Τον Σεπτέμβριο του 1939, λίγο μετά την εισβολή των χιτλερικών στην Πολωνία, ο συγγραφέας Στανισλάβ Ιγκνάσι Βίτκιεβιτς (1885-1939) κατέφυγε με τη νεαρή ερωμένη του στην Ανατολική Πολωνία. Στις 18 του ίδιου μήνα, και ενώ την προηγούμενη ημέρα από την άλλη πλευρά της χώρας είχαν εισβάλει οι Σοβιετικοί, ο Βίτκιεβιτς αυτοκτόνησε. Το ζευγάρι είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει από κοινού – η κοπέλα θα έπαιρνε δηλητήριο και ο συγγραφέας θα έκοβε τις φλέβες του. Ο ίδιος ωστόσο ήπιε κρυφά το βράδυ ένα φιαλίδιο βερονάλ και έκοψε τις φλέβες του. Η ερωμένη του τον βρήκε νεκρό το επόμενο πρωί.


Η συνέχεια είναι λιγότερο τραγική αλλά εξίσου μυθιστορηματική. Μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου το υπουργείο Πολιτισμού της πολωνικής κυβέρνησης διέταξε την εκταφή των λειψάνων του Βίτκιεβιτς και τη μεταφορά τους στη γενέθλια πόλη του, το Ζακοπάνε, σε επίσημη τελετή όπου θα αποδίδονταν στον συγγραφέα όλες οι δέουσες τιμές. Ετσι ακριβώς έγινε, αλλά σε κανέναν δεν επιτράπηκε να ανοίξει το κλειστό φέρετρο με τα λείψανα του Βίτκιεβιτς. Πολλά χρόνια αργότερα έγινε γνωστό ότι αυτό που είχε βρεθεί στον τάφο του συγγραφέα ήταν τα λείψανα μιας άγνωστης γυναίκας από την Ουκρανία.


Υστερα από 12 χρόνια o ποιητής Τσέσλαφ Μίλος δημοσίευσε το βιβλίο του Ο αιχμάλωτος νους, στο οποίο αναφερόταν εκτενώς σε ένα από τα δύο μυθιστορήματα του Βίτκιεβιτς, την Αδηφαγία, που ήταν ως τότε άγνωστο στη Δύση. Το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα – και για πολλούς το σημαντικότερο έργο του Βίτκιεβιτς – πρωτομεταφράστηκε στα αγγλικά μόλις το 1985 από τον Λούις Ιριμπάρνε, 55 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στα πολωνικά και 58 μετά τη γραφή του. Κατάπληκτη η παγκόσμια κοινότητα των Γραμμάτων ανακάλυπτε με μισό αιώνα καθυστέρηση ένα βιβλίο που πολλοί το χαρακτήρισαν εφάμιλλο του Οδυσσέα του Τζόις και του Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ. Η έκδοσή του στα ελληνικά γίνεται με ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση, αλλά το αριστούργημα του Βίτκιεβιτς δεν έχει φθαρεί ούτε στο ελάχιστο από τον χρόνο. Απλώς είναι εκπληκτικό να διαπιστώνει κανείς ότι προηγήθηκε αρκετά των δύο βασικών δυστοπικών μυθιστορημάτων που μας είναι γνωστά: του Γενναίου Νέου Κόσμου του Χάξλεϊ και του 1984 του Οργουελ.


Στην Αδηφαγία ο Βίτκιεβιτς φαντάζεται την Πολωνία στα τέλη του 20ού αιώνα. Μια χώρα εξαντλημένη που παρακμάζει και στην οποία ετοιμάζονται να εισβάλουν οι Κινέζοι. Ενας φιλόσοφος από τη Μογγολία ονόματι Μούρτι Μπινγκ έχει παρασκευάσει ένα χάπι που όσοι το παίρνουν γαληνεύουν και γίνονται ευτυχείς. Οι πάντες λαμβάνουν το χάπι, όχι γιατί εξαναγκάζονται αλλά γιατί, όπως σχολιάζει στον Αιχμάλωτο νου ο Μίλος, «υπάρχει ένας πόθος για την αρμονία και την ευτυχία που βρίσκεται βαθύτερα από τον συνήθη φόβο ή τον πόθο να ξεφύγει κανείς από τη μιζέρια ή τη φυσική καταστροφή». Τέτοιος είναι και ο πόθος του νεαρού ήρωα του μυθιστορήματος Ζένεζιπ Κάπεν που εισέρχεται στη φάση της γοητευτικής και καταστροφικής μύησης σε αυτόν τον νέο κόσμο με τη βοήθεια της πριγκίπισσας Τικοντερόγκα. Αλλά σε τούτο το μυθιστόρημα παρανοϊκού πάθους παρελαύνει και πλήθος εκκεντρικών, επίδοξων φιλοσόφων, έκφυλων αριστοκρατών και πολιτικών ηγετών στα όρια της παραφροσύνης.


Οπως συμβαίνει και με άλλα σπουδαία μυθιστορήματα της Κεντρικής Ευρώπης (τους Υπνοβάτες ή το Βιργιλίου θάνατος του Μπροχ λ.χ.), η Αδηφαγία διαβάζεται ως μεγαλειώδης και καταστροφική πολιτική αλληγορία. Το χάπι του Μούρτι Μπινγκ είναι προϊόν της συνταγής για την ευτυχία που το έχει δημιουργήσει ένας διανοούμενος – και ο σταλινισμός είναι προϊόν των διανοουμένων. Είναι αυτό που αιχμαλωτίζει τον νου και τη συνείδηση, ένα είδος ιδεολογικής «όστιας», γι’ αυτό άλλωστε και το σταλινικό καθεστώς δεν προέκυψε από τη λειτουργία του λεγόμενου κοινού νου αλλά, σύμφωνα πάντοτε με τον Μίλος που στα νιάτα του υπηρέτησε το καθεστώς αυτό (υπηρέτησε ως πρέσβης της Πολωνίας στο Παρίσι αμέσως μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο), «από την επανάσταση του στομάχου».


Η λαγνεία επομένως που κυριαρχεί στην Αδηφαγία, το πάθος των πρωταγωνιστών του βιβλίου να «καταπιούν» όλες τις ηδονές ενός κόσμου – που τους καταπίνει εκείνος στο τέλος -, είναι το ομόλογο του νου, η σκοτεινή του πλευρά, ο αντικόσμος.


Θα ήταν φυσικά προτιμότερο η ελληνική μετάφραση να είχε γίνει από το πολωνικό πρωτότυπο, αλλά η κλασική αγγλική μετάφραση του Λουίς Ιριμπάρνε που χρησιμοποιήθηκε είναι ένα εξαίρετο και απολύτως αξιόπιστο κείμενο.