρίς να υπολογίζουμε το βραβευμένο θεατρικό του. Βασικά γνωρίσματα αυτής της ομάδος συγγραφέων, η μυθοπλαστική φαντασία αλλά και οι επιρροές από ξένα πρότυπα που αργούν να υποχωρήσουν ίσως και λόγω των εντατικών ρυθμών έκδοσης. Από βιβλίο σε βιβλίο ο Τζαμιώτης ελάχιστα διαφοροποιείται μορφικά. Μακριές προτάσεις περιγράφουν καταστάσεις και διαδικασίες εναλλασσόμενες με σύντομες δοκιμιακής επίφασης, η οποία επιτείνεται ως εντύπωση χάρις στον αποστασιοποιημένο χαρακτήρα της αφήγησης και το λόγιο λεκτικό. Αν και μέρος της εμβέλειας αυτού του αφηγηματικού τρόπου χάνεται με την κατάχρηση πλεοναστικών εκφράσεων. Αντιθέτως, ο συγγραφέας δείχνει κάθε φορά να πρωτοτυπεί θεματικά, ανεξάρτητα από το αν πολιορκεί τις ανθρώπινες σχέσεις από μια σταθερά απαισιόδοξη προοπτική. Στην πρόσφατη νουβέλα, ο προβληματισμός του δείχνει μάλλον επίκαιρος, ιδίως όταν αναφέρεται στη λατρεία του σώματος, και πάλι όμως δεν εγκαταλείπει τα μελανά χρώματα.