Επτά χρόνια μετά την πρώτη συγγραφική της εμφάνιση, η Δ. Κολλιάκου επανέρχεται με ένα δεύτερο μυθιστόρημα, που δείχνει ως συνέχεια του πρώτου, αφού οι κοντά τετρακόσιες σελίδες του προηγουμένου φαίνεται πως δεν στάθηκαν αρκετές για την ενηλικίωση της ηρωίδας της ή, μάλλον ακριβέστερα, για την επίλυση των ψυχολογικών της προβλημάτων. Μπορεί η παρατεταμένη εφηβεία της να ολοκληρώθηκε, τρόπον τινά, στο πρώτο, ωστόσο η ίδια παραμένει ανώριμη, εσαεί ευθυνόφοβη και ακαταστάλακτη με σχέσεις πάντοτε προβληματικές. Στο δεύτερο μυθιστόρημα, ορισμένα πρόσωπα του πρώτου απαλείφονται, άλλα καινούργια προστίθενται, κάποιοι ήρωες από τους βασικούς μετονομάζονται, διατηρώντας ωστόσο στο ακέραιο τα χαρακτηριστικά τους, ενώ η αφήγηση συνεχίζει από το σημείο που διακόπηκε.


Στο πρώτο μυθιστόρημα η ηρωίδα, μια Αθηναία εύπορης οικογενείας, σπουδάζει γλωσσολογία στο Εδιμβούργο, έναν χρόνο μετά την απώλεια της μητέρας της, που είχε ακολουθήσει τον χαμό της θείας της, αμφοτέρων οι θάνατοι από καρκίνο. Δύο δυναμικές αδελφές, που την είχαν μεγαλώσει υπερπροστατευτικά, με σκιώδη την πατρική παρουσία, και αυτή αγωνιά να σταθεί στα πόδια της και να ξεπεράσει την οδύνη, όπως δείχνουν οι αναδρομές της στην περίοδο της ασθένειας των δύο αδελφών εντός και εκτός νοσοκομείων, που εναλλάσσονται με τις ερωτικές της αταξίες στην εφηβεία και ύστερα, μέχρις ότου γνωρίσει έναν εβραίο φοιτητή και κατακαθήσει συναισθηματικά. Τουλάχιστον φαινομενικά, μια και το πρώτο μυθιστόρημα καταλήγει με την ηρωίδα, διδάκτορα πλέον, να εξασφαλίζει θέση σε ολλανδικό πανεπιστήμιο, ενώ ο καλός της διορίζεται στα Ιεροσόλυμα.


Σώμα και ψυχή


Η εικόνα όμως ανατρέπεται στο καινούργιο μυθιστόρημα, καθώς η νεαρή γυναίκα εγκαταλείπει την Ευρώπη και τραβά για τους Αγίους Τόπους, όπου και ξεκινά μια ταραχώδη συμβίωση υπό τη σκιά της φερέλπιδος πεθεράς της. Τότε της πρωτοεμφανίζονται κάποιοι πόνοι αδιευκρίνιστης αιτίας, που οδηγούν και αυτή στους γιατρούς, εναλλάξ του σώματος και της ψυχής, από τη μια φοβούμενη τυχόν γονιδιακή καρκινοπάθεια, από την άλλη υποψιαζόμενη πως πρόκειται για ψυχοσωματικές εκδηλώσεις. Οπότε και προκύπτουν καινούργιοι ήρωες, μια ιδιόρρυθμη ψυχοθεραπεύτρια και ένας τολμηρός ή μάλλον αδίστακτος καθηγητής γενετικής, οι οποίοι δίνουν την ευκαιρία να σχολιαστούν οι ανεπάρκειες της ψυχαναλυτικής πολυθρόνας και συνάμα οι υπερβολές της προληπτικής ιατρικής βάσει της στατικολογίας.


Μπορεί η συναισθηματική ωρίμανση της ηρωίδας να αργεί, ωστόσο η μυθιστορηματική συγγραφή εξελίσσεται ως προς τη δομή και το ύφος. Συνεκτικότερο το δεύτερο μυθιστόρημα, παρουσιάζεται από αρχής μέχρι τέλους σε πρώτο πρόσωπο, αντί να μοιράζεται, όπως το προηγούμενο, σε δύο φωνές, της ηρωίδας και της αδελφής της. Η συγγραφέας αφαιρεί το μυθιστορηματικό πρόσωπο της αδελφής και μαζί τις φαντασιώσεις της για αποδράσεις σε μαγικούς τόπους. Αντ’ αυτών και του εν γένει παραμυθικού χαρακτήρα του πρώτου μυθιστορήματος, το οποίο καθόλου τυχαία τιτλοφορείται Το μαγείο, παρατίθενται εκτενείς περιγραφές από τα Ιεροσόλυμα, που προσθέτουν στο δεύτερο βιβλίο το άρωμα του ταξιδιωτικού. Αυτή τη φορά, η Κολλιάκου πλάθει εντελέστερα τον ενοχικό χαρακτήρα της ηρωίδας της, εξαρτώμενης νοσηρά από τη γνώμη των άλλων, επιζητώντας αδιάκοπα επιβεβαίωση και τρέμοντας την απόρριψη. Δραματικά ανασφαλής, μόλις αφήνει το χέρι της μαμάς, γραπώνεται στον σύντροφο, θυμίζοντας την ηρωίδα της Εύας Στάμου στο μυθιστόρημά της Ντεκαφεϊνέ.


Λεσβιάζουσες ανησυχίες


Επιπροσθέτως, εμπλουτίζει το παρελθόν της με λεσβιάζουσες ανησυχίες και έναν ανεκπλήρωτο εφηβικό έρωτα για τον πρώτο της εξάδελφο. Το ύφος της συγγραφέως συνίσταται σε μια άκρως λεπτομερή διήγηση, που επανέρχεται και βραδυπορεί διευκρινίζοντας, σαν να διαγράφει κύκλους η ενδοστρεφής αναμόχλευση. Εν τέλει, η περιπέτεια της ψυχοθεραπείας εγκαταλείπεται, οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις μένουν μετέωρες, οι προβληματισμοί μάλλον παραμερίζονται παρά επιλύονται, και το μυθιστόρημα δείχνει, περισσότερο από όσο το προηγούμενο, πως θα έχει συνέχεια. Πιθανώς και ενδιαφέρουσα, αν η συγγραφέας εγκαταλείψει τις καταστάσεις σε «θερμοκρασία δωματίου» και αποτολμήσει θερμοκρασιακές διακυμάνσεις.