Στην εφετινή σοδειά δύο μυθιστορήματα με την πόλη της Καβάλας σε πρωταγωνιστικό ρόλο, από δύο καβαλιώτες συγγραφείς, τον Π. Χ. Μάρκογλου και τον Κ. Χαρπαντίδη. Αν και ο νεότερος, καίτοι κατέχεται από τη «μανία της πόλεως», στο πρόσφατο αποκρύβει την πόλη πίσω από το πεποιημένο όνομα Κομίχλια, συμφύροντάς την με τις ομιχλώδεις καιρικές συνθήκες της, που για την περίπτωση επεκτείνονται στις επικρατούσες συγκεχυμένες ως σκοτεινές καταστάσεις με τις οποίες καταπιάνεται. Κατά τα άλλα, από την «κόκκινη» πόλη του Μάρκογλου μένουν τα αρρωστημένα άκρα της, διεφθαρμένοι καπνέμποροι, και ο υπόκοσμος της πόλης, με ελεγειακή αναφορά στους πρόσφυγες, στους αλλοτινούς Ποντίους και στους πρόσφατους παλιννοστούντες.


Επίσης στη φθινοπωρινή σοδειά δύο μυθιστορήματα βορειοελλαδιτών συγγραφέων εκκινούν από ένα έγκλημα πάθους της δεκαετίας του ’50 με θύμα ντιζέζ, θηλυκή στο Θα γίνω ντιζέζ (εκδόσεις Μεταίχμιο) του Σάκη Σερέφα, αρσενική στου Χαρπαντίδη, και απλώνονται στην ανασύσταση της δολοφονίας κατόπιν δημοσιογραφικής έρευνας, απέχοντας αναμεταξύ τους παρασάγγας ως προς το ύφος. Ευρηματικότερος ο Χαρπαντίδης, αποπειράται διπλή διήθηση της παλαιάς «αληθινής ιστορίας», καθώς όχι ένας αλλά δύο φερέλπιδες μυθιστοριογράφοι εμπνέονται από τον ντιζέζ, ωραίο ως πρίγκιπα, κι ας προερχόταν από τους εξαθλιωμένους του λιμανιού.


Ομηρος το μικρό του όνομα, δηλώνοντας έναν όμηρο του πάθους, που έμεινε τριάντα χρόνια σε αλαλία προτού βρει τη δύναμη να κραυγάσει τον έρωτά του για έναν άντρα και να υποστεί μαρτυρικό θάνατο στην ηλικία της Σταύρωσης, αίροντας τις αμαρτίες των βουβών και καταπιεσμένων πασών των επερχομένων γενεών. Ομηρος επί τριάντα χρόνια στα συζυγικά δεσμά και ο πρώτος συγγραφέας που καταγίνεται με το θέμα, προτού βρει το θάρρος να εγκαταλείψει οικογένεια και πόλη για την Αθήνα, όπου και θα πεθάνει πέντε χρόνια αργότερα στην άσφαιρη ηλικία των εβδομήντα πέντε ετών, προλαβαίνοντας να κάνει το πάθος του μυθιστόρημα αλλά όχι πράξη. Οσο για τον δεύτερο συγγραφέα, δημοσιογράφο το επάγγελμα, αυτός ομολογεί εξαρχής πως νιώθει όμηρος του κοινωνικού του ρόλου, των οικογενειακών του υποχρεώσεων, ακόμη της πόλης του, γι’ αυτό και αποφασίζει να μιλήσει για τον θάνατο στην Κομίχλια, κατά τον θάνατο στη Βενετία, με τον αληθινό Ομηρο στη θέση του αγγελόμορφου αγοριού. Δίνοντας μια διάλεξη για τον αποθανόντα ομότεχνό του, μαθαίνει για το άφαντο μυθιστόρημα του επαναστατημένου συντοπίτη του, που εκείνος είχε ανακοινώσει από εικοσαετίας τον τίτλο, Ομηρος του λιμανιού, χωρίς ποτέ να το εκδώσει, και αρχίζει τη διπλή αναζήτηση του Ομήρου και του μυθιστορήματος.


Με τα σπαράγματα του ανόσιου μυθιστορήματος, ο ασφυκτιών δημοσιογράφος φτιάχνει το δικό του μυθιστόρημα ως συρραφή ντοκουμέντων και μαρτυριών. Αν και το παραγεμίζει με συνεχείς αναφορές στις κρίσεις του πανικού που τον ταλαιπωρούν, εφαρμόζοντας το «Ενδον σκάπτε», όπως είναι ο τίτλος του περιοδικού της Κομίχλιας, ως παραλλαγή του καβαλιώτικου «Σκαπτή ύλη», όπου πρωτόσκασε μύτη ο Χαρπαντίδης. Τελικά, και ο δεύτερος συγγραφέας που εμφανίζεται ως ο αφηγητής του μυθιστορήματος βρίσκει διέξοδο των υπαρξιακών προβλημάτων του μόνο στη γραφή, μη επιτρέποντας εις εαυτόν τη μετατόπιση του «κέντρου βάρους της ηδονής», κατά τον εύστοχο τίτλο διηγήματος του Χαρπαντίδη.


Δώρον άδωρο οι κρίσεις πανικού, καθώς η ψυχογράφηση του ήρωα ξεστρατίζει μένοντας μετέωρη. Οπως είχαμε επισημάνει, παρουσιάζοντας το προηγούμενο βιβλίο του Χαρπαντίδη, Το έκτο δάχτυλο, ο συγγραφέας έχει ιδιαίτερη αδυναμία στους χαρισματικούς, τρόπον τινά «εξαδάχτυλους», ήρωες που βρίσκονται δέσμιοι στον κλοιό μιας μικρής κοινωνίας, είτε πρόκειται για επαρχιώτες λογίους είτε για κρυπτοομοφυλόφιλους, με την απόπειρα της απαγκίστρωσής τους να συνιστά θανατηφόρο άλμα. Πάντως ο συγγραφέας δεν βάλτωσε, όπως άλλοι διηγηματογράφοι, μηρυκάζοντας τα πάθη των εκ Βορρά οικονομικών μεταναστών, αλλά πέρασε στο μυθιστόρημα με σχετικά μικρές, κυρίως γλωσσικής τάξεως, αβαρίες.