Εντός πενταετίας μετρούμε τρεις ηρωίδες στη νεότερη μυθιστοριογραφία ονόματι Δωροθέα, χωρίς να αποκλείεται, με την υπερπαραγωγή που μας μαστίζει, να χάσαμε και καμιά. Κατά σειρά εμφανίσεως, τη Δωροθέα με τα τακούνια του Σπύρου Καρυδάκη, την αγοροφέρνουσα της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη και τη Δωροθέα με τα βραχιόλια του Βασίλη Πεσμαζόγλου. Και οι τρεις πόρρω απέχουν της παρθένου εκ Καισαρείας και αγίας της Καθολικής Εκκλησίας κατόπιν της οποίας οι δημιουργοί τους είχαν τη φαεινή ιδέα να τις βαφτίσουν. Αν και το πιθανότερο είναι ο Πεσμαζόγλου να εμπνεύστηκε το όνομα διαβάζοντας Καρυδάκη, όταν είχε ήδη αρχίσει την αφήγηση μιας δυνατής σαδομαζοχιστικής σχέσης, αφού είχε εξαντλήσει τις ηπιότερες εκδοχές ερωτικής ικανοποίησης στα 11 διηγήματα της προ τετραετίας συλλογής του Αγίου Βαλεντίνου. Οπως και να έχει, τα σεξουαλικά παιχνιδίσματα με αφέντη τη Δωροθέα καταλαμβάνουν τη δεκάτη άσκηση εκμάθησης γραφομηχανής από τις συνολικά είκοσι δύο, αν και το όνομά της αναφέρεται ήδη από την πρώτη σελίδα, με το φάσμα της να πλανάται απειλητικό ως την τελευταία.


Στη διάθεση του ήρωα


Ενας υπολογιστής και δύο προγράμματα, ένα χαρτοπαιξίας και ένα επεξεργασίας κειμένου, βρίσκονται στη διάθεση του ήρωα προς καταπολέμηση της απέραντης πλήξης που τον κατακλύζει. Πλήξη που βιώνει τόσο επώδυνα ώστε φθάνει να την αποκαλέσει υπερβατική. Οπου και μόνο η σύλληψη της πλήξης ως υπερβατικής εμπειρίας αποκαλύπτει την ποιότητα του διανοουμένου, εξ ου και το ιδιαίτερο άρωμα σε ό,τι κι αν του κατεβαίνει να γράψει. «Στέρεψα. Ψάχνω κάτι να γράψω και δεν βρίσκω» παραδέχεται ευθαρσώς στη δεκάτη τρίτη άσκηση, συνεχίζοντας ακάθεκτος να ανακατώνει ιστορίες από τον μισό αιώνα ζωής που έχει διανύσει. Πράγματι θεωρούμε ευφυέστατη αυτή καθαυτή τη συνθήκη γραφής του μυθιστορήματος. Παρουσιάζοντας τον ήρωα ως εκγυμναζόμενο στην πληκτρολόγηση, υποχρεωμένο να συμπληρώνει, σε καθημερινή βάση, πέντε ως επτά σελίδες, οι όποιες αδυναμίες της μυθιστορηματικής σύνθεσης, όπως υπερβάλλουσα αποσπασματικότητα, τυχόν κοιλιές ή ακόμη μια κάποια αβάθεια, συνιστούν εκ προοιμίου δομικά χαρακτηριστικά. Υστερα με αυτή τη ξεβλασταρωμένη μορφή το μυθιστόρημα ανταποκρίνεται θαυμάσια στην κυρίαρχη μόδα της θεματικής λογοτεχνίας διεκδικώντας θέση σε πλείστα όσα «συρτάρια» και «συρταράκια».


