– Ας αρχίσουμε από τον τίτλο του βιβλίου σας, «Τα χαμένα παιδιά μας». Διακρίνει κανείς κάποια απαισιοδοξία…


«Νομίζω ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο αν δεν κάνουμε πρώτα μια αντικειμενική διαπίστωση της κατάστασης. Και η αρνητική αυτή διαπίστωση εκφράζει την πραγματικότητα. Η εποχή μας έχει σοβαρά προβλήματα και θυσιάζει τις νέες γενιές. Για την κατάσταση αυτή δεν φταίνε τα παιδιά. Ο κόσμος είναι όπως είναι εξαιτίας των ενηλίκων. Αυτοί είναι οι υπεύθυνοι».


– Με ποιον τρόπο «θυσιάζονται», όπως λέτε, οι νέοι;


«Οι δυτικές κοινωνίες έχουν σταματήσει να μεταδίδουν τις μεγάλες αξίες, τους μεγάλους μύθους, τα μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα στα οποία είναι βασισμένη η ιστορία τους. Ολα αυτά που θα επέτρεπαν στους νέους να εγγραφούν σε μια γενεαλογία και να καταλάβουν ότι ο κόσμος στον οποίο ζουν είναι το αποτέλεσμα της Ιστορίας. Για να καταλάβουν όμως την Ιστορία, πρέπει πρώτα να τη γνωρίσουν. Ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος ιστορικός που κατάλαβε ότι τα ανθρώπινα γεγονότα διέπονται από μια λογική, ότι υπάρχουν αιτίες και αποτελέσματα. Μόνο αν βρούμε τις αιτίες ενός γεγονότος θα μπορέσουμε να τις εξαλείψουμε. Γι’ αυτό η ιστορικότητα είναι κάτι θεμελιώδες. Αυτό που με εκπλήσσει στους μαθητές μου είναι ότι ύστερα από 12 ή 13 χρόνια στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν ξέρουν ούτε καν τις βάσεις της γαλλικής ιστορίας, πόσο μάλλον της παγκόσμιας. Πιστεύουν ότι η κοινωνία στην οποία ζουν είναι αιώνια, δεν μπορούν να τη θεωρήσουν στη συνέχειά της. Γίνονται έτσι θύματά της και μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν».


– Πρόκειται μάλιστα για μια κοινωνία που προωθεί τη λατρεία της «αιώνιας νεότητας»…


«Ακριβώς. Η φαντασίωση αυτή εξυπηρετεί τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Οι γενιές που πολιτισμικά δεν προέρχονται από πουθενά υπακούουν πιο εύκολα στις επιταγές της αγοράς. Οι καταναλωτές είναι έτοιμοι να αγοράσουν κάθε νέο προϊόν γιατί δεν έχουν πια τη μνήμη του παλιού. Η φαντασίωση της αιώνιας νεότητας έχει τις ρίζες της σε δύο πολιτικά καθεστώτα: στον μαοϊσμό και στον ναζισμό, που χρησιμοποίησαν τους νέους για να δημιουργήσουν τον «νέο άνθρωπο» και να εξαφανίσουν τον παλιό. Αυτό πιστεύουν και οι σύγχρονες κοινωνίες: ότι οι ηλικιωμένοι είναι ξεπερασμένοι, ότι δεν έχουν τίποτε να μας μάθουν. Η εμπειρία των μεγαλυτέρων δεν έχει πια καμία αξία. Υπακούμε σε μια τεχνολογική και οικονομιστική λογική, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική επιτυχία και οι ανέσεις θα φέρουν την ευτυχία. Αυτό όμως που χρειάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος είναι η μνήμη».




