Και πάλι στον πρώτο και κυρίαρχο ρόλο η Καβάλα, αυτή τη φορά μεσούσης της δεκαετίας του ’60, με τα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος να διαδραματίζονται την επομένη της 9ης Οκτωβρίου 1967, τότε που δολοφονήθηκε ο Τσε Γκεβάρα. Με αποσπάσματα από τις αποχαιρετιστήριες επιστολές του Γκεβάρα προς την οικογένειά του και τον Φιντέλ Κάστρο που δημοσιεύτηκαν στην τοπική εφημερίδα κλείνει το βιβλίο, ενώ ανοίγει με μότο γνωστή φράση από την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ. Δύο αναφορές που μπορούν να εκληφθούν και ως ειρωνικό σχόλιο, έτσι όπως πλαισιώνουν ιστορίες «καταδολίευσης» ιδανικών. Η Καβάλα των εργατικών αγώνων, των διαδηλώσεων και των απεργιών, η αλλοτινή «κόκκινη» πόλη με τα σοβιέτ των καπνεργατών, δεν υπάρχει πια. «Το κόκκινο επίθετο χάθηκε στον σκοτεινό ορίζοντα» γράφει ο Π. Μάρκογλου στο διήγημα του 1990 «Η επιστροφή». Και έρχεται στο μυθιστόρημά του και δίνει, με διάθεση εμφανώς σκωπτική, στον πρωταγωνιστή της βασικής ιστορίας, έναν αδίστακτο καπνέμπορο, επικεφαλής του συλλόγου προμηθευτών, που πολεμάει με νύχια και με δόντια τα «κομμούνια», το επίθετο Κόκκινος. Διαγράφοντας ο συγγραφέας με αρτιότητα τον Δημήτρη Κόκκινο σκιαγραφεί μια ολόκληρη πόλη «καυλωμένη από τον ρυθμό της πολιτικής οικονομίας».


Κάτω από το τραπέζι


Επωδός της αφήγησης, η συνήθεια του Κόκκινου να ανάβει το ένα τσιγάρο με την καύτρα του προηγουμένου. Από το 1928 στο εμπόριο των καπνών, βρήκε την ευκαιρία και στάθηκε στα πόδια του μέσα στον Εμφύλιο και από τότε αγωνίζεται, με την αρραγή συμπαράσταση των δημοτικών αρχών και της Ασφάλειας, να κρατήσει τους «κόκκινους» μακριά από το Εργατικό Κέντρο εμποδίζοντας συλλογικές συμβάσεις και εξίσωση ημερομισθίων ανδρών και γυναικών. Δεινός στις συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, είναι μονίμως «μες στα σκατά», μεταφορικώς και στην κυριολεξία, καθ’ όσον καρκινοπαθής με παρά φύση έδρα. Και όμως, παρά τους πολλαπλούς θανάτους στο μυθιστόρημα, αυτός μένει, από την αρχή ως το τέλος, ακατάβλητος στη θέση του, διαπραγματευόμενος με Αμερικανούς, Γιαπωνέζους και Σοβιετικούς, συνθλίβοντας αδύναμους και επωφελούμενος παντοιοτρόπως. Σκληροί διαπραγματευτές οι μεγάλες ξένες επιχειρήσεις σκιάζουν τη ζωή στην πόλη, καθώς τα ελληνικά καπνά χάνουν συνεχώς έδαφος έναντι των ανατολικών κρατών, που εφαρμόζοντας το δόγμα Χρουστσόφ ανοίγουν τις πύλες και μειώνουν τις τιμές. Ο μαρασμός της οικονομίας φέρνει εποχή παρακμής, με τα παλαιά τζάκια να φθίνουν και νεόκοπα σόγια να εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις.


Κατ’ εξαίρεση ένα μυθιστόρημα όπου όλες οι σχέσεις των ηρώων, ακόμη και οι ερωτικές επαφές, καταλήγουν σε οικονομικές δοσοληψίες. Στην ιστορία του Κόκκινου, που συνιστά τρόπον τινά τον κορμό του μυθιστορήματος, προστίθενται περιστατικά από τους βίους άλλων κατοίκων της πόλης, ποικιλοτρόπως σχετιζομένων με τον καπνέμπορο, καθώς αποκαλύπτουν οι αναδρομές σε παλαιότερες εποχές, από τον Μεσοπόλεμο και εδώθε, κυρίως τα ταραχώδη χρόνια Κατοχής και Εμφυλίου. Κατά την πάγια τεχνική του Μάρκογλου, κάποιες σκοτεινές ιστορίες, όπως η υπόθεση της εβραϊκής εταιρείας σιγαρέτων ή η άλλη, με τα κοιτάσματα τύρφης που είχαν κινήσει το γερμανικό ενδιαφέρον, μυθοποιούνται και αναμειγνύονται με άλλες φανταστικές. Παρομοίως οι ήρωες εμπλέκονται με πραγματικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών και ο σερραίος αγωνιστής Γιώργος Τσαρουχάς ή τα αδέλφια Ιορδάνογλου, ενώ ορισμένοι αποτελούν προσφυώς παραλλαγμένα προσωπεία υπαρκτών προσώπων. Οπως είχαμε παλαιότερα σημειώσει και ενδελεχώς σχολιάζει ο Β. Ιωαννίδης στο πρόσφατο μελέτημά του Το πεζογραφικό έργο του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, με αυτόν τον τρόπο οικοδομείται ένας στέρεος σκελετός και τα πεζά του Μάρκογλου αποκτούν ξεχωριστή δυναμική. Γι’ αυτό όμως και εμφανίζονται ως συγκοινωνούντα δοχεία. Με σταθερό σκηνικό την Καβάλα, όχι τις φτωχογειτονιές της πόλης αλλά το προάστιο των ευπόρων, το Παλιό, και το άλλοτε ποτέ πολυτελές ξενοδοχείο «Φοίνικες», κάποια πρόσωπα επανέρχονται. Ωστόσο σε κάθε βιβλίο παρουσιάζονται αυτοτελώς συμβάντα της ζωής τους. Στο πρόσφατο μνημονεύεται και πάλι ο ποιητής Νικηφόρος Σέρτας, του οποίου ο βίος ανιστορείται σε προηγούμενο πεζό, το βραβευμένο Σπαράγματα, καθώς και ο φίλος του Παύλος Μαρτάκος, που συνιστά συγγραφικό alter ego. Αφορμή, μία από τις ερωτευμένες με τον ποιητή γυναίκες, που τώρα ολοκληρώνεται η ιστορία της ζωής της. Συχνά οι ηρωίδες του Μάρκογλου έχουν έναν απρόσμενα τραγικό θάνατο, σαν υπογράμμιση της μοίρας τους ως θυμάτων.


Η στόφα του ποιητή


Ποιητής ο Μάρκογλου από τους βασικούς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, δεν στράφηκε στην πεζογραφία, καιροσκοπώντας όπως πολλοί νεότεροι, ούτε άλλωστε εγκατέλειψε ποτέ την ποίηση. Στα πεζά του η στόφα του ποιητή διακρίνεται στον ελλειπτικό και πυκνό χαρακτήρα της αφήγησης και ακόμη στις ειρωνικές νύξεις και στα αδόκητα γυρίσματα του λόγου που προτιμά από τα στρογγυλέματα.