Το βιβλίο της Δέσποινας Ι. Παπαδημητρίου αποπειράται να διερευνήσει τον χαρακτήρα και τις διαδικασίες διαμόρφωσης των συντηρητικών ιδεών στην Ελλάδα κατά το διάστημα μεταξύ της Μικρασιατικής Καταστροφής και της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1922-1967). Βασική, συστατική πηγή του έργου αποτελεί ο Τύπος. Ηδη όμως εδώ (και πριν από οτιδήποτε άλλο) η Παπαδημητρίου επιτυγχάνει κάτι σπάνιο και εξαιρετικό – που άπτεται τόσο της ποσότητας και ποιότητας του πρωτογενούς υλικού της όσο και του τρόπου με τον οποίο το επεξεργάζεται. Αποδελτιώνει συστηματικά, sine ira et studio και με αξιοθαύμαστη ενάργεια, όχι λιγότερο από 83 ημερήσια, εβδομαδιαία και μηνιαία φύλλα, επιλέγοντας για σχολιασμό και παράθεση τμήματα που δίνουν τόσο το κρίσιμο περίγραμμα (και υφέρποντα τόνο) της μεταλλασσόμενης συντηρητικής επιχειρηματολογίας όσο και την πρακτική πολιτική σημασία της. Τα συμπεράσματα είναι συνήθως εντυπωσιακά (και, όχι σπάνια, ηχηρά), για να τα αναδείξει όμως η Παπαδημητρίου δεν χρειάζεται να κραυγάσει· τις περισσότερες φορές τής αρκεί ένας απλός υπαινιγμός. Πρόκειται για υφολογική αρετή εξαιρετικής εμβέλειας.


Ο Λόγος του Τύπου δεν επιλέγεται τυχαία. Οι εφημερίδες συνθέτουν στη λειτουργία τους τόσο το εφήμερο («γεγονός» κατά τη σύλληψη του αγαπημένου της Παπαδημητρίου Reinhart Koselleck) όσο και το μακροσκοπικό («δομή») (σ. 17-20). Το κυριότερο όμως είναι ότι ο Τύπος επιτρέπει θέαση της ιδεολογικής επενέργειας τη στιγμή της υλοποίησής της και με αυτούσιους τους επικοινωνιακούς κώδικες που μετέρχεται. Ο αναγνώστης μπορεί έτσι να «παρακολουθεί» την ιδεολογία έμπρακτα – όπως «πραγματικά» είναι, όχι όπως αυτο-διατείνεται. Τα ευρήματα της διερεύνησης είναι αξιοσημείωτα, και αφορούν αμφότερες τις ιστορικές περιόδους, τόσο τον Μεσοπόλεμο όσο και τη μετεμφυλιακή περίοδο.




Νομιμόφρων λαϊκισμός


Η Παπαδημητρίου δείχνει πως συστατική επαγγελία του μεσοπολεμικού αντιβενιζελισμού υπήρξε η προάσπιση και αποκατάσταση της νομιμότητας που οι βενιζελικές παρεμβάσεις της περιόδου 1917-20 είχαν διαταράξει. Προκειμένου να αφηγηθεί το αντιβενιζελικό εγχείρημα, και στηριζόμενη στη συστηματική από μέρους του επίκληση του «λαού» (έναντι της έννοιας του «έθνους» την οποία είχε ιδιοποιηθεί ο βενιζελισμός), η συγγραφέας προστρέχει στην έννοια του «λαϊκισμού». Από την προσοχή της όμως δεν διαφεύγει και η επισήμανση των υλικών προϋποθέσεων του επιχειρήματος: ότι, δηλαδή, η αντεργατική πολιτική του Κόμματος των Φιλελευθέρων είχε ως αποτέλεσμα «την εξώθηση… μεγάλου μέρους… εργατών εις το στρατόπεδον των βασιλοφρόνων» (σ. 59). Αυτό το μεταρρυθμιστικό έλλειμμα επέτρεψε στον αντιβενιζελισμό να προσάπτει στους φιλελεύθερους χαρακτηρισμούς όπως «δεξιά», «στρατοκρατική ολιγαρχία», «προστάτες του μεγάλου κεφαλαίου» (σ. 68-70), ενώ βρήκε αντανάκλαση και στους πολυσχιδείς προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν αναφορικά με τη λεγόμενη «Τρίτη Κατάσταση»: συζητήσεις όχι για την εμβάθυνση του κοινοβουλευτισμού αλλά για έξοδο από αυτόν. Τα επιχειρήματα που προτάθηκαν σχηματίζουν το γενεαλογικό παλίμψηστο της ακροδεξιάς, αυτό που κυρίως εντυπωσιάζει είναι η διαπαραταξιακή υφή του φαινομένου. Πουθενά δεν φαίνεται αυτό πιο γλαφυρά από ό,τι στην περίπτωση της ΕΕΕ (Εθνική Ενωσις Ελλάς), εθνικιστικής οργάνωσης με σημαντική εμβέλεια την οποία όμως στήριξε, και εμμέσως επάνδρωσε, ο βενιζελισμός (σ. 101-04).


Σε κάθε περίπτωση, το στοιχείο που συνείχε τη συντηρητική ιδεολογία κατά τον Μεσοπόλεμο ήταν η αντίθεσή της προς τον βενιζελισμό, ακόμη και όταν στην εκφορά της παρεισέφρεε ένας πρόδρομος αντικομμουνισμός είτε αμιγής είτε, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30, ως «βενιζελοκομμουνισμός». Το στοιχείο όμως που δεσπόζει κατά το ύστερο αυτό διάστημα είναι η αναζήτηση μιας ενιαίας άποψης, ένας συντηρητισμός που δεν θα ήταν ούτε «προσδεδεμένος στη μοναρχία αλλά ούτε και υπέρμαχος της δημοκρατίας» (σ. 156). Αυτή τη φαντασίωση εθνικής ενότητας εκμεταλλεύτηκε ο Μεταξάς, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα και τις προϋποθέσεις της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης.


Η εθνικοφροσύνη συγκροτήθηκε οριστικά μέσα στη δίνη της αιματηρής εμφύλιας σύγκρουσης, αναδεικνύοντας τον εξοβελισμό της Αριστεράς ως προϋπόθεση για την εθνική επιβίωση. Η Παπαδημητρίου δείχνει τους τρόπους με τους οποίους ο πολιτικός και κοινωνικός αποκλεισμός τμήματος του πληθυσμού πλαισιώθηκε ως απελευθερωτική «ιδεολογία του ελεύθερου κόσμου» (απέναντι στον «σλαβικό επεκτατισμό»), προσλαμβάνοντας τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας νέας εκσυγχρονιστικής πρότασης. Ετσι, κοντά στον ανεξέλεγκτα ακραίο λόγο (οι κομουνιστές δεν είναι άνθρωποι αλλά «αιμοσταγείς κακούργοι…» έγραφε στις 11.9.1954 η Βραδυνή), η απορρόφηση της εθνικοφροσύνης από τη Δεξιά έφερε μαζί της και μια ιδιότυπη επαγγελία κοινωνικής δικαιοσύνης. Μεσούντος του εμφυλίου, ο Γ. Γρίβας, αίφνης, είχε δηλώσει: «Είμεθα η δεξιά της «άκρας δεξιάς» εις ό,τι αφορά… την εξασφάλισιν των εθνικών μας διεκδικήσεων. Είμεθα όμως και η αριστερά της «άκρας αριστεράς» εις ό,τι αφορά την δικαίαν κατανομήν του πλούτου…» (σημ. 174, σ. 233)· ενώ περίπου το ίδιο διάστημα ένας μαρκεζινικός πολιτευτής παραδεχόταν: «Ημείς εδώ αρχίζομεν να ομιλούμεν αριστερά ενεργούντες δεξιά…» (σ. 237). Η Παπαδημητρίου δεν το επισημαίνει, δύσκολα όμως μπορεί κανείς να φανταστεί γλαφυρότερους καταδεκτικούς ορισμούς του λαϊκισμού.


Και στις μέρες μας


Είναι γνωστό πως το τεράστιο εκσυγχρονιστικό έλλειμμα της δεξιάς εθνικοφροσύνης εξέθρεψε αντιστάσεις και νέες κοινωνικές συγκρούσεις. Λιγότερο γνωστές είναι οι ακριβείς ιδεολογικές συντεταγμένες του Κέντρου, που από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 έτεινε να εκφράσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Μεταξύ άλλων η Παπαδημητρίου αναδεικνύει τον καταστατικό αντικομμουνισμό του Γεωργίου Παπανδρέου: «Μη αποδεχόμενος ως χαρακτηριστικό του Κέντρου τη μειωμένη αντίσταση στον κομμουνισμό, ο Γεώργιος Παπανδρέου πλειοδοτούσε σε αντικομμουνισμό, αφού ισχυριζόταν ότι τα παλαιά κόμματα παρέλαβαν από αυτόν έναν κομμουνισμό συντετριμμένο και με την αναξιότητά τους τον ανέστησαν» (σ. 266). Το τεράστιο πραγματολογικό υλικό που η Παπαδημητρίου θέτει στη διάθεση του αναγνώστη δημιουργεί θεωρητικές προσδοκίες που είναι δύσκολο να καλυφθούν στο σύνολό τους. Τι ακριβώς μας διηγούνται τα αλλεπάλληλα μεταρρυθμιστικά ελλείμματα της ελληνικής εμπειρίας; Ποια η ακριβής εννοιακή υπόσταση και ποιες οι πολιτικο-κοινωνιολογικές προϋποθέσεις του «λαϊκισμού»; Ποια η κληρονομιά των συντηρητικών κατηγοριών (ειδικά της ξενοφοβικής εθνικοφροσύνης) και πώς επηρεάζουν τις αντιπαραθέσεις του παρόντος χρόνου;


Το καθεστώς της 21ης Απριλίου που επιβλήθηκε πριν από 40 ακριβώς χρόνια ολοκλήρωσε και ταυτόχρονα απαξίωσε την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Η Παπαδημητρίου μάς υπενθυμίζει πως η Επανάστασις επιχείρησε να απευθυνθεί σε όλους τους «ικανούς» και «εντίμους» «ανεξαρτήτως κομματικής ή παραταξιακής προελεύσεως» (σ. 291). Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο πως αυτή η ίδια συνταγή τεχνοκρατικής απο-πολιτικοποίησης ακολουθείται – συχνά-πυκνά – και στις μέρες μας.


Ο κ. Σεραφείμ Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.