– Τι ρόλο μπορεί να παίξει η μνήμη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης;


«Πιστεύω ότι η ταυτότητα ενός ανθρώπου είναι η συνισταμένη πολλών διαφορετικών ταυτοτήτων. Είμαστε το αποτέλεσμα της ιστορίας της οικογένειάς μας, της προσωπικής μας πορείας, της ιστορίας ενός τόπου, μιας χώρας και, τέλος, της ανθρωπότητας. Ο συνδυασμός όλων αυτών των διαφόρων μορφών μετάδοσης της παράδοσης, όλων αυτών των ταυτοτήτων, επιτρέπει στον καθένα μας να είναι αυτός που είναι. Η ταυτότητά μας δεν είναι μονοδιάστατη. Δεν αρκεί το να πει κανείς «είμαι γυναίκα» ή «είμαι χριστιανή» ή «είμαι μουσουλμάνα». Ο άνθρωπος έτσι εγκλωβίζεται. Ενώ αν εγγραφεί σε ένα γενικότερο πλαίσιο και προσεγγίσει όλες τις διαφορετικές πλευρές του θα μπορέσει να αποκτήσει τη γνώση και την ελευθερία της επιλογής».


– Το σχολείο πώς μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση αυτής της σύνθετης ταυτότητας;


«Ο ρόλος του σχολείου δεν είναι να μιλάει στους ανθρώπους γι’ αυτό που είναι τη συγκεκριμένη στιγμή αλλά να μεταδίδει γνώσεις επαληθευμένες, γνώσεις που τις θεωρούμε παγκόσμιες. Φυσικά, αφού το σύστημα εκπαίδευσης της κάθε χώρας είναι εθνικό, τα σχολείο θα μιλήσει για την ιστορία της συγκεκριμένης χώρας, της Γαλλίας για παράδειγμα, καθώς και για την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία. Οι γνώσεις αυτές θα πλάσουν ελεύθερους ανθρώπους. Ο Κοντορσέ έλεγε ότι δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς μορφωμένο λαό. Ο ελεύθερος άνθρωπος θα γίνει σίγουρα και υπεύθυνος πολίτης. Ολοι οι φορείς όμως που θα μετέδιδαν τη γνώση έχουν παρακμάσει: η οικογένεια, το σχολείο, ο επαγγελματικός χώρος, η πολιτική. Ο νέοι δεν αισθάνονται ότι αποτελούν μέρος αυτού του κόσμου. Οι νέοι σήμερα δεν έχουν ρίζες, είναι σαν τις ντομάτες που καλλιεργούνται έξω από το χώμα. Και τους λέμε μάλιστα ότι έτσι πρέπει να είναι, γιατί αυτοί είναι το μέλλον, και ότι ο παλιός κόσμος θα εξαφανιστεί. Αυτό ήταν το σλόγκαν του Μάη του ’68: «Τρέξε, σύντροφε. Ο παλιός κόσμος είναι πίσω σου». Περιφρονούμε τελικά εντελώς το παρελθόν. Δεν μπορούμε όμως να χτίσουμε το μέλλον χωρίς αυτό».


– Οταν δε καλούμαστε σήμερα περισσότερο από ποτέ να συνυπάρξουμε αρμονικά με το «άλλο», το «διαφορετικό».


«Δεν μπορούμε να είμαστε ανοιχτοί στους άλλους αν δεν ξέρουμε από πού ερχόμαστε, ποιοι είμαστε, ποιος είναι ο πολιτισμός μας. Γι’ αυτό υπερασπίζομαι τα κλασικά γράμματα. Οι νέοι Γάλλοι πρέπει να μαθαίνουν λατινικά και ελληνικά, να μελετούν τα μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία αποτελούν τις ρίζες του κόσμου μας, του δυτικού πολιτισμού μας. Και αφού θα γνωρίζουν αυτή την κουλτούρα, θα μπορούν να καταλάβουν τους δεσμούς του Ισλάμ με τη Δύση ή να γνωρίσουν τον κινεζικό πολιτισμό. Γιατί θα ξέρουν ποιοι είναι».


– Πιστεύετε ότι με τον τρόπο αυτόν θα μπορούν να αποφευχθούν κοινωνικές τριβές, όπως τα γεγονότα που παρατηρήθηκαν πέρυσι στα παρισινά προάστια;


«Βεβαίως. Τα γεγονότα αυτά έγιναν από νέους που κλείστηκαν σε γκέτο, αποκομμένους από τις ρίζες τους λόγω μιας μετανάστευσης που έγινε με βίαιο τρόπο. Η γαλλική κοινωνία, από την άλλη, δεν στάθηκε ικανή να τους αφομοιώσει και να τους μάθει τη γαλλική κουλτούρα. Παραλείψαμε να τους πούμε τι είναι η Γαλλία. Δεν τους είπαμε ότι πρόκειται για μια ιστορία, έναν πολιτισμό, μια συγκεκριμένη θεώρηση της πολιτικής. Οτι Γάλλος είναι αυτός που αποτελεί μέρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, ανεξάρτητα από τη θρησκεία του, από την εθνικότητά του. Τις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε αν δεν διδαχθούμε τα κείμενα του Διαφωτισμού, τον Μοντεσκιέ, τον Βολταίρο, τον Ρουσό, τους Ελληνες, τους Λατίνους…».


– Θεωρείτε τον εαυτό σας νοσταλγό του παρελθόντος; Συντηρητικό;


«Το ότι ασκώ κριτική στη σημερινή κοινωνία δεν σημαίνει πως υπερασπίζομαι το παρελθόν. Πώς μπορώ να υπερασπιστώ ένα παρελθόν βασισμένο στην ανισότητα, στην πλουτοκρατία, στον ρατσισμό και στην περιφρόνηση για ό,τι δεν ανήκε στη δυτική κοινωνία. Πρέπει απλώς να καταλάβουμε από τι υποφέρουν οι σημερινοί άνθρωποι, για να αποφύγουμε τον κίνδυνο της επιθυμίας για επιστροφή στο παρελθόν. Πρέπει να διδάξουμε στους ανθρώπους την επιθυμία να είναι ανοιχτοί στους άλλους. Στην ιστορία της ανθρωπότητας παρατηρούμε φάσεις άνθησης και παρακμής της γνώσης, και πολύ φοβάμαι ότι τώρα ζούμε τη φάση της παρακμής. Δεν πρέπει να συνεχίζουμε να δημιουργούμε ανθρώπους που θα ζουν σε μια τρομακτική πνευματική σκλαβιά, λόγω έλλειψης γνώσεων. Η σημερινή κοινωνία ζει κάτω από την τυραννία της τηλεόρασης. Είμαι επιφυλακτική απέναντι σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού, όσο κι αν αυτή είναι γενικότερα αποδεκτή».


– Ισως βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεταβατική…


«Το θέμα είναι τι θα κρατήσουμε από τον παλιό κόσμο και τι θα χτίσουμε στον κόσμο που ανοίγεται μπροστά μας. Ποιος θα είναι ο τόπος στον οποίο θα αναπτυχθεί η δημοκρατία. Θα μπορέσει να αναπτυχθεί στο Internet, όπως στην αρχαία ελληνική αγορά ή στο ρωμαϊκό φόρουμ; Γιατί η δημοκρατία δεν υπάρχει χωρίς έναν τόπο όπου να μπορεί να αναπτυχθεί διάλογος μεταξύ των πολιτών. Πρέπει να κάνουμε νόμους-πλαίσια για τη λειτουργία των καινούργιων μέσων επικοινωνίας, για να μη γίνουμε σκλάβοι τους. Η ανθρωπότητα πρέπει να είναι κύριος της μοίρας της και η πολιτική πρέπει να παίξει τον ρόλο της που δεν είναι άλλος από τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Οι πολιτικοί πρέπει να καταλάβουν τι είναι σημαντικό για τον σημερινό άνθρωπο, ενώ οι γονείς πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να ασκήσουν την εξουσία τους ως γονέων. Μόνο αν ξεφύγουμε από την καταναλωτική λογική, θα χτίσουμε μια δημοκρατία βασισμένη στη γνώση. Αυτό περιμένουν τα παιδιά από εμάς. Το να είμαστε απαιτητικοί μαζί τους σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε την αξία τους. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε για τα παιδιά που φέραμε στον κόσμο. Και τους το οφείλουμε».