Βασικά μυθιστόρημα ερωτικό, όπως και τα διηγήματα, όπου και πάλι προβλέπεται μεγάλη ποικιλία από ζευγαρώματα, με αδυναμία στα τριγωνικά και στους θηλυπρεπείς ετεροφυλοφίλους. Ολίγον πορνογραφικό, πρωτίστως λόγω της δεκάτης άσκησης και της Δωροθέας, αλλά και της δεκάτης τετάρτης, με τις προγαμιαίες στερήσεις στις οποίες υποβάλλει τον ήρωα έτερο θηλυκό για να τον οδηγήσει εκ του ασφαλούς στο στεφάνωμα. Σε μεγαλύτερη έκταση μυθιστόρημα πανεπιστημιακό, αφού ο ήρωας τυγχάνει δόκτωρ και για σύντομο διάστημα λέκτωρ, κυρίως όμως χάρη στον φίλο του, ονόματι Αλέξης, έναν αδίστακτο «οπορτουνιστή» «της κωλόφαρδης γενιάς του Πολυτεχνείου». Οπου η επικαιρότητα φτερώνει τη συγγραφική έμπνευση σωρεύοντας τα πάσης φύσεως δεινά του πανεπιστημιακού χώρου, όπως λογοκλοπές, κλίκες καθηγητών, στημένες κρίσεις και σχολές στα μαχαίρια. Μάλιστα ο συγκεκριμένος ήρωας, καθώς εν τέλει φθάνει μέχρι υπουργός, προσέφερε τη δυνατότητα πολιτικής χροιάς στο μυθιστόρημα, η τρέχουσα πολιτική σκηνή όμως δείχνει να στομώνει τη χιουμοριστική διάθεση.


Οικογενειακός τάφος


Αναμφιβόλως κοινωνικό λόγω των αλληλένδετων ιστοριών συγγενών του ήρωα, που εκκινούν από την ευρηματική περιγραφή του εσωτερικού οικογενειακού τάφου, πρωτίστως όμως χάρη στον επαίτη φίλο του και την ανασκόπηση του φαινομένου της ζητιανιάς από πολιτικοοικονομικής πλευράς. Επιπροσθέτως αστυνομικό, καθ’ όσον η τριπολιτσιώτισσα θεία του ήρωα τυγχάνει συγγραφέας του είδους και δη αστυνομικού μετά ιστορικού βάθους, όπου κατ’ εξαίρεση ο Πεσμαζόγλου δείχνει και παρωδικές προθέσεις. Επιπροσθέτως το μυθιστόρημα θα κατατασσόταν ανέτως στο ταξιδιωτικό είδος, αφού τόπος παραμονής του ήρωα είναι η Φλωρεντία, με εκτός έδρας χαρτοπαιξίες σε Ρώμη και Βενετία, πέραν των σιφνιακών ερώτων. Αν και χωρίς περιγραφές, μια και ο λυρισμός δεν είναι το δυνατό σημείο του συγγραφέα, όπως άλλωστε δείχνουν και τα ποιήματα με τα οποία διανθίζει τις ασκήσεις γραφομηχανής. Αντ’ αυτών, ο Πεσμαζόγλου επιδίδεται στην ειρωνεία μέχρι ευτραπελίας, με εκτεταμένη τη διακειμενική συνομιλία, από το «μέλι-αραβούργημα» του σύγχρονου ομοτέχνου του ως την ανάκληση παλαιότερων σατιρικών ως ο Ληξουριώτης Μικέλης Αβλιχος. Μέχρι στον Αρη Αλεξάνδρου διατείνεται ο συγγραφέας πως κλείνει το μάτι κάνοντας το μυθιστόρημά του να φέρνει στο Κιβώτιο. Πανεύκολο, ο ήρωάς του αποκαλεί σύντροφο τον υπολογιστή, και ιδού ο κατά Αλεξάνδρου ανακριτής. Εν τέλει, ένα ανάλαφρο και περιπαικτικό μυθιστόρημα, με πλήθος λογοπαίγνια και μάλιστα δίγλωσσα.