Στις επτά το πρωί βουτάει στη θάλασσα, στις οκτώ παίρνει πρωινό, εννέα ως έντεκα κάνει τις έρευνές του, μετά πάει για ψώνια, στις δώδεκα κάνει διάλειμμα, στη μία μαθαίνει ελληνικά, στις δύο κάνει γυμναστική, τρεις ως πέντε γράφει ή διαβάζει εναλλάξ, ακολουθεί μία ώρα καθαρού διαλογισμού, ένα δίωρο ελεύθερο, στις οκτώ ντους, δύο ώρες με τους άλλους ανθρώπους στο χωριό, μουσική, λίγο διάβασμα και ύπνος. Ούτε υπόνοια τσιγάρου ούτε σταγόνα οινοπνεύματος ούτε ρανίδα έρωτος. Αυτό είναι το αυστηρό καθημερινό πρόγραμμα του γερμανού ερημίτη Μπόντο Μόρτεν, ο οποίος εδώ και λίγα χρόνια έχει αποτραβηχθεί στη «Βίλα Αρκαδία», στον οικισμό Κουφάλα, στις εκβολές του Αχέροντα. Είναι ο κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα Ουζομαντείο του γερμανού συγγραφέα Φρανκ Σουλτς, ο οποίος κάνει κάθε χρόνο διακοπές με τη γυναίκα του στον οικισμό Αμμουδιά του Νομού Πρεβέζης, εκεί ακριβώς όπου ο Αχέροντας χύνεται στο Ιόνιο ανάμεσα από δύο λόφους, με τον έναν να θυμίζει αρχαίο δράκο και τον άλλον θεόρατη χελώνα, όχι μακριά από το νεκρομαντείο. Η γερμανική κριτική υποδέχθηκε το βιβλίο ως μία από τις πιο δυνατές πεζογραφικές στιγμές του 2006.


Αποκηρυγμένος εραστής


Ο Μόρτεν, αποτυχημένος δημοσιογραφίσκος σε φύλλο μικρών αγγελιών, αποκηρυγμένος εραστής αλλά επιτυχημένος πότης, έχει θητεύσει σε ψυχιατρείο. Μετά τη μεγάλη κρίση και το ναδίρ της ισχνής βιογραφίας του καταφεύγει στο σπίτι ενός φίλου στην Ηπειρο για να ανανήψει και να βρει την ισορροπία του. Για λίγες εβδομάδες φιλοξενήθηκε σε νευρολογική κλινική και ο ίδιος ο συγγραφέας, όταν το 2002 ο εκδοτικός του οίκος φαλίρισε, τη στιγμή ακριβώς που θα κυκλοφορούσε τον δεύτερο τόμο της μυθιστορηματικής τριλογίας, το τρίτο και τελευταίο μέρος της οποίας εκδόθηκε τώρα με τον τίτλο Ουζομαντείο. Ο Φρανκ Σουλτς, ένας μανιακός στο είδος της λεπτομερούς και εξαντλητικής περιγραφής των λεπτομερειών, ένας δεξιοτέχνης στην καταγραφή και ανάδειξη ιδιαιτεροτήτων και ιδιολέκτων της καθημερινότητας, δεν προσφέρει τραγικό υλικό. Εκθέτει πολύχρωμες ιστορίες με σαρκασμό και διάχυτο χιούμορ, ξεδιπλώνει κορδέλες για να ευχαριστιέται κυριολεκτικά ο αναγνώστης και μόνο πίσω απ’ όλα αυτά διαφαίνεται θαμπά ένα τραγικό ίχνος.


Οι ήρωές του εικονογραφούν το γερμανικό μπανάλ: επαρχιώτες πεδινών περιοχών του γερμανικού Βορρά που έμαθαν να συλλογίζονται σαν φιλόσοφοι αλλά δεν έμαθαν να ζουν παρά μόνο να πίνουν. Αυτό είναι το σύμπαν του Σουλτς και γι’ αυτό η κριτική το χαρακτήρισε «ποπ λογοτεχνία των γερμανών σαραντάρηδων». Κάποιοι από αυτούς τους ήρωες των δύο πρώτων έργων της τριλογίας μετατίθενται στο τρίτο μέρος στην Ελλάδα, σε μια εντελώς ιδιότυπη σύνθεση: το γερμανικό μπανάλ πλέον εμφυτευμένο μέσα σε ένα εκτυφλωτικό ελληνικό τοπίο. Δεν είναι μόνο ο πρώην μέθυσος και νυν ασκητής Μόρτεν, είναι και οι «δύο χάριτες» από το χωριό του που κάνουν επίσης διακοπές στην Κουφάλα, η άγαρμπη και αθυρόστομη Κάριν και η καλόβολη νύφη της, η Μάνου, αλλά και ο Βερολινέζος Σβεν, λάτρης γενικώς κάθε αμπελοφιλοσοφίας. Και τι κάνουν στην Κουφάλα; Κολυμπούν, μαυρίζουν, παρλάρουν, τρώνε στην ταβέρνα του Σπύρου και μεθούν μέχρι πρωίας στο μπαρ Διόνυσος. Και μετά φθάνει η ώρα για τις κυρίες να αφεθούν στα καμάκια που δούλευαν διακριτικά αλλά ακάματα γι’ αυτή τη στιγμή όλη την ημέρα.


