Ο πρώτος γύρος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου


Οισπανικός εμφύλιος πόλεμος υπήρξε αναμφίβολα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ού αιώνα. Πρόλογος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και πεδίο σύγκρουσης των δύο μεγάλων ολοκληρωτικών ιδεολογιών του αιώνα, του κομμουνισμού και του φασισμού, συγκέντρωσε πάνω του την προσοχή όλων των πολιτικών παρατάξεων της Ευρώπης και προσέλκυσε έναν μη αμελητέο αριθμό ξένων εθελοντών που βρήκαν στην Ισπανία την ευκαιρία να περάσουν από το πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης σε αυτό της βίας. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός πως η ιστορία του εξακολουθεί να μαγνητίζει ακόμη και στις μέρες μας. Παρά την ιστορική του σημασία, ο ισπανικός εμφύλιος παραμένει σχετικά άγνωστος στη χώρα μας. Θα έλεγα μάλιστα πως τον καλύπτει βαθύ σκοτάδι. Η έκδοση του έργου του βρετανού ιστορικού Anthony Beevor έχει, λοιπόν, ιδιαίτερη σημασία. Ο ίδιος είναι ένας εξαιρετικά δημοφιλής ερευνητής της στρατιωτικής ιστορίας του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου με τεράστια εκδοτική επιτυχία αλλά και σημαντική αναγνώριση από τους ακαδημαϊκούς ιστορικούς. Το βιβλίο αυτό πρωτογράφτηκε το 1976 για να κυκλοφορήσει το 1982 και ξαναγράφτηκε από την αρχή γι’ αυτή την έκδοση. Ο Beevor εκμεταλλεύτηκε τόσο τον τεράστιο πραγματολογικό πλούτο που παρήγαγε η μεταφρανκική ισπανική ιστοριογραφία όσο και νέα πρωτογενή τεκμήρια από τα σοβιετικά αρχεία. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα επιτυχημένο.


Αν και ο ισπανικός εμφύλιος παραμένει σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα, δεν συμβαίνει απαραίτητα και το ίδιο με την αντίληψη γι’ αυτόν. Πολλοί, μάλιστα, θεωρούν πως πρόκειται για λίγο-πολύ δίδυμο αδελφό του ελληνικού Εμφυλίου. Πράγματι, είναι εύκολος ο εντοπισμός ομοιοτήτων αφού μιλάμε για δύο πολύνεκρες ιδεολογικές συγκρούσεις σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, την ίδια πάνω-κάτω χρονική περίοδο. Και στις δύο περιπτώσεις ο διεθνής αντίκτυπος υπήρξε έντονος, όπως και η ανάμειξη ξένων δυνάμεων, ενώ η Δεξιά επικράτησε και η Αριστερά ηττήθηκε.


Ισπανοί και Ελληνες



Η ανάγνωση του βιβλίου του Beevor αποδεικνύει όμως του λόγου το αναληθές: οι διαφορές ανάμεσα στους δύο πολέμους είναι τεράστιες (και γι’ αυτό η σύγκρισή τους είναι ιδιαίτερα ελκυστική). Κατ’ αρχάς, το διεθνές πλαίσιο διέφερε ριζικά. Αν ο ισπανικός εμφύλιος υπήρξε πρόλογος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ελληνικός αντίστοιχος υπήρξε σίγουρα επίλογός του. Οι ισπανοί Εθνικιστές, όπως αυτοαποκλήθηκαν, επεδίωξαν και πέτυχαν την υλική και στρατιωτική βοήθεια της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. Οι αντίπαλοί τους, οι λεγόμενοι Δημοκρατικοί, στηρίχθηκαν κυρίως στη Σοβιετική Ενωση και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Για πολλούς αναλυτές της εποχής, ο ισπανικός εμφύλιος υπήρξε η πρώτη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στις ανερχόμενες δυνάμεις του φασισμού και του κομμουνισμού. Ο φιλελεύθερος κοινοβουλευτισμός δεν φάνταζε παρά σαν ένα σύμβολο παρακμής, σίγουρος ηττημένος ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου. Από την άποψη αυτή, η ιστορία παρέχει ένα έξοχο δείγμα τραγικής ειρωνείας. Αντίθετα, ο ελληνικός εμφύλιος, παρ’ ότι ξεκίνησε μέσα στην Κατοχή, πήρε την τελική του μορφή στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η Ελλάδα υπήρξε το πεδίο αντιπαράθεσης Δύσης και Ανατολής, μια σύγκρουση ανάμεσα στον αστικό κοινοβουλευτισμό και την κομμουνιστική επανάσταση.


Μια δεύτερη διαφορά αφορά τα αίτια των δύο συγκρούσεων. Στην περίπτωση της Ισπανίας, ο πόλεμος ήρθε ως επιστέγασμα μιας βαθιάς και πολυδιάστατης κρίσης του πολιτικού συστήματος της χώρας – χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν αναπόφευκτος. Η Ισπανία της δεκαετίας του ’30 πέρασε μέσα από μια περίοδο ακραίας πόλωσης που αρθρώθηκε γύρω από τουλάχιστον τρεις διαιρετικές τομές. Η πρώτη ήταν η ταξική σύγκρουση βιομηχανικών εργατών των μεγάλων πόλεων και άκληρων αγροτών του Νότου από τη μία και μικρής και μεγάλης βιομηχανικής και έγγειας ιδιοκτησίας από την άλλη. Η δεύτερη τομή ήταν θρησκευτική, διαχωρίζοντας την Καθολική Εκκλησία από τους αντικληρικαλιστές αντιπάλους της, ενώ η τρίτη τομή αφορούσε τη σύγκρουση κέντρου-περιφέρειας που έθεσε αντιμέτωπους τους υπερασπιστές μιας ενωμένης και κεντρικά δομημένης Ισπανίας και τους οπαδούς του βασκικού και καταλανικού εθνικισμού. Παρ’ ότι η σύμπτωση ανάμεσα στις τρεις αυτές τομές δεν ήταν πλήρης (π.χ. οι Βάσκοι ήταν πιστοί καθολικοί και το μεγαλύτερο βασκικό κόμμα ήταν δεξιό), η ισπανική κοινωνία πολώθηκε σε ακραίο βαθμό, ιδιαίτερα στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, έτσι ώστε ισπανοί διανοούμενοι, όπως ο ποιητής Antonio Machado, να κάνουν λόγο για τις «δύο Ισπανίες». Αντίθετα, η μεσοπολεμική Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει κοινωνικές διαιρέσεις αντίστοιχου τύπου και έντασης. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις ήταν ανύπαρκτες, οι περιφερειακές διαμάχες ανάμεσα στην «Παλαιά Ελλάδα» και τις «Νέες Χώρες» (και αντίστοιχα μεταξύ γηγενών και προσφύγων) ελεγχόμενες, ενώ η ουσιαστική απουσία βιομηχανικής εργατικής τάξης και άκληρων αγροτών περιόρισε σημαντικά την ένταση των ταξικών συγκρούσεων. Είναι χαρακτηριστικό πως οι έλληνες κομμουνιστές δεν επεδίωξαν καν την εισαγωγή ριζοσπαστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στις αγροτικές περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους – σε αντίθεση με την κοινωνική επανάσταση που έλαβε χώρα σε πολλές περιοχές που έλεγχαν οι ισπανοί Δημοκρατικοί και ιδιαίτερα οι αναρχικοί.


Ο ελληνικός Εμφύλιος, με άλλα λόγια, δεν υπήρξε προϊόν των κοινωνικών διαιρέσεων της χώρας αλλά των ανώμαλων συνθηκών που προκάλεσε στη χώρα η περίοδος της κατοχής, κάτι που γίνεται φανερό από τη σύνθεση των αντίπαλων στρατοπέδων. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ στον ισπανικό εμφύλιο οι κομμουνιστές ήταν απλά μία από τις συνιστώσες των Δημοκρατικών (που ξεκινούσε από τους καθολικούς βάσκους και καταλανούς αυτονομιστές και έφθανε ως τους αναρχικούς, περνώντας από σοσιαλιστές, τροτσκιστές και κάθε λογής αριστερούς), στην Ελλάδα οι κομμουνιστές κυριάρχησαν σε τέτοιον βαθμό ώστε το ΚΚΕ να ταυτιστεί με την Αριστερά. Ετσι, ενώ στην Ισπανία η Αριστερά ήταν πλουραλιστική και η Δεξιά μονολιθική, στην Ελλάδα ίσχυσε το αντίθετο: η Αριστερά ήταν μονολιθική ενώ η αστική παράταξη υπήρξε πολυφωνική και ευρεία: το Κέντρο ήταν βασική της συνιστώσα και η ηγεσία του συνεισέφερε ισχυρούς αντικομμουνιστές ηγέτες, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης.


Η γενίκευση της σύγκρουσης


Μολονότι όμως ο ισπανικός εμφύλιος είχε βαθύτερα κοινωνικά αίτια, η έκρηξή του οφείλεται στο αποτυχημένο πραξικόπημα των Εθνικιστών. Η αποτυχία των πραξικοπηματιών να πετύχουν τη γρήγορη κατάληψη της εξουσίας οδήγησε στην αντίδραση των Δημοκρατικών και τη γενίκευση της σύγκρουσης. Οι Εθνικιστές ήταν, λοιπόν, εκείνοι που κατέλυσαν τη νομιμότητα της ισπανικής δημοκρατίας και οι Δημοκρατικοί εκείνοι που επεδίωξαν να την εκπροσωπήσουν. Είναι χαρακτηριστικό πως όροι όπως «ανταρσία» και «αντάρτες» χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τους Εθνικιστές, ενώ αντίθετα οι Δημοκρατικοί αυτοαποκαλούνταν «παράταξη της νομιμοφροσύνης». Από την άποψη αυτή, ο ισπανικός εμφύλιος διαφοροποιείται κάθετα από τον ελληνικό, στον βαθμό που το ΚΚΕ υπήρξε ο πολιτικός σχηματισμός που αμφισβήτησε ανοιχτά και ένοπλα την πολιτική νομιμότητα το 1946. Βέβαια, τόσο η Ισπανία όσο και η Ελλάδα έπασχαν από σοβαρά προβλήματα εκπροσώπησης (και επομένως νομιμοποίησης), αλλά η απόπειρα αναγωγής των εκατέρωθεν ανταρσιών αποκλειστικά στα προβλήματα αυτά παραμένει και στις δύο περιπτώσεις προβληματική.


Και οι δύο πόλεμοι υπήρξαν ιδιαίτερα βίαιοι, όπως συμβαίνει συχνά με τις εμφύλιες συγκρούσεις, αλλά ο ισπανικός εμφύλιος υπήρξε σαφέστατα βιαιότερος του ελληνικού. Τα θύματα του ισπανικού εμφυλίου ήταν συνήθως άμαχοι που θεωρούνταν ύποπτοι αντίθετων πολιτικών φρονημάτων και η θανάτωση αθώων ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Στην περίπτωση του ισπανικού εμφυλίου, το μέτωπο και τα πεδία των μαχών δεν ήταν ούτε τα μόνα αλλά ούτε και τα κύρια πεδία της βίας. Ο Beevor περιγράφει γλαφυρά τόσο την κόκκινη όσο και τη λευκή τρομοκρατία. Τα θύματα ήταν χιλιάδες, και από τις δύο παρατάξεις, ενώ το αιματοκύλισμα συνεχίστηκε στις φυλακές μετά την επικράτηση των Εθνικιστών, τουλάχιστον ως το 1954, δηλαδή 16 ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Στην Ελλάδα, μαζικές εκτελέσεις αμάχων και αιχμαλώτων παρατηρήθηκαν κυρίως στη διάρκεια της Κατοχής, ενώ την περίοδο 1947-1949 τα θύματα υπήρξαν κυρίως μαχητές των δύο παρατάξεων στα πεδία των μαχών και σε πολύ μικρότερο βαθμό αιχμάλωτοι και άμαχοι. Αντίθετα με την Ισπανία, οι εκτελέσεις σταμάτησαν με το τέλος του πολέμου.


Μεταπολεμική κληρονομιά


Οι διαφορές ανάμεσα στον ισπανικό εμφύλιο και στον ελληνικό αφορούν και τη μεταπολεμική κληρονομιά τους. Η λήξη του πολέμου βρήκε την Αριστερά ηττημένη τόσο στην Ισπανία όσο και στην Ελλάδα. Ωστόσο η ήττα αυτή είχε ριζικά διαφορετικές συνέπειες για την κάθε χώρα. Στην Ισπανία οικοδομήθηκε ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς, αρχικά καθαρά φασιστικού τύπου και μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου κλασικά αυταρχικής μορφής. Η φρανκική δικτατορία διήρκεσε ολόκληρες δεκαετίες και άφησε βαθιές πληγές στην ισπανική κοινωνία. Στην Ελλάδα οι νικητές, δηλαδή η Δεξιά και το Κέντρο, διατήρησαν τη χώρα σε κοινοβουλευτική τροχιά. Το καθεστώς ήταν αναμφίβολα ελεγχόμενο και με αυταρχικές τάσεις, δεν έπαυε όμως να παραμένει κοινοβουλευτικό, έτσι ώστε στις εκλογές του 1958 η ΕΔΑ, το κόμμα των ηττημένων του Εμφυλίου, να αναδειχθεί σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο εκτροχιασμός του 1967 υπήρξε τελικά μια βραχυχρόνια παρένθεση στην πορεία της χώρας προς τον πλήρη εκδημοκρατισμό και την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου.


Οπως είναι φυσικό, τραυματικές εμπειρίες όπως οι εμφύλιες συγκρούσεις δεν μπορούν παρά να επηρεάζουν και τη μελλοντική τους πρόσληψη. Στην Ισπανία η φάση των χαμηλών τόνων που ακολούθησε τη μεταπολίτευση έκλεισε εδώ και μερικά χρόνια. Δυστυχώς, παρά τη σοβαρή ακαδημαϊκή έρευνα που συνεχίζεται αθόρυβα, σήμερα κυριαρχούν οι κραυγές. Οι αριστεροί ξεθάβουν τα πτώματα των Δημοκρατικών από τους μαζικούς τάφους, ενώ οι δεξιοί έχουν βρει στο πρόσωπο του πρώην τρομοκράτη της μαοϊκής οργάνωσης GRAPO, δημοσιογράφου Pio Moa, τον εκφραστή μιας ιστοριογραφικής εκδοχής που δικαιώνει απόλυτα τον Φράνκο.


Απέναντι στις κραυγές αυτές, το βιβλίο του Beevor που διαβάζεται μονορούφι (χάρη και στην καλή μετάφραση του Γιάννη Καστανάρα) δεν είναι μόνο ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Υπενθυμίζει την αναγκαιότητα της ψύχραιμης και σοβαρής ιστορικής έρευνας που ασχολείται με το παρελθόν (αντί με το παρόν) αγνοώντας τους μύθους τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς. Πρόκειται για μίαν ακόμη απόδειξη πως σοβαρή ιστοριογραφία και γλαφυρή διήγηση μπορούν να συμβαδίζουν αρμονικά.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.