Από το διήγημα στο μυθιστόρημα και από τη λογοτεχνία του φανταστικού στον χώρο του ρεαλιστικού, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, με σταθερό ωστόσο παρονομαστή τον θάνατο και πάντοτε απόν το δεύτερο σκέλος του συνήθους μυθιστοριογραφικού διπόλου, τον έρωτα, πέραν του θείου έρωτα για την τέχνη, που συνιστά περίπου το κυρίως θέμα. Κυρίαρχος ο θάνατος στις έντεκα από τις δώδεκα «παράξενες ιστορίες» του παρθενικού βιβλίου του Χρ. Αστερίου, Το γυμνό της σώμα, που εκδόθηκε προ τριάμισι ετών, σκιάζει τον βίο και του καινούργιου του ήρωα, του ελληνοαυστραλού ζωγράφου Ιάσονα Ρέμβη, ετών 44 στο παρόν της αφήγησης, τουτέστιν το 2003. Ενα αυτοκινητικό δυστύχημα τον φέρνει βαριά τραυματισμένο στο χειρουργείο, όπου, βυθιζόμενος στη νάρκη του αναισθητικού, κάνει, ως είθισται, απολογισμό ζωής, συνειδητοποιώντας ακαριαίως την καλλιτεχνική μετριότητά του. Οταν κάποιος επιβιώνει ενός μεγάλου κινδύνου, η καθημερινότητά του υπόκειται σε ανακατατάξεις ως και ανατροπές. Αυτή ακριβώς η αίσθηση της θανατικής εγγύτητας στέκεται η αφορμή για το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη, που υποτίθεται πως ανένηψε του ατυχήματος. Ενα μακρινό ταξίδι στη γενέθλια πόλη των Αθηνών, που είχε εγκαταλείψει πενταετής μετά την απώλεια της μητέρας του. Περιπλανώμενος και ρεμβώδης, όπως ορίζει και το όνομά του, αναζητεί, όχι το χρυσόμαλλο δέρας ως ο μυθολογικός Ιάσων, αλλά τις ρίζες του και μαζί την έμπνευση για ένα μεγαλόπνοο έργο, ώστε όταν επέλθει ο δεύτερος θάνατός του να τον βρει εγγεγραμμένο στις δέλτους της Ιστορίας.


«Μια αληθινή ιστορία» είναι ο υπότιτλος του μυθιστορήματος και απαντάται τουλάχιστον σε τρία βιβλία της πρόσφατης σοδειάς· στην ιστορία της ζωής του Πέτρου Τατσόπουλου, στην παρωδικής υφής του Σάκη Σερέφα, Θα γίνω ντιζέζ, και στην αλλόκοτη του Αστερίου, όπου δημιουργείται η εντύπωση πως μπορεί να πρόκειται για φαντασιοκόπημα κατά την κωματώδη νάρκη του ήρωα. Αλλά και αν τω όντι συνέβη, πλείστα όσα γεγονότα από τα ανιστορούμενα υπερβαίνουν την πραγματικότητα, διαχεόμενα σε φαντασιώσεις και ενύπνιες εμπειρίες. Υπέρ της εκδοχής «μιας αληθινής ιστορίας» συνηγορεί η μυθιστορηματική μορφή διά της συρραφής ντοκουμέντων. Μια επιστολή του Ρέμβη, γραμμένη κατά την πτήση, και οι ημερολογιακές σημειώσεις του μαζί με φωτογραφίες εποχής και ένα παλαιότερο δημοσίευμα προσδίδουν στην εστιασμένη στον ήρωα τριτοπρόσωπη αφήγηση την υπόσταση του πραγματικού.


Πρωταρχικό, ωστόσο, στοιχείο της εν λόγω «αληθινής ιστορίας» συνιστά ο ρεαλιστικός περίγυρος. Η οδός Μιχαήλ Βόδα, μια μικρή Βαβυλωνία, με τα λανθάνοντα ίχνη ενός αστικού παρελθόντος, η οποία σκιαγραφείται με φωτεινά χρώματα σύμφωνα με την παγκοσμιοποιημένη οπτική ενός νεότερου κατοίκου της. Στα μισά περίπου του δρόμου, μια ρέπια πολυκατοικία, χτίσμα του 1950, ιδανικός τόπος για πρεζόνια και φαντάσματα, της οποίας δίνεται ως και φωτογραφία. Υπαρκτός σκηνικός χώρος το σπίτι και η γειτονιά του, στο ύψος του Αγίου Παντελεήμονα, μπορεί μέχρι και να τον επισκεφθεί ο αναγνώστης, μήπως και νιώσει εντονότερα τα ρίγη της επίφοβης ατμόσφαιρας που δημιουργεί εντέχνως ο συγγραφέας.


Ο Αστερίου τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία στους ήρωες δημιουργούς. Στους λογοτέχνες, πιανίστες και ηθοποιούς των διηγημάτων του, το μυθιστόρημα προσθέτει τον ζωγράφο και μια υψίφωνο. Ο Ιάσων Ρέμβης έπασχε παιδιόθεν από έντονα ψυχοσωματικά συμπτώματα ως επακόλουθο της μητρικής στέρησης, που υποχώρησαν με την καλλιτεχνική ενασχόληση αλλά επανέρχονταν δριμύτερα όταν ζορίζονταν για υψηλά επιτεύγματα. Αυτή η ψυχολογική του κατάσταση, σε ένα κλασικότροπο θρίλερ, θα αναμενόταν να οδηγήσει σε αποκαλύψεις γύρω από την άφαντη μητέρα. Αντ’ αυτών, ανιστορείται ο βίος μιας γηραιάς κυρίας, ενοίκου της πολυκατοικίας, που υπήρξε διάσημη σοπράνο. Την κάπως στημένη αναδρομή διαδέχεται μια συζήτηση της καλλιτέχνιδος και του ζωγράφου περί τέχνης, που πάσχει από εκφραστική υπερβολή, όπως και το ημερολόγιό του, αποδυναμώνοντας τους όποιους χαρακτήρες αλλά συμβάλλοντας, σύμφωνα με την υπόθεση, στη δημιουργία ενός μοναδικού πίνακα. Απομένουν παράξενα πρόσωπα και μυστηριώδεις συμπτώσεις, μια επίσκεψη στο Πρώτο Νεκροταφείο και ένας φασματικός αποκριάτικος χορός, όπου ο συγγραφέας, αγωνιώντας μήπως και δεν είναι αρκούντως σαφής, υπογραμμίζει πως πρόκειται για «έναν κόσμο ανάποδο». Εν τέλει, μια μετέωρη πραγματικότητα, της οποίας το βάθος μένει αινιγματικό ή μάλλον ζητούμενο.