Το βιβλίο της Karin Skousbοll, καθηγήτριας της Αρχιτεκτονικής Σχολής της Κοπεγχάγης, είναι αποτέλεσμα ενός ζωντανού ελληνόφιλου πάθους και ενός ανεπιτήδευτου ενθουσιασμού για έναν τόπο που η ίδια δείχνει να θαυμάζει και να αγαπά γενναιόδωρα. Πρόκειται για την πρώτη ξένη ερευνήτρια που φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει την ελληνική αρχιτεκτονική πραγματικότητα σε πολυσέλιδο βιβλίο, αν εξαιρέσουμε το «ιστορικό» εγχείρημα του François Loyer (1966) που παρέμεινε ωστόσο αδημοσίευτο.


Το βιβλίο Ελληνική αρχιτεκτονική σήμερα (με τίτλο σχεδόν δάνειο από τις εκδόσεις Taschen) είναι ουσιαστικά ένας οδηγός σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, αλλά όχι μόνο. Η συγγραφέας ξεκίνησε με τη φιλοδοξία να καλύψει τις αρχιτεκτονικές εξελίξεις στην Ελλάδα σε μια «φάση αναγέννησης» όπως αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά στη συνέχεια επεκτάθηκε σε άλλα θέματα. Είναι ταυτόχρονα ένας ιστορικός και τουριστικός οδηγός (από τη μινωική περίοδο ως σήμερα), μια διαχρονική σύνοψη της ιστορίας της ελληνικής αρχιτεκτονικής (με έμφαση στον 20ό αιώνα), μια φαινομενολογική ανάλυση του τόπου και της αρχιτεκτονικής (ως τη μεταπολεμική «αντιπαροχή»), μια περιγραφική «ξενάγηση» στην αρχιτεκτονική και αστική πραγματικότητα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενώ περιλαμβάνει μια σειρά από «καρτέλες» εκτεταμένης και μεθοδικής ανάλυσης πρόσφατων αρχιτεκτονικών έργων σε όλη την επικράτεια, που καλύπτουν ακριβώς το δεύτερο μισό του βιβλίου.


Η Σκούσμπολ μοιράζεται τον ενθουσιασμό για την Ελλάδα με τον Henry Miller, τον φίλο του Κατσίμπαλη: διάβασε τον Κολοσσό του Μαρουσιού στη δανέζικη μετάφραση του 1979, και επηρεάστηκε βαθιά από τις παρατηρήσεις του Αμερικανού: «Η Ελλάδα είναι το σπίτι των Θεών (…) πιστεύουμε λάθος ότι οι Ελληνες έκαναν τους Θεούς σαν ανθρώπους. Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο: οι Θεοί έκαναν τους Ελληνες σαν ανθρώπους». Η συγγραφέας διακατέχεται επίσης από την πεποίθηση της συνέχειας: οι Ελληνες είναι όλοι ένα, αρχαίοι και μοντέρνοι, με κοινό το χάρισμα της αγάπης για τη ζωή, και μοναδική τη συνύπαρξη «σκέψης και δράσης (…) που κάνει ακόμα τη διαφορά…». Προσεγγίσεις κλίματος δεκαετίας του 1930 και σκέψεις όπως οι παραπάνω πιθανώς να μας κάνουν να χαμογελούμε ειρωνικά· ωστόσο η αισιοδοξία και η αθωότητα της συγγραφέως αποδεικνύεται τελικά όχι μόνο υγιής αλλά και εξαιρετικά ωφέλιμη, και θα αποτελούσε ένα καλό αντίδοτο για τα εξημμένα και αυτοϋποτιμητικά αντανακλαστικά μας.


Είναι γεγονός ότι το πόνημα της σκανδιναβής συγγραφέως δεν είναι μεθοδολογικά αψεγάδιαστο: η δομή του βιβλίου είναι ετερογενής και γι’ αυτό συζητήσιμη· οι πηγές αναφοράς δεν είναι όλες άμεμπτες ούτε εξαντλητικές (πρόκειται άλλωστε για ξενόγλωσσες μόνο δημοσιεύσεις)· η ιστορική ακρίβεια αποτελεί ενίοτε ζητούμενο, ενώ δεν είναι σπάνιες οι αβλεψίες και τα τυπογραφικά λάθη. Ενας επαρκής επιμελητής έκδοσης, ακόμα καλύτερα με γνώσεις αρχιτεκτονικής, θα είχε αποδειχτεί πολύτιμος. Η εργασία ωστόσο αυτή – προϊόν μιας αξιοθαύμαστης ερευνητικής ζωτικότητας για την επιτόπια απόκτηση και τον έλεγχο ενός τόσο πλούσιου και ετερόκλητου υλικού -, πέρα από την αμεσότητα της αφήγησης, δημιουργεί ένα παλίμψηστο που στο σύνολό του διακρίνεται εντέλει για τον έλεγχο του αντικειμένου, για την ουσιαστική ευστοχία των εκτιμήσεων και για τις οξυδερκείς επιμέρους παρατηρήσεις, που δεν φείδονται και αρνητικών συμπερασμάτων εκεί όπου είναι αναγκαίο. Η συγγραφέας έχει γνωρίσει καλά την ελληνική πραγματικότητα και έχει κατανοήσει τους ιδιότυπους μηχανισμούς της. Η αρχιτεκτονική της ανάλυση, που υιοθετεί βέβαια ένα αρκετά τυποποιημένο πλέον ιστοριογραφικό σχήμα για τον ελληνικό 20ό αιώνα, δεν στερείται επίσης παρατηρήσεων κοινωνικού και ανθρωπολογικού χαρακτήρα.


Η Σκούσμπολ ξεναγεί τον αναγνώστη στη νεοελληνική αρχιτεκτονική πραγματικότητα, μέσω μιας σταχυολόγησης που δεν είναι ασφαλώς συστηματική αλλά παραμένει αρκετά αντιπροσωπευτική. Πηγές της είναι κυρίως οι αρχιτεκτονικές εκθέσεις των τελευταίων ετών, αρχής γενομένης από την ιστορικοκριτική προσέγγιση του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής στον αγγλικό κατάλογο της Εκθεσης του ελληνικού 20ού αιώνα στη Φραγκφούρτη (1999). Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσίαση των ολυμπιακών έργων, ενώ βασίζεται σε πρωτότυπο, έγχρωμο εικονογραφικό υλικό που συνδυάζεται με τον ιδιαίτερα επιτυχημένο σχεδιασμό και την καλή εκτύπωση του βιβλίου.


Με τον εκλαϊκευτικό της χαρακτήρα, η πρώτη αυτή αγγλική έκδοση μπορεί να αποδειχτεί πολύτιμη κυρίως για την προβολή της ελληνικής αρχιτεκτονικής στους – πολυπληθείς – αγγλόφωνους αναγνώστες. Θα ήταν απλώς σκόπιμο να υλοποιηθεί γρήγορα μια δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, με τις απαραίτητες διορθώσεις και ενδεχομένως συμπληρώσεις.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.