Μια ιδανική Αρκαδία


Αυτή είναι η σημερινή, ξεπεσμένη εκδοχή ενός παλιού γερμανικού πόθου: να βρεθεί μια ιδανική Αρκαδία, ένας τόπος κλασικής ισορροπίας ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο, μια ιδανική νήσος των μακάρων. Ετσι βιώνει την Κουφάλα ο καημένος ο Μόρτεν, αναρριγώντας με τον φλοίσβο των κυμάτων, θαυμάζοντας το παιχνίδι του ήλιου στις καλαμιές, ευγνωμονώντας το γαργάλημα μιας πεταλούδας στο μπούτι του σαν υποκατάστατο της χαμένης σεξουαλικότητας. Ωσπου το μυθιστόρημα να εκβράσει στην Κουφάλα και μιαν άλλη παλιά συγχωριανή. Είναι η καλοβαλμένη αλλά και κουτούτσικη Μόνικα Φράιμουτ, η οποία καταλήγει στα παράλια του Ιονίου ψάχνοντας τον άντρα της έπειτα από μια συζυγική κρίση. Οι πληροφορίες τον φέρουν να είναι καθ’ οδόν προς την Πάργα. Ο Μόρτεν θα αναγνωρίσει στη Μόνικα την πριγκίπισσα των εφηβικών του χρόνων, την πρώτη του αγάπη, εκείνη με τα μάτια «τα τόσο πράσινα σαν το ηλιόλουστο νερό της λιμνούλας έξω από τον μύλο». Τότε, πριν από 30 χρόνια, της είχε προσφέρει μόνο ένα πλαστικό τριαντάφυλλο. Και αυτή το είχε απορρίψει. Και τώρα; Τώρα οι χυμοί αρχίζουν να ρέουν πάλι, το αναχωρητικό οικοδόμημα του ήρωα κλονίζεται, το ρολόι αρχίζει πάλι το τικ-τακ. Τώρα φαίνεται το νόημα όλης της ιστορίας: ο νόστος στην πραγματική πατρίδα, η επιστροφή στη θαλπωρή, αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη των πάντων, το αόρατο αίτημα πίσω από τους τόσους και τόσους περιττούς μαιάνδρους.


Ο Μόρτεν θα καταφύγει στο ουζομαντείο πάνω στα βουνά, θα προσφύγει δύο φορές σε έναν παράξενο σοφό ονόματι Τέο που οι ντόπιοι τον έχουν συνηθίσει και τον σέβονται. Και ο χρησμός του Τέο εκ πρώτης όψεως σκοτεινός: «Ο ανθρώπινος νους καλώς διεμέρισε τα πράγματα, αλλά και τα πράγματα διεμέρισαν την ανθρώπινη ψυχή». Τι ψάχνει στο ουζομαντείο ο δόλιος και κρέμεται από τα θέσφατα των επαϊόντων; Μήπως δεν είχε προσέξει ο ίδιος την πρώτη συνάντηση της Μόνικας με τον φίλο του τον Σπύρο; «Αχ, αυτό το βλέμμα της Μόνικας! Χώνομαι ακαριαία μέσα στο εγώ της και νιώθω κυριολεκτικά πώς γουργουρίζει μέσα της καθώς το χέρι του Σπύρου την αγγίζει ανάμεσα στο σβέρκο και στον ώμο, ένα φαρδύ χέρι με ρόζους, που ερεθίζουν το δέρμα της τόσο ευχάριστα σαν σφουγγαράκι του πίλινγκ, μόνο όχι τόσο υγρό… Χαμογελά στο άγγιγμά του, γέρνει ελαφρά το κεφάλι της προς τα πίσω, και αχ, αυτός ο Ελληνας, σαν να έχει βγει από εικονογραφημένο βιβλίο, της λέει: Καφέ; Πρωινό; Και οι τρίχες του μπράτσου του γαργαλάνε την άκρη του αφτιού της…». Παρά τα όποια τερτίπια της διανοητικότητας του ανθρώπου, η ευτυχία παίζεται και κρίνεται σε χαμηλότερα επίπεδα. Να είναι αυτό άραγε το δίδαγμα της ελληνικής εμπειρίας; Η Μόνικα δεν θα δοθεί ούτε ύστερα από 30 χρόνια στον Μόρτεν, θα προτιμήσει τον γήινα ερωτικό Σπύρο, για να επιστρέψει δι’ αυτού τελικά στον άντρα της. Και ο γερμανός σαραντάρης Μόρτεν θα επιστρέψει στο χωριό του και θα ξαναρχίσει… να πίνει